Γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο στις 18 Σεπτεμβρίου το 1976, και ήταν ένα απλό παιδί, με όνειρα. Όπως κάθε πιτσιρίκος σε εκείνα τα μέρη. Κι όμως, όταν ο μικρός πήρε την πρώτη του μπάλα στα πόδια, ήταν σαν κάποιος άλλος να είχε ήδη γράψει το τι θα ακολουθήσει.
Στα 17 του, η Ευρώπη κατάλαβε πως θα δει έναν επιθετικό που δεν μπορούσε να μπει σε καλούπια. Και πως να βάλεις τέτοιον παίκτη σε κουτάκια δηλαδή. Ποιος θα τολμούσε να περιορίσει τέτοιο ταλέντο άλλωστε.
Η Μπαρτσελόνα ήταν η εκτόξευση του. Και πως αλλιώς αφού πέτυχε 47 γκολ σε μια σεζόν. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η εικόνα του αντιπάλου να τρέχει να φτάσει τον Ρονάλντο και να μην βλέπει ούτε την σκιά του. Το μόνο που προλάβαινε να δει ήταν η μπάλα στα δίχτυα τις περισσότερες φορές.
Η Ίντερ ήταν το επόμενο κεφάλαιο στην καριέρα του. Πιο σκληρή, πιο απαιτητική κατάσταση, όμως εκείνος συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα και οι αντίπαλοι τον θυμούνται ακόμα σαν εφιάλτη.
Ωστόσο το σώμα του τον πρόδωσε. Τα γόνατα του δεν άντεξαν και τα χειρουργεία πήραν σειρά. Οι γιατροί έκαναν λόγο για «ανάρρωση», οι σχολιαστές γι’«αναπόφευκτη παρακμή». Όμως ο Ρονάλντο έκανε μια επανάσταση στην υπομονή και τους έκλεισε τα στόματα.
Το Μουντιάλ του 2002 δεν ήταν απλά ένα ακόμη τουρνουά. Ήταν η στιγμή που ο ίδιος λυτρώθηκε. Είχε πέσει τόσες φορές αλλά επέστρεψε και σήκωσε όλη την Βραζιλία στους ώμους του. Οχτώ γκολ με τα δύο από αυτά να είναι στον τελικό.
Η μέρα που η Βραζιλία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν η μέρα που εκείνος πήρε εκδίκηση από τα γόνατά του και έδωσε δικαίωση στα όνειρά του.
Στη Ρεάλ βρέθηκε την εποχή των Galacticos. Κόσμος γεμάτος φιλοδοξίες και προσμονή, ένα ρόστερ πολλά υποσχόμενο και ο Ρονάλντο να είναι πιο ώριμος.
Δεν έπρεπε πλέον να νικήσει την ταχύτητα με τα πόδια του. Είχε κάτι πολλά παραπάνω. Την ουσία του σκόρερ. Ένα απαλό χάδι στην μπάλα αρκούσε για να την στείλει στο πλεκτό. Είχε το μυαλό να τρέχει πιο γρήγορα όταν εκείνος δεν μπορούσε.
Από έναν πιτσιρίκο που κοιμόταν με την μπάλα στις φορές που η άμυνα τον κοιτούσε και ήξερε πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Στις φορές που ο κόσμος που τον έβλεπε, ένιωσε να μουδιάζει σε όλο του το σώμα. Γιατί ποτέ πάλι κανείς δεν είδε δει έναν άνθρωπο να αχρηστεύει μια ολόκληρη άμυνα.
Το «Φαινόμενο» δεν είναι μόνο αριθμοί. Είναι εκείνο το «γ@μώτο» μετά από έναν τραυματισμό. Τα δάκρυα στα μάτια του όταν τα γόνατά του τον κρέμασαν. Όλες εκείνες οι στιγμές που του είπαν ότι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει.
Έπειτα είναι ο πανηγυρισμός από τους φιλάθλους όταν ο ίδιος ήταν κοντά στην περιοχή με την μπάλα στα πόδια. Είναι ο σηκωμένος δείκτης όταν η μπάλα είχε μπει στα δίχτυα και εκείνο το χαμόγελο μετά από κάθε νίκη.
Όταν γίνεται λόγος για τον Ρονάλντο, δεν είναι μόνο για έναν μεγάλο παίκτη. Είναι για μια στιγμή στην ιστορία που θα συνεχίσει να εξυμνείται στο ποδόσφαιρο, όσο υπάρχουν γήπεδα και πιτσιρίκια με μια μπάλα στα πόδια.