ΑΠΕΔΡΑΣΑΝ και... ελπίζουν Άρης και Ομόνοια
Με δύο αναμετρήσεις έπεσε η αυλαία της 12ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Κάθε κενό και τούβλο, κάθε γκολ και λίγο ακόμα τσιμέντο. Κάθε επιφώνημα σοκαρισμένου θαυμασμού κι αυτό στα θεμέλια του οικοδομήματος, παίρνει κι αυτό ρόλο στο σταδιακό χτίσιμο της δικής του φυλακής. Μπάλα, μαγεία, υποσχέσεις, προσδοκίες. Και ξανά μπάλα, μαγεία, υποσχέσεις, προσδοκίες. Σαν λούπα, σαν μοτίβο που επαναλαμβάνεται και, κάθε φορά που ολοκληρώνεται, δημιουργεί και από έναν ακόμα κρίκο. Κρίκο στον κρίκο, η αλυσίδα γεννιέται, μέχρι που δυο ατσάλινα στεφάνια καταλήγουν να παγιδεύσουν σφιχτά ανάμεσά τους τους καρπούς του.
Τα παρανοϊκά δεσμά του Γουέιν Ρούνεϊ. «Θύμα της δικής του επιτυχίας». Έτσι συνηθίζουν να το λένε στο Νησί.
Μα το σκεπτικό είναι εγκληματικά απλοϊκό. Έσκασε σαν εκκωφαντικός κομήτης, εντάξει, αλλά κανείς δεν εγγυάται πως ο ίδιος κρότος θα συνεχίσει να αντηχεί αέναα. «Δεν απέδρασε από το παρελθόν του», λένε, αυτοί που αδιαφόρησαν να κοιτάξουν στο μέλλον του. Είπαμε, η μπάλα μαγεύει, υπόσχεται, γεννά προσδοκίες, μα όχι εγγυήσεις. Ακόμα κι όταν πρόκειται για το ασύλληπτο ταλέντο κάποιου σαν εκείνον. Κάποιου σαν τον Γουέιν Ρούνεϊ, ο οποίος με έναν ανεξήγητο τρόπο βρέθηκε φυλακισμένος στα δεσμά του, κατηγορούμενος πως ο ίδιος τα δημιούργησε με τις υποσχέσεις που χάρισε στο ξεκίνημά του.
Μα δεν είναι έτσι. Του τις πέρασαν βίαια τις χειροπέδες, άδικα. Όσοι -στ’ αλήθεια σχεδόν παρανοϊκά- υποτίμησαν τη λάμψη του, περιμένοντας αχόρταγα να τον δουν να λάμπει ακόμα πιο εκτυφλωτικά, όσοι αρνήθηκαν αυτά που έβλεπαν και φυλάκισαν στα κεφάλια τους αυτά που θα ήθελαν να δουν. Αυτοί που τόλμησαν να αδικήσουν ακόμα και τον Ρούνεϊ, έναν αληθινό legend, ο οποίος βρέθηκε δέσμιος του παρελθόντος του να κουβαλά την ολότελα άδικη ταμπέλα του ανολοκλήρωτου.
Η κοτσίδα του Ντέιβιντ Σίμαν χοροπηδάει στον αέρα και το τεντωμένο κορμί του απλώνεται μάταια. Μάταια, γιατί ούτε πέντε κορμιά του δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν αυτό που μόλις έχει τραντάξει την εστία λίγα εκατοστά πίσω του.
«Θυμηθείτε το όνομα, Γουέεεειν Ρούνεϊ», ουρλιάζει ο Κλάιβ Τάιλντελσι πάνω από το μικρόφωνό του. «Δεν έχω δει μεγαλύτερο ταλέντο στην Αγγλία τον καιρό που είμαι εδώ», ομολογεί μετά το τέλος του ματς ο Αρσέν Βενγκέρ, όσο προσπαθεί να χωνέψει την ήττα του τελευταίου λεπτού.
Ήττα από το πουθενά, ήττα από το πόδι αυτού του άσημου ακόμη 16χρονου, ο οποίος έχει μόλις στείλει την μπάλα στα δίχτυα με ένα ασύλληπτο, δυνατό και φαλτσαριστό μαζί, γεμάτο θράσος πλασέ έξω από την περιοχή. Το Goodison ωρύεται, δυσκολευόμενο να πιστέψει τι έχει μόλις κάνει αυτό το ξεχωριστό παιδί που λίγες μέρες πριν επί της ουσίας ξεπετάχτηκε από τα σπλάχνα του.
Μα όσοι έχουν φροντίσει να ψαχτούν, να κρατήσουν ανοιχτά τα αφτιά τους, έχουν μάθει για αυτόν τον τύπο. Κι άλλοι, πιο τυχεροί ή πιο ψαγμένοι, έχουν δει. Κι άπαξ κι έχουν δει, ακόμα κι αυτό δεν τους κάνει εντύπωση.
«Κάποτε, όταν ήταν ακόμη πιτσιρικάς, έτρεχε κάθετα στο γήπεδο με την μπάλα στα πόδια, μόνο με έναν αμυντικό μπροστά του και από έναν ελεύθερο συμπαίκτη του σε κάθε πλευρά. Εμείς του φωνάζαμε να πασάρει στα πλάγια και ο πατέρας του του ούρλιαζε να ντριμπλάρει τον αντίπαλό του. Αλλά εκείνος μας αγνόησε όλους, κοίταξε ψηλά και την έστειλε στο παραθυράκι με ένα σουτ από τα 30 μέτρα. Έπειτα κοίταξε προς το μέρος μας και ανασήκωσε χαλαρά τους ώμους του, πριν απλώσει αυτό το μεγάλο του, πονηρό χαμόγελο», δήλωσε κάποτε ένας από τους προπονητές του στην Κ9 της ομάδας της γειτονιάς του, από την οποία φυσικά έφυγε ταχύτατα για την ομάδα της καρδιάς του, την Έβερτον.
Όσο ταχύτατα έγινε μέλος των ανδρών, λίγο καιρό πριν σκοράρει αυτήν την γκολάρα απέναντι στην Άρσεναλ και γίνει στα 16 του ο νεότερος σκόρερ στην ιστορία της Premier League. Στιγμή που θα ακολουθούσε πιστά το μοτίβο που ο ίδιος χάραξε τα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Πιο μικρός από τους υπολοίπους, πιο καλός από τους υπολοίπους. Αστεία πιο καλός.
Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για αυτό το παιδί. Μόνο αυτός της μπάλας, αλλιώς θα τον ρούφαγε καμιά από τις μικροσυμμορίες που ταλαιπωρούσαν τη γειτονιά του, το Κρόξτεθ. Επικίνδυνη περιοχή στα προάστια του Μέρσισαϊντ, περίεργα άτομα και μπόλικοι τσαμπουκάδες, στους οποίους ο Γουέιν δεν έχανε την ευκαιρία να μπλέξει.
Ήταν σαν να μάζευε θυμό για να τον βγάλει πάνω στο χορτάρι και, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε σε αυτό, το χορτάρι της Premier League, μαρτυρούσε πως δεν πρόκειται για ένα κανονικό παιδί.
Κάτι μεθυσμένοι οπαδοί της Τότεναμ, όσο εκείνος ζεσταινόταν με την Έβερτον πριν το ντεμπούτο του το 2002, του είχαν φωνάξει «Who are ya?», γιατί απλώς δεν είχαν ιδέα τι κάνει αυτό το παιδί εκεί πέρα. Η φράση έγινε κραυγή κάθε φορά που άγγιζε την μπάλα σε εκείνο το παιχνίδι, όμως μόλις μερικούς μήνες μετά οι πάντες ήξεραν ποιος είναι. Οι πάντες έβλεπαν πως δεν τον κρατάει τίποτα…
Ίσως να έφταιγε κι αυτό. Ο Ρούνεϊ δεν έμαθε να κλωτσά την μπάλα στα γήπεδα, δεν την αγάπησε εκεί, αλλά στα τσιμέντα του Κρόξτεθ, κάπου ανάμεσα σε τσακωμούς και χτυπήματα, κάπου ανάμεσα σε αμέτρητα κλωτσίδια. Και όσα έκανε στο χορτάρι είχαν κάτι από αυτόν τον δρόμο. Μια απόκοσμη επιθετικότητα και αποφασιστικότητα, περιτύλιγμα σε ένα αλήθεια μοναδικό πακέτο.
Ο Γουέιν έσκασε σαν κομήτης σε ένα αγγλικό ποδόσφαιρο που περίμενε διψασμένο κάποιον σαν αυτόν, κάποιον να το γοητεύσει με ωμό ταλέντο. Ο Ρούνεϊ περνούσε τους αντιπάλους του με κάθε πιθανό τρόπο, με κλειστές ντρίπλες και ανοίγοντας την μπάλα στο γήπεδο, καλπάζοντας με τα κοντά του πόδια πάνω στο χορτάρι. Σούταρε από παντού, με το δεξί και το αριστερό, σαν να είχε προσωπικά με τα δοκάρια ή σαν να ήθελε να δολοφονήσει τον τερματοφύλακα. Έμπαινε σε μονομαχίες με τα… όλα, γούσταρε τα δυνατά τζαρτσαρίσματα, τα εκατέρωθεν χτυπήματα και κυνηγούσε τους αντιπάλους του σαν να του είχαν μόλις βρίσει τη μάνα.
Φάτσα μουτσουνιασμένη, κορμί πάντα έτοιμο να αντιδράσει, πάντα σε θέση μάχης. Οργή, θυμός, αστείρευτη ένταση, ατελείωτα τρεξίματα για κάθε σκοτωμένη μπάλα.
Και όλα αυτά συνδυασμένα με μια ξεχωριστή σχέση με τα δίχτυα, με φονικό ένστικτο, τρομερά χτυπήματα στο τόπι, φανταστική τεχνική. Ήταν απλώς σχεδόν άδικο κάποιος να είναι τόσο καλός με την μπάλα, τόσο γρήγορος, τόσο δυνατός, τόσο, τόσο, τόσο από όλα. Μοναδικός, πάντα νεότερος, πάντα καλύτερος από τους υπολοίπους.
Και πλέον με όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του.
Λίγους μήνες μετά το ντεμπούτο του και το «BBC» τον ανέδειξε αθλητική προσωπικότητα της χρονιάς για το 2002. Όλοι περίμεναν κάθε Κυριακή με περιέργεια και θαυμασμό να δουν τι θα κάνει το παιδί με τα μπλε, έχοντας καθαρά στο κεφάλι τους πως αυτός, ναι, μπορεί να ορίσει μια ολόκληρη αγγλική γενιά, να την οδηγήσει -επιτέλους- σε κάποιον τίτλο. Λίγο μετά ο Γουέιν θα δικαίωνε σε έναν βαθμό την πίστη.
Είχε ήδη γίνει ο νεότερος που παίζει με την Εθνική Αγγλίας στα 17 του, ο νεότερος που σκοράρει με τα «Τρία Λιοντάρια». Και στο πρώτο τουρνουά, το Euro του ’04, μόλις στα 18 του θα κουβαλούσε μια ολόκληρη ομάδα στις πλάτες του, όντας μακράν ο καλύτερός της παίκτης.
Ακόμα κι αν αυτή σταμάτησε στους «8», λίγο πριν τον Αύγουστο που θα του άλλαζε τη ζωή. Η Έβερτον, θορυβημένη από τις δαγκάνες των μεγαλύτερων συλλόγων του Νησιού που ήδη έπαιρναν χαρτάκι προτεραιότητας για να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους, αποφάσισε να προσφέρει στον 18χρονο Ρούνεϊ το πιο ακριβό συμβόλαιο της ιστορίας της.
Μόνο που το παιδί έβλεπε πως μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο κι ένιωθε ήδη έτοιμο για το επόμενο βήμα. Το -ασύλληπτο για την εποχή- ποσό των περίπου 30 εκατ. ευρώ έπεισε τα «Ζαχαρωτά» και ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον είδε το επόμενο κομμάτι του επιθετικού παζλ της δικής του Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να προσγειώνεται μπροστά του.
Πλασέ με το αριστερό, προσποίηση και κεραυνός με το δεξί, πλασέ γεμάτο φάλτσα και πάλι με το δεξί από στημένη μπάλα. Κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει την πρώτη φορά που ο Ρούνεϊ φόρεσε την κόκκινη φανέλα εκείνο το βράδυ που το Old Trafford εξερράγη για χάρη του 18χρονου μετά το χατ τρικ-καλησπέρα του κόντρα στη Φενερμπαχτσέ για το Champions League.
Ήταν αυτό το θράσος, η αλαζονική επίγνωση πως κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ένας αλήτης που στέφεται βασιλιάς και το ζει στο έπακρο. Σφραγίδα από τα πρώτα κιόλας λεπτά του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, οιωνός όλων όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν, όλων των υπόλοιπων δοξασμένων βραδιών και απογευμάτων που θα ζούσε στο ίδιο περιβάλλον.
Το ξεκίνημά του στη νέα του ομάδα ήταν αναμενόμενα εκρηκτικό, όμως το πραγματικό του στέμμα του θα αργούσε να προσγειωθεί στο κεφάλι του. Ίσως γιατί ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον ακόμη προσπαθούσε να περάσει στην επόμενη εποχή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ίσως επειδή έμελλε να πέσει πάνω σε ένα άλλο υπερταλαντούχο παιδί που, όταν επιτάχυνε, δεν επέτρεψε σε κανέναν να του κλέψει τη λάμψη.
Περίπου για τα δύο του πρώτα χρόνια ο Ρούνεϊ ήταν το χρυσό παιδί, είχε όλα τα φώτα πάνω του, όλοι πίστευαν σε εκείνον, σε αυτόν έβλεπαν το μέλλον του συλλόγου, όχι στον Κριστιάνο Ρονάλντο που προσγειώθηκε την ίδια περίοδο στην ομάδα, αλλά ακόμη έψαχνε τα πατήματά του. Μόνο που σιγά-σιγά αυτό άλλαξε. Ο Σερ Άλεξ επιθύμησε να χτίσει ολόκληρη τη νέα έκδοση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πάνω του. Να τονίσει τα δυνατά του στοιχεία και να κρύψει τις αδυναμίες του. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία τόσο για τον Πορτογάλο, ο οποίος πραγματικά εκτοξεύθηκε, όσο και για τους «Κόκκινους Διαβόλους», οι οποίοι έγραψαν μια ακόμα ακραία επιτυχημένη σελίδα στο βιβλίο των χρονικών τους.
Μα το άλλοτε υποσχόμενο golden boy, ο Γουέιν, φόρεσε το κοστούμι της παράπλευρης απώλειας. Με αλτρουισμό και αυτοθυσία. Γιατί αυτός ήταν πάντα εκεί.
Έφυγε από κεντρικά, ακροβολίστηκε, χρειάστηκε να αναλωθεί πολύ περισσότερο ανασταλτικά και να καλύψει το κενό του Κριστιάνο. Και το έκανε πιστά, με αμέτρητα τρεξίματα και άπειρη επιμονή, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν ήταν στα γκολ και τη δημιουργία. Απλώς σταδιακά, όσο ο Ρονάλντο μετατρεπόταν σε «CR7», ο Γουέιν αναγκαζόταν να παρεκκλίνει από όσα πραγματικά θα μπορούσε να γίνει, βάζοντας πάντα την κόκκινη φανέλα πάνω από τον δικό του εγωισμό.
Η Γιουνάιτεντ τα σάρωσε όλα, το ίδιο και ο Ρούνεϊ, ακόμα και από τον όχι απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο που φαινόταν μοιραίο να κάνει δικό του. Μα ακόμη ο Γουέιν προσπαθούσε να ακολουθήσει τις προσδοκίες που βάραιναν τους ώμους του, προσπαθούσε να γίνει το κτήνος που είχε υποσχεθεί πως θα γίνει.
Και τα κατάφερε. Έστω και για λίγο. Οι χρονιές μετά την αποχώρηση του Κριστιάνο για τη Ρεάλ ήταν πιθανότατα οι καλύτερες της καριέρας του, ακόμα κι αν οι «Κόκκινοι Διάβολοι» δεν έδειχναν τόσο λαμπεροί όσο τα προηγούμενα χρόνια, τόσο ικανοί να κατακτήσουν κάθε κορυφή. Και ο Γουέιν καταδικάστηκε να αγγίξει πιο πολύ από ποτέ το potential του σε μια Γιουνάιτεντ που δυσκολευόταν να πρωταγωνιστήσει.
Η κλεψύδρα του Σερ Άλεξ στην άκρη του πάγκου της ομάδας άδειαζε, η δυναστεία της Μάντσεστερ Σίτι άρχισε να παίρνει μορφή και ο Ρούνεϊ ήταν εκεί. Πιθανότατα καλύτερος από ποτέ, αλλά χωρίς αξία για τα μάτια που τον έβλεπαν, γιατί οι τίτλοι λιγόστευαν, η κυριαρχία έδειχνε αποδυναμωμένη. Πυροβολούσε δίχως να σταματά, σκόραρε ασύλληπτα τέρματα, όπως το αξέχαστο γυριστό απέναντι στη Σίτι, δημιουργούσε, ηγείτο.
Μα τα πάντα έδειχναν να χαραμίζονται στη σταδιακή παρακμή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Και η κατηφόρα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο ούτε τον ίδιο φυσικά. Πόσο να μείνει στην κορυφή μόνος του; Ο Σερ Άλεξ αποχαιρέτησε και οι «Κόκκινοι Διάβολοι» έχασαν την απόλυτη πυξίδα τους, όπως και ο Γουέιν άρχισε να χάνει την εκρηκτικότητά του, την έντασή του.
Δεν σταμάτησε ποτέ να τα δίνει όλα πάντως, το πάθος του δεν το έχασε ποτέ. Οπισθοχώρησε, έπαιζε ως χαφ πλέον και όχι ως φορ, κι ακόμα κι έτσι έκανε τη διαφορά. Ακόμα και μετά τα όσα χρειάστηκε να ακούσει. Τόσο για την κατηφόρα της Γιουνάιτεντ όσο και για αυτή της Εθνικής Αγγλίας, με τα media του Νησιού να εμφανίζονται πιο ανθρωποφάγα από ποτέ.
«Αν θέλουμε μασκότ, την έχουμε ήδη, είναι εκεί, ο Γουέιν Ρούνεϊ. Δεν χρειάζεται καν κοστούμι. Τώρα βγαίνει ο γορίλας». Μια μόνο από τις αμέτρητες φράσεις που χρειάστηκε να κουβαλήσει μέσα του, ειδικά μετά το Μουντιάλ του 2010.
Σκάνδαλα με γυναίκες, αλκοόλ, πάρτι, κούρσες αλά Fast and Furius. Ο Ρούνεϊ δεν ήταν ποτέ το πιο ήσυχο παιδί, δεν ήταν ποτέ τέλειος, ούτε μέσα στο γήπεδο και κυρίως ούτε έξω από αυτό. Μα στην τεράστια προσωπικότητά του, στην απίστευτη φήμη του, βρήκαν… ψαχνό για θεαματικότητα και δημιούργησαν τέρατα από μικρά πράγματα. Τέρατα που για καιρό καταβρόχθιζαν την ψυχή του Γουέιν.
«Είχα κάνει πολλά λάθη, όταν ήμουν μικρότερος. Για μένα, το να διαχειριστώ όλη αυτήν την κατάσταση, ό,τι έβλεπα στις εφημερίδες, την καριέρα μου και την οικογένειά μου, ήταν πολύ δύσκολο. Υπήρχαν φορές που έκανα ένα διάλειμμα από το ποδόσφαιρο και απλώς κλειδωνόμουν σε ένα μέρος και έπινα για να τα βγάλω όλα από το κεφάλι μου.
Το πρόβλημα ήταν όλο αυτό που συνέβαινε στο κεφάλι μου. Τώρα είναι πιο εύκολο να μιλήσεις για κάτι τέτοιο. Τότε δεν μπορούσα να πάω στο αποδυτήρια και να πω πώς νιώθω, δεν μπορούσες να το κάνεις αυτό. Απλώς υπέφερες εσωτερικά, αντί να τα βγάλεις όλα από μέσα σου.
Έπρεπε να βρεις έναν τρόπο να το αντιμετωπίσεις μόνος σου με τον εαυτό σου», ομολόγησε αργότερα, σχετικά με όλους τους δαίμονες που δεν τον άφησαν στιγμή ήσυχο κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
Μιας καριέρας που τον είδε να εκρήγνυται από νωρίς στην Έβερτον, να μένει σταθερά στο υψηλότερο επίπεδο με μια από τις καλύτερες ομάδες του 21ου αιώνα κι έπειτα να κατηφορίζει. Να επιστρέφει στην Έβερτον, να πηγαίνει στην Αμερική, να βάζει τέλος στην Championship.
Και μιας καριέρας που με τρελό τρόπο τον είδε να ακροβατεί στην αντίληψη των ποδοσφαιρόφιλων. Θρύλος ή κάποιος που δεν έγινε ποτέ όσα μπορούσε να γίνει;
Μα αλήθεια, πόσο αχάριστο; Τι σημασία έχει;
Είναι ο Γουέιν Ρούνεϊ, διάολε. Ένα κτήνος. Ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, για χρόνια πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Αγγλίας. Ηγέτης, αλήτης, ακραία αλτρουιστής.
Κάποιος ανθρώπινος που πέτυχε τόσα στην εποχή των θεών, του Μέσι και του Κριστιάνο. Που είδε τα πράγματα να μην του κάθονται όπως θα ήθελε, που δεν μπόρεσε να βρει ποτέ στην πραγματικότητα τις καλύτερες συνθήκες απογείωσης κι όμως κατάφερε να πετάξει.
Και όλα αυτά, για να ακούσει πως «δεν δραπέτευσε ποτέ από το παρελθόν του» ή πως υπήρξε «θύμα της δικής του επιτυχίας».
Ε όχι… Μάλλον ένας ασύλληπτος, ακραία επιτυχημένος ποδοσφαιριστής, ένα αληθινό είδωλο των ’00s, το οποίο βρέθηκε παγιδευμένο στα παρανοϊκά δεσμά που του φόρεσαν, να κουβαλά την ταμπέλα του ανολοκλήρωτου, όταν ο ίδιος όχι απλώς ολοκληρώθηκε με τον δικό του τρόπου αλλά έγινε και κάτι τόσο σπουδαίο.
Ο σπουδαίος Γουέιν Ρούνεϊ.