ΠΡΟΕΛΑΥΝΕΙ η Πάφος, ανέβηκε τρίτη η Ομόνοια, ΙΣΤΟΡΙΚΗ νίκη για Ομόνοια 29Μ
Με τρία ματς άνοιξε η αυλαία της 11ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Οι πατριώτες του Αντρέι Αρσάβιν δεν το ξεστόμισαν για τον ίδιο. Για τον λαμπρότερο, δηλαδή, εκφραστή της τελευταίας ποδοσφαιρικής ρωσικής επανάστασης. Κάλλιστα, όμως, πλέον, θα μπορούσαν να το τιτλοφορήσουν μόνο και μόνο με τ’ όνομά του. Τάλαντο ξέχειλο, όπου και αν εκδηλωνόνταν. Μα τάλαντο -θαρρείς- με κόφτη. Λες και τον έβαζε σκόπιμα ο ίδιος…
Μοναχοπαίδι, ο πατέρας του, ο Σεργκέι, ποδοσφαιριστής στα δικά του νιάτα, ήταν αυτός που τον σύστησε με την μπάλα, αρχικά. Στο διαμερισματάκι των τριών -όλων κι όλων- δωματίων, δεν έμεινε λαμπόγυαλο (από τα -έτσι κι αλλιώς- λιγοστά του νοικοκυριού της μαμάς Τατιάνα) που δεν αναποδογύρισε και έσπασε, δεν έμεινε τοίχος χωρίς ολοστρόγγυλα σημάδια, δεν έμεινε γείτονας που να μην αγανακτεί από το συνεχές «ντουπ-ντουπ» του «Αντριούσα» (χαϊδευτικό του ονόματός του).
Και αφού οικογενειακώς “έγραψαν” στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τους γιατρούς, οι οποίοι -μόλις στα τέσσερά του χρόνια- συνέστησαν να αποφύγει οποιαδήποτε ενασχόληση με το ποδόσφαιρο, γιατί, λόγω μιας σπάνιας εκφυλιστικής εκδοχής αστιγματισμού, υπήρχε περίπτωση να χάσει (σε μια σωματική επαφή, σε έναν τραυματισμό στο κεφάλι) ακόμα και την όρασή του, η… ανατροφή, αθλητική και μη, άλλαξε χέρια.
Οι γονείς του χώρισαν, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. Μετακόμισαν σε ένα σαφώς μεγαλύτερο σπίτι -ο πατριός του είχε και αυτός έναν γιο από τον δικό του πρώτο γάμο- στο Βασιλιέφσκι, το νησάκι καταμεσής του ποταμού Νέβα που διέπει την Αγία Πετρούπολη. Κάτι που, όμως, αποδείχτηκε το μόνο… ευρύ, αφού ο «Αντριούσα» δεν τα “έπαιρνε”. Γενικότερα. Ούτε τις διδαχές του πατριού του, ούτε τα γράμματα στο σχολείο.
Η ενεργητικότητά του διοχετευόταν σε δύο φαινομενικά ασύνδετες ασχολίες. Στην μπάλα, ναι, αλλά και την ντάμα, το επιτραπέζιο παιχνίδι. Μάλιστα, εκεί, έμοιαζε ακόμα καλύτερος.
Ο προπονητής του (ναι, υπήρχαν και τέτοιοι στα τελειώματα της Σοβιετικής Ένωσης) προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να πείσει τον -μόλις επτάχρονο- «Αντριούσα» πως στην μαυρόασπρη επιφάνεια είχε μέλλον που, με σωστή καθοδήγηση, θα τον έφερνε στην κορυφή του κόσμου (προφανώς, υπάρχει και τέτοια).
Ο μικρός, όμως, παρ’ ότι είχε συμμετάσχει άκρως επιτυχημένα και ενδεικτικά της προοπτικής που διαφαινόταν, σε διάφορα σχετικά πρωταθλήματα και τουρνουά, άλλες κορυφές ονειρευόταν. Και άλλους καμβάδες, καταπράσινους, για να τις κυνηγήσει.
Ο πατριός του, επειδή δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει, τον πηγαίνει -πρακτικά εσώκλειστο- στο αθλητικό σχολείο της Σμένα, το οποίο ουσιαστικά τροφοδοτούσε τις φυτωριακές ομάδες της Ζενίτ και αποτελούσε τον παιδαγωγικό προπομπό της, για όσους φερέλπιδες ποδοσφαιριστές κρίνονταν κατάλληλοι να ακολουθήσουν (ή έστω να κριθούν, ξεκινώντας) επαγγελματική καριέρα.
Ο «Αντριούσα», στα εννιά του, ήταν ήδη αρχηγός και το πλέον φημισμένο τέκνο της Σμένα. Στα 13, πάνω, δηλαδή, στην φρενίτιδα των πρώτων κοσμοϊστορικών αλλαγών της διάλυσης της ΕΣΣΔ, η φήμη του απλώνεται σε όλη την Αγία Πετρούπολη (μια από αυτές τις -ελάσσονες μεν, πλην όμως ενδεικτικές- αλλαγές, αφού το σοβιετικό Λένινγκραντ θα αποτελούσε πλέον καταγραφή μόνο στα ιστορικά βιβλία). Και -έστω και των υστέρων- ανάλογος της φήμης είναι και ο βεντετισμός του. Ξέχειλος και αυτός, όπως και το ταλέντο που λέγαμε.
Υπάρχουν αναφορές για παιχνίδια, όπου συμμετείχε, στα οποία πέρναγε τους πάντες, σκόραρε, σκόραρε πολύ και, όμως, δεν βρισκόταν κανείς από τους συμπαίκτες του να πανηγυρίσει μαζί του. Δεν τον ένοιαζε. Περπατούσε στον Νέβα, δεν έβλεπε κανέναν και τίποτα. Δεν τιθασεύτηκε ποτέ αυτό. Απλώς, ως συναίσθημα, ως συμπεριφορά, έμαθε να το περιορίζει και να το εκδηλώνει σε… ασφαλές περιβάλλον.
Της Ζενίτ σίγουρα δεν ήταν, αρχικά, τέτοιο. Όταν (μάλλον αργοπορημένα, βάσει των όσων έκανε, μεγαλώνοντας ποδοσφαιρικά), αποφασίστηκε να ενταχθεί στους «Μπλε», ήταν λίγο πριν την ενηλικίωση. Και, προφανώς, πήγε σε μια επαγγελματική ομάδα, αυτή, όμως, τότε δεν είχε καμία σχέση με τη Ζενίτ που γνωρίζουμε σήμερα. Η Gazprom, η οποία άλλαξε -βάσει κρατικού, ρωσικού, πλέον- τη μοίρα, την πορεία του συλλόγου, αλλά και τους συσχετισμούς δυνάμεων και την ανθρωπογεωγραφία ολόκληρου του ρωσικού ποδοσφαίρου (και όχι μόνο), εμφανίστηκε αρκετά αργότερα από τότε, όταν ο Αντρέι -πλέον, και όχι ο «Αντριούσα»– υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο.
Η πρώτη διετία περνάει στη δεύτερη ομάδα. Προβλεπόμενα. Όχι, όμως, για τη φήμη που τον ακολουθεί παντού. Πρωταγωνιστεί μέχρι και σε ξακουστό σίριαλ της εποχής, όπου ουσιαστικά υποδύεται τον εαυτό του. Βάσει, δηλαδή, σεναρίου, έναν άκρως ταλαντούχο νεαρό ποδοσφαιριστή, ο οποίος κάνει “παπάδες” στην αναπληρωματική ομάδα, περιμένοντας την ευκαιρία που -πεισματικά, σχεδόν εμμονικά- δεν του προσφέρεται. Σαφές το μήνυμα.
Παράλληλα, ξεκινάει και τις -υποχρεωτικές- ακαδημαϊκές του σπουδές. Η Χημεία που διαλέγει αρχικά, ως κατεύθυνση γρήγορα αποδεικνύεται ψηλοτάβανο εμπόδιο, γι’ αυτό και στρέφεται στον τεχνολογικό τομέα και την σχεδίαση ρούχων. Τα καλά λόγια περισσεύουν. Τόσο για την υποκριτική του επάρκεια, όσο και την φοιτητική του προσήλωση. Την πρώτη, στη συνέχεια της ζωής του, δεν την χρησιμοποίησε ξανά (μέχρι τώρα τουλάχιστον), παρ’ ότι η κάμερα αποτέλεσε αγαπημένο του μέσο. η δεύτερη χρειάστηκε χρόνο, αφού οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις ολοκλήρωσαν τις σπουδές του οκτώ χρόνια μετά την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και, μάλιστα. με την εκπόνηση μιας διπλωματικής που ακόμη μνημονεύεται στο τμήμα.
«Ανάπτυξη τεχνολογίας, για τη δημιουργία και την επεξεργασία αθλητικής ένδυσης», ο τίτλος της. Πρακτική εφαρμογή της ο ίδιος, αφού, με την εξέλιξη της ποδοσφαιρικής του καριέρας, πέρασε και από τη θεωρία στην πράξη, στην εφαρμογή του ακαδημαϊκού του υποβάθρου, δημιουργώντας, λανσάροντας και εκμεταλλευόμενος απόλυτα ρούχα, τα οποία έφεραν το δικό του όνομα και τη δική του… υπογραφή.
Υπογραφή που δεν χρειάζονταν να μπει με πένα σε χαρτί. Αλλά με τον δείκτη του δεξιού χεριού στο στόμα. Στην χαρακτηριστικότερη χειρονομία, η οποία καθολικά και διαχρονικά αναγνωρίζεται (ευγενικά) ως «Κάντε ησυχία» και (όχι και τόσο ευγενικά) ως «Βουλώστε το». Και η αλήθεια είναι πως, όποτε τη λάνσαρε, αποτελώντας πραγματικά το trademark του ποδοσφαιρικού, προσωπικού και επιχειρηματικού του προφίλ (ξεχωριστό σίγουρα, καθώς κάτι το τόσο διαδεδομένο -σε όλες τις φυλές, τις ηλικίες, τις κουλτούρες του πλανήτη- συνδέθηκε με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο…), μάλλον δεν το έκανε, έχοντας την ευγένεια κατά νου.
Η πρώτη φορά, σε ένα παιχνίδι με την Αμκάρ, στο Petrovsky, το 2005. Κάνει χατ-τρικ. Επιδεικτικά αρνείται να πανηγυρίσει, διώχνοντας τους συμπαίκτες του που έτρεχαν πάνω του. Και στο τελευταίο γκολ, ο δείκτης στο στόμα. Ο λόγος ήταν η αντίδρασή του, για την πώληση του κολλητού του, Βλάντιμιρ Μπιστρόφ, στην Σπαρτάκ Μόσχας.
Ως τότε, βέβαια, το στάτους του στη Ζενίτ έχει εκτοξευτεί. Καθιερωμένος ηγέτης της ομάδας, η οποία, όμως, εξακολουθεί να βολοδέρνει στη μετριότητα. Χαρακτηριστικό το κατευόδιο του -επί τετραετίας- Τσέχου προπονητή του, Βλάστιμιλ Πετρτσέλα, ο οποίος, αποχαιρετώντας την «Αγία Πετρούπολη», είχε προβλέψει πως η Ζενίτ δεν θα μπορούσε ποτέ -για αγωνιστικούς και όχι μόνο λόγους- να σπάσει το κατεστημένο των ομάδων της Μόσχας. Καλά (δεν) πήγε αυτό…
Και αυτό, παρ’ ότι, την ώρα που έφευγε ο Πετρτσέλα, η Ζενίτ είχε περάσει στον έλεγχο της παντοκράτειρας Gazprom. Εξέλιξη που εν πολλοίς, ακόμα και σήμερα, πιστώνεται -έστω και αναλογικά, προφανώς- στον Αρσάβιν και την περσόνα του μόνιμου επαναστάτη, του μόνιμου αντιδικία με την τέως -ελλειμματική και προβληματική- διοίκηση. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως οι μόνοι λόγοι των κατά καιρούς αντιδράσεων του Αρσάβιν δεν αφορούσαν στο ομαδικό καλό αλλά τη δική του τσέπη. Μέχρι την αγορά της Ζενίτ από την Gazprom, ο ίδιος είχε κάνει δύο επεκτάσεις/αναπροσαρμογές συμβολαίων, όντας ο -μακράν του δεύτερου- πλέον ακριβοπληρωμένος του συλλόγου.
Για την μ.G. (μετά Gazprom) εποχή, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Κάθε του κουβέντα, κάθε του μορφασμός, το οτιδήποτε που αφορούσε σε αυτόν ή τον απασχολούσε, χρυσοπληρώνονταν από την διοικητική εταιρεία, η οποία, πέραν των ασύλληπτων επενδύσεων σε αγορές ξένων παικτών, έκανε τα πάντα (τουλάχιστον στο ξεκίνημα της παρουσίας της στην «Αγία Πετρούπολη»), ώστε να έχει τη γηγενή βάση ποδοσφαιριστών -οι οποίοι επηρέαζαν καταλυτικά τις σχέσεις με τους οπαδούς- απόλυτα ικανοποιημένη. Και καρδιά αυτής της βάσης ήταν ο Αρσάβιν. Όπως και πάντα ανικανοποίητος…
Η δεύτερη φορά, σαφώς πιο χαρακτηριστική και σε πολύ μεγαλύτερο κοινό, αυτή που έμεινε αποτυπωμένη στον πλανήτη ως κίνηση trademark, αυτή που προέτρεψε (άντε, ευγενικά…) σε «ησυχία», ήρθε τον Απρίλιο του 2009, στο Anfield, κόντρα στη Λίβερπουλ, στην καλύτερη παράσταση της καριέρας του. Τέσσερα γκολ πέτυχε κόντρα στους «Κόκκινους» (4-4 το τελικό αποτέλεσμα), μετά το πρώτο κιόλας, είχε φέρει τον δείκτη στο στόμα του.
Καλύτερες, ιδανικότερες, συστάσεις δεν θα μπορούσε να δώσει στους οπαδούς της Άρσεναλ. Οι «Κανονιέρηδες» προσπαθούσαν καιρό να τον αγοράσουν. Πρώτα, μετά το καλύτερο τουρνουά της καριέρας του, το Euro 2008 (η πρώτη μεγάλη διοργάνωση της καριέρας του), όπου με τον Γκούους Χίντινκ στον πάγκο, η Ρωσία θάμπωσε τον πλανήτη με τις υπερηχητικές της εμφανίσεις, φτάνοντας στα ημιτελικά της διοργάνωσης και χάνοντας μόνο (δις: μια στον όμιλο, όπου βρίσκονταν και η Εθνική μας, και μια στον ημιτελικό) από την -μετέπειτα Πρωταθλήτρια Ευρώπης- Ισπανία.
Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα, αναγορεύτηκε ο καλύτερος επιθετικός, φτάνοντας στην… στρατόσφαιρα της δημοφιλίας του και, παράλληλα, προσελκύοντας ενδιαφέρον από παντού. Αυτά, όμως, είναι τα δυσάρεστα του να περιμένεις το «Ok» ενός κολοσσού, όπως η Gazprom, η οποία δεν “μάσαγε” από προτάσεις. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστική η απάντησή της σε εκείνη της Μπαρτσελόνα, η οποία και έγινε πρωτοσέλιδο σε καταλανικά media: «Μόνο με ανταλλαγή του Μέσι δίνουμε τον Αρσάβιν». Και αυτό, παρ’ ότι μιλάμε για την αγαπημένη του ομάδα, με διαδοχικά είδωλα, με τα «Μπλαουγκράνα» να σηματοδοτούν την πορεία του (Ρομάριο, Ρονάλντο, Ροναλντίνιο).
Δεν χρειάζονταν, λοιπόν, και ιδιαίτερη διορατικότητα, για να αντιληφθεί κανείς, εκείνο το καλοκαίρι του 2008, πως ο Αρσάβιν δεν θα (μπορούσε να) έφευγε από την «Αγία Πετρούπολη». Έτσι, ο Αρσέν Βενγκέρ περίμενε, τον επόμενο Ιανουάριο, ποντάροντας, φυσικά, και στον ίδιο τον Ρώσο διεθνή, ο οποίος, αφού είχε ζήσει πλέον τα πάντα (μετατροπή -σε χρόνο dt- της Ζενίτ σε κυρίαρχη εγχώρια ρωσική ποδοσφαιρική δύναμη, διεθνείς τίτλους, όπως Κύπελλο UEFA και Ευρωπαϊκό Super Cup, και ιστορικό υψηλό δεκαετιών με την Εθνική του ομάδα), ήταν θέμα χρόνου να στυλώσει τα πόδια, απαιτώντας νέες εμπειρίες.
Έτσι και έγινε. Δεν ήταν εύκολο, ούτε τον επόμενο Ιανουάριο, αλλά ο ίδιος ο Αρσάβιν ήταν ικανός να στήσει… αντίσκηνο έξω από τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, περιμένοντας την ολοκλήρωση της μεταγραφής του.
Η Ζενίτ δεν υποχωρούσε στα όσα ζητούσε, η Άρσεναλ δεν ανέβαζε την προσφορά της και, παρ’ ότι η Gazprom είχε στείλει ιδιωτικό αεροσκάφος να πάρει τον Αρσάβιν από το Λονδίνο για να τον φέρει στην Αγία Πετρούπολη, ο Ρώσος αρνούνταν να επιβιβαστεί και περίμενε στο ξενοδοχείο του, απαιτώντας να βρεθεί λύση και μετατρέποντας τις τελευταίες ώρες εκείνης της μεταγραφικής περιόδου σε θρίλερ. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, φρόντιζε να βγαίνει ο ίδιος από το ξενοδοχείο, όπου έμενε, ώστε να ενημερώνει για τις εξελίξεις τους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους, μοιραζόμενος, παράλληλα, λεπτομέρειες για την διατροφή του, τον ύπνο του, τα πάντα όλα.
Σκηνικό που μπορεί να μοιάζει σουρεάλ, αλλά ήταν τόσο έντεχνα και φαινομενικά αθώα στημένο, ώστε λειτούργησε αριστοτεχνικά προς την κατεύθυνση που ήθελε ο Αρσάβιν. Να καμφθούν δηλαδή οι ενστάσεις της Ζενίτ (αν νομίζετε πως ήταν εύκολο, ξεχάστε το…) και να ολοκληρωθεί η μεταγραφή του στην Άρσεναλ, κυριολεκτικά στο παρά πέντε της προθεσμίας, έναντι του ποσού -ρεκόρ έως εκείνη την στιγμή για τους Λονδρέζους– των 15 εκατ. λιρών.
«I ‘m a gooner», ανακοινώνει ο ίδιος, πηγαίνοντας να υπογράψει, υιοθετώντας με το welcome την βαθύτερη αργκό των οπαδών της νέας του ομάδας. Έκτοτε, όμως, γίνεται και μέρος της, αφού, παρ’ ότι τα στατιστικά και οι επιδόσεις ποτέ δεν του έλειψαν, δεν μπόρεσε σε καμία περίπτωση να τα συνδυάσει με συνέπεια και αφοσίωση, σε όσα ο Βενγκέρ ζητούσε.
Άφησε τη Ρωσία στα 28 του, χορτάτος από το κάθε τι, για να μετακομίσει στο top επίπεδο, το οποίο προφανώς είχε και ήθελε, περισσότερο, όμως, για να γευτεί ως εμπειρία και όχι να υποταχθεί στις απαιτήσεις του. Τεμπελάκος, με διαφορετικές προτεραιότητες και ενδιαφέροντα, τελείως κόντρα mind set σε σχέση με αυτό που επέβαλλαν οι «Κανονιέρηδες» και η Premiership, τελείως κόντρα σε οτιδήποτε είχε συνηθίσει έως τότε. Ένιωθε “βασιλιάς” στη Ρωσία, χωρίς -η αλήθεια είναι- να προσπαθήσει πολύ, και οτιδήποτε περισσότερο του ζητούνταν, για να διατηρηθεί στον “θρόνο” του, του κακοφαινόταν (όπως, άλλωστε. και στη συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων ποδοσφαιριστών που επιχείρησαν καριέρα εκτός της πατρίδας τους).
Περισσότερο, λοιπόν, απασχόλησε για το life style του, την εντυπωσιακή δεύτερη σύντροφό του που γνώρισε στο Λονδίνο, το μοντέλο Αλίσα Κάζμινα, την οποία και παντρεύτηκε (σε αντίθεση με την πρώτη του σύντροφο, μητέρα των τριών πρώτων παιδιών του, διάσημη τηλεοπτική παρουσιάστρια στη Ρωσία, Ιουλία Μπαρανόβσκαγια) και η οποία του χάρισε μια ακόμα κόρη. Αλλά και αυτή την τύχη της πρώτης είχε, αφού χώρισαν, εξαιτίας των -αναρίθμητων και καθόλου κρυφών- ρομάντσων και απιστιών του Αρσάβιν.
Το εντυπωσιακό του καρέ στο Anfield χάι-λάιτ προφανώς, όχι μόνο της αγγλικής του θητείας, αλλά καριέρας. Άλλωστε, και ο ίδιος αυτό το παιχνίδι, μαζί με τον προημιτελικό του Euro 2008, κόντρα στην Ολλανδία (3-1 στην παράταση η νίκη της Ρωσίας, με τον Αρσάβιν να καλπάζει για 120 λεπτά, να σκοράρει και να σερβίρει…) θεωρεί ως τα καλύτερα του.
Μοιραία, δεν ξεχωρίζει και ούτε μακροημερεύει στην Άρσεναλ. Η επιστροφή στην «Αγία Πετρούπολη» αυτονόητη επιλογή. Τα δεδομένα, όμως, τελείως διαφορετικά. Η Ζενίτ που βρίσκει την άνοιξη του ’12, δεν τον έχει καμία απολύτως ανάγκη. Ούτε αγωνιστικά, ούτε ως ρόλο, ούτε και ως χαρακτήρα ή τοπικό, οπαδικό είδωλο, ενώ ακόμα και η ευρύτερη δημοφιλία του στη Ρωσία έχει τρωθεί, μετά τις αλλεπάλληλες αποτυχίες της Εθνικής ομάδας και τα σκάνδαλα που συνόδευσαν τις περισσότερες εξ αυτών, με τον ίδιο στο επίκεντρο (παράδειγμα, το ομαδικό μεθύσι, παραμονές του καθοριστικού παιχνιδιού με την Σλοβενία που στοίχισε τον αποκλεισμό της «Αρκούδας» από τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2010 ή τα… καντήλια που ξεστόμισε -live- σε συμπατριώτες του οπαδούς, μετά την ήττα-αποκλεισμό από την Εθνική μας στο Euro 2012).
Ουσιαστικά, συμπορεύεται και δικαιολογεί το ευρύτερο κλίμα. Και το δείχνει με τις επιλογές και τις προτεραιότητές του. Αφιερώνεται στην προώθηση των ρούχων και της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, στρέφεται στην πολιτική, κατεβαίνοντας στον εκλογικό στίβο για διάφορες θέσεις (συμβούλου, τοπικού βουλευτή, εκπροσώπου γερουσίας), αλλά γρήγορα, όπως κάθε τι, δεν τον συγκινεί, για να διατηρήσει το ενδιαφέρον του.
Η Ζενίτ τού προτείνει, με το που τελειώνει το συμβόλαιο του (2015), να πάρει πόστο στην ομάδα. Ούτε να το σκεφτεί. Φεύγει για Κράσνονταρ και την τοπική Κουμπάν, απογοητεύει και, αδιαφορώντας τελείως για την υστεροφημία του αλλά όχι για τα (ακόμα περισσότερα) χρήματα που του έδωσαν οι Καζάκοι, μετακομίζει στην Αλμάτι και την άσημη -ακόμα και για το εγχώριο επίπεδο- Καϊράτ, όπου και πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, στα 37 του, κρεμάει τα παπούτσια του. Το πόστο που είχε αρνηθεί στη Ζενίτ, το αποδέχεται και το υπηρετεί από τον Αύγουστο του 2020. «Διευθυντής Ανάπτυξης των Ακαδημιών, Υπεύθυνος για Αθλητικά ζητήματα», ο βαρύγδουπος τίτλος που φέρει.
Όσο περισσότερες οι λέξεις, τόσο μικρότερη η έννοια, η σημασία και η βαρύτητα. Αξίωμα; Μάλλον όχι. Αλλά σίγουρα, ποδοσφαιρικά, τις περισσότερες φορές, έστω και διαισθητικά, επιβεβαιώνεται. Ή, έστω αντανακλαστικά, έρχεται στον νου με την πρακτική ερώτηση: «Δηλαδή, τι κάνει»; Μπορεί τα πάντα, μπορεί και τίποτα. Μπορεί να αλλάζει ζωές, μπορεί και, απλώς, να χτυπάει μια κάρτα, δύο φορές τη μέρα.
Μικρή σημασία έχει. Για τον Αντρέι Αρσάβιν, το βασικό ζητούμενο είναι να κάνει κάτι. Με τους δικούς του όρους, τους δικούς του ρυθμούς, τα δικά του όρια. Μέχρι να το βαρεθεί και να προχωρήσει στο επόμενο…