Μπορεί το όνομά του να είναι άγνωστο στο ευρύ ποδοσφαιρικό κοινό, αλλά όσοι τον πρόλαβαν έχουν να το λένε για τον σκληροτράχηλο (πλην τεχνίτη) αμυντικό: Δίχως υπερβολή (και έχοντας ν’ ανταγωνιστεί σπουδαία ονόματα της εποχής), υπήρξε ένας από τους καλύτερους μπακ της δεκαετίας του ’70!
Δυνατός, γρήγορος και με τη χαίτη ν’ ανεμίζει όταν ανεβοκατέβαινε σαν έμβολο την πλευρά, ο Ρέλλης δεν σπουδαιολογήθηκε από τον Παναθηναϊκό. Παρόλο που ξεκίνησε από τα δικά του εφηβικά τμήματα, μετακόμισε το 1967 στον Φωστήρα. Και επιστρέφοντας τρία χρόνια αργότερα από έναν δανεισμό του στον Αστέρα Ζωγράφου (ακριβώς την εποχή που επέστρεφε και η ομάδα του Ταύρου στην Α’ Εθνική) βρήκε το πεδίο να λάμψει…

Ενδεικτικό του ταλέντου του Ρέλλη ήταν ότι παρόλο που αγωνιζόταν στον Φωστήρα, χρίστηκε και δυο φορές διεθνής. Έπαιξε με την ελληνική Ολυμπιακή ομάδα, όταν εκείνη αντιμετώπισε την Ανατολική Γερμανία για το προολυμπιακό τουρνουά του 1968. Για εκείνο που ξεχώρισε όμως ήταν η τετραετία 1970-1974: Τότε που ως βασικός και αναντικατάστατος στον Φωστήρα έκανε παπάδες. Πραγματοποίησε τις περισσότερες από τις συνολικά 195 συμμετοχές του (με 7 γκολ) στην Α’ Εθνική.
Τι κι αν δεν κατάφερε λοιπόν να φορέσει τη φανέλα μιας μεγάλης ομάδας (παρόλο που κατά πολλούς το άξιζε); Τι κι αν μπόρεσε ν’ αγωνιστεί μονάχα σε Πανιώνιο, ΟΦΗ (και για λίγο στον Ηρόδοτο) πριν κλείσει την καριέρα του; Είχε να επιδείξει κάτι που ελάχιστοι παίκτες κατάφεραν παγκοσμίως και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Γιατί (προς επιβεβαίωση της αξίας του που δεν εκτίμησαν οι ομάδες του ΠΟΚ) το 1975 κλήθηκε ως guest player στη New York Cosmos. Και στην τουρνέ που έκανε ο σύλλογος των ΗΠΑ σε Ευρώπη και Καραϊβική αγωνίστηκε μαζί με τον εμβληματικό Πελέ! Όχι μάλιστα «ψαρωμένος», αλλά σαν ισότιμος του «μαύρου διαμαντιού», όπως μαρτυρά το αγέρωχο (και… αχάμπαρο) ύφος του φορώντας τη φανέλα με το νούμερο «5» στο σχετικό ιστορικό ντοκουμέντο!
