Η νέα επιστολή και τα δεδομένα με την αστυνόμευση του Ομόνοια-Πάφος
Η Αστυνομία με επιστολή της εγείρει θέμα ασφαλείας του ΓΣΠ ενόψει του αγώνα Ομόνοια-Πάφος για το Conference League, όπως είχε κάνει και πριν τον αγώνα ΑΠΟΕΛ-Απόλλωνα.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Το καλοκαίρι του 1984, στον απόηχο της κατάκτησης του πρώτου πρωταθλήματος (και νταμπλ) από το 1977, οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού απέκτησαν δύο σημαντικούς λόγους για να διατηρηθούν σε πελάγη ευτυχίας. Δημήτρης Σαραβάκος και Βέλιμιρ Ζάετς. Δύο παικταράδες που φόρεσαν τα πράσινα και έκαναν το ΟΑΚΑ να φαντάζει μικρό.
Η διοίκηση του «τριφυλλιού», με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη στον προεδρικό θώκο, ήθελε να ανεβάσει επίπεδο τον σύλλογο κατά την αποχώρησή του από το «Απ. Νικολαΐδης». Ανάμεσα στις δύο έδρες υπήρχε διαφορά περίπου… 50.000 θέσεων. Τελικά τα επόμενα χρόνια ήταν πάρα πολλές οι φορές που το στάδιο γέμισε ασφυκτικά.
Ο Ζάετς ήταν βασικό στέλεχος της εθνικής Γιουγκοσλαβίας, με την οποία είχε λάβει μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1982 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1984, φορώντας μάλιστα το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Είχε σημαντική συμβολή στο πρώτο πρωτάθλημα της Ντίναμο Ζάγκρεμπ (1982), έπειτα από 24 ολόκληρα χρόνια, ενώ με τη φανέλα της κατέκτησε ακόμη δύο Κύπελλα (1980, 1983).
Τότε, αγωνιζόταν ως λίμπερο ή κεντρικός αμυντικός. Πάντα ήρεμος, ψύχραιμος, με αυτοπεποίθηση. Ήλεγχε την μπάλα με δεξιοτεχνία και κομψότητα. Στην ιστορία έμειναν τα σλάλομ του ανάμεσα στους αντιπάλους.
Ο «Ζέκο» είχε κερδίσει τον σεβασμό «εχθρών» και φίλων. Δεν ήταν τυχαίο ότι διετέλεσε αρχηγός της Γιουγκοσλαβίας παρά το γεγονός ότι αγωνιζόταν στην κροατική Ντίναμο. Σχεδόν πάντα το περιβραχιόνιο ανήκε σε ποδοσφαιριστές που είχαν σερβική καταγωγή.
Πράγματι ο Παναθηναϊκός ανέβηκε επίπεδο το καλοκαίρι του 1984. Την πρώτη σεζόν το κλαμπ έφτασε μια ανάσα από τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και ένα από τα μεγαλύτερα “what if” αν μετρούσε το κανονικό γκολ του Χουάν Ραμόν Ρότσα στον ημιτελικό του «Άνφιλντ» κόντρα στη θρυλική Λίβερπουλ. Τη δεύτερη ήρθε το νταμπλ και, μάλιστα, με το εμφατικό 4-0 επί του Ολυμπιακού στον τελικό Κυπέλλου. Την τρίτη δεν υπήρξαν επιτυχίες.
Ο Ζάετς διένυε την τέταρτη περίοδο στην Ελλάδα, όταν στις 18 Οκτωβρίου 1987 οι «πράσινοι» τέθηκαν αντιμέτωποι με τον Ηρακλή στο Καυτανζόγλειο για την 5η αγωνιστική της Α’ Εθνικής.
Μόλις στο 2ο λεπτό, ο Κροάτης έγινε αποδέκτης της μπάλας πίσω από το κέντρο του γηπέδου. Ήταν δηλαδή παντελώς ακίνδυνος. Οι παίκτες έκαναν τις πρώτες, αναγνωριστικές πάσες τους. Εντελώς ξαφνικά ο Γιώργος Παπαδόπουλος έπεσε πάνω του με ένα δολοφονικό τάκλιν, το οποίο προφανώς στις μέρες μας θα σήμαινε αυτομάτως κόκκινη κάρτα και βαριά τιμωρία.
Κάταγμα περόνης, ήταν το αποτέλεσμα των εξετάσεων. Ο αμυντικός των γηπεδούχων, όμως, δεν δέχθηκε ούτε κίτρινη από τον διαιτητή Θεόδωρο Κεφαλά! Μία από τις πιο εξωφρενικές στιγμές του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Οι «πράσινοι» θεώρησαν ότι δεν έγινε τυχαία αυτό το τάκλιν. Πίστεψαν ότι ο Νίκος Αλέφαντος, «ερυθρόλευκων» αισθημάτων, τότε προπονητής του Ηρακλή, ήταν ο ηθικός αυτουργός. Ο Ρότσα τον κατηγόρησε ανοικτά στη συνέντευξη που έδωσε με αφορμή τη βιογραφία του Ζάετς.
Ο μακαρίτης το είχε αρνηθεί ρητά, ομοίως και ο Παπαδόπουλος. Ποια είναι η αλήθεια; Ότι ο Κροάτης δεν επανήλθε ποτέ στα πραγματικά του standards.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1988, κατά μία διαβολική σύμπτωση, ο μεσοαμυντικός με το απαράμιλλο αρχοντικό στυλ ξαναπάτησε χορτάρι για το ματς του β’ γύρου απέναντι στον Ηρακλή και, μάλιστα, άνοιξε το σκορ.
Μια εβδομάδα αργότερα βρήκε δίχτυα στο βαρύ 4-1 της Τούμπας επί του ΠΑΟΚ, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό θα είναι το τελευταίο γκολ της καριέρας του.
Ο Ζάετς έπαιξε σε άλλα 8 ματς μέχρι το τέλος της σεζόν, συμπεριλαμβανομένου του νικητήριου τελικού Κυπέλλου Ελλάδας κόντρα στον Ολυμπιακό, καθώς και των προημιτελικών του Κυπέλλου UEFΑ απέναντι στην Μπριζ.
Στα 32 του χρόνια, ο Κροάτης άσος δεν ανανέωσε το συμβόλαιό του με τον Παναθηναϊκό και επέστρεψε στην αγαπημένη του Ντίναμο. Οι πόνοι δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Μοιραία, το καλοκαίρι του 1988 έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί από τη δράση. Για ένα δολοφονικό τάκλιν, οι φίλαθλοι στερήθηκαν έναν τέτοιο παικταρά.
Μια εννιαετία αργότερα γύρισε στην Παιανία για να κοουτσάρει το «τριφύλλι», ωστόσο δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να επαναλάβει τις επιτυχίες που είχε γνωρίσει ως ποδοσφαιριστής.