Ποινή κεκλεισμένων στον Απόλλωνα και απαγόρευση μετακίνησης (Αποφάσεις Αθλητικού Δικαστή)
Η ΚΟΠ δημοσίευσε τις αποφάσεις του Αθλητικού δικαστή
Ακολουθήστε μας στο Google news
«Πρέπει να σταματήσεις να παίζεις. Τα πνευμόνια σου δεν θ’ αντέξουν», έλεγε η ιατρική διάγνωση. «Και τι να την κάνω τη ζωή χωρίς τον Ολυμπιακό» ήταν ο αντίλογος. Άλλωστε ποτέ δεν άκουσε τη συγκεκριμένη επιστήμη, όσο κοντά κι’ αν έφτασε στο να την υπηρετήσει. Για κάποιον μπορεί τα λόγια αυτά να τον συνέτιζαν, να τον έκαναν να αναθεωρήσει και να βάλει προτεραιότητες. Για τον «Αττίλιο» όμως δεν υπήρχε λόγος σκέψης. Δεν είχε κάτι να αναλογιστεί. Ο Ολυμπιακός ήταν το… οξυγόνο που τον έζησε 52 χρόνια και η τρέλα του για αυτόν, που του πήρε άλλα τόσα.
Είδε το πρώτο φως της ημέρας στα «μαύρα» χρόνια της κατεχόμενης ναζιστικής Αθήνας. Παρόλο που τότε οι (χωρο)ταξικές διαφορές ήταν πολύ πιο έντονες, εκείνος αγάπησε κατευθείαν το… κόκκινο χρώμα. Η κλίση του στα μαθήματα του σχολείου και οι στερήσεις των δικών του σε μια δύσκολη εποχή για την πλειονότητα του ελληνικού λαού, «έπιασαν τόπο» αφού ο Βασίλης Δουρίδας πέρασε στην ιατρική σχολή Αθηνών.
Παρά τα όσα ενδιαφέροντα μάθαινε κατά τη διάρκεια των σπουδών του, η μόνιμη σκέψη του ήταν πως θα εξασφαλίσει το ανάλογο αντίτιμο για να μπορέσει να βρίσκεται κάθε Κυριακή στο «δεύτερο σπίτι» του, το Γεώργιος Καραϊσκάκης. Κάπως έτσι και μη θέλοντας να ζει άλλο με τη σκέψη πως ίσως δεν τα καταφέρει να βρει εισιτήριο, παράτησε την ιατρική στο 4ο έτος για να δουλέψει και αφιέρωσε το υπόλοιπο του βίου του στη μεγάλη του αγάπη, τον Ολυμπιακό.
Τα πρώτα χρόνια, ο Βασίλης Δουρίδας ήταν ένας από τους αρκετούς που αγαπούσαν παθολογικά την ομάδα τους. Ωστόσο με το πέρασμα των χρόνων αυτή η σπίθα δεν έσβησε αλλά φούντωνε όλο και περισσότερο. Έτσι, μια μέρα αποφάσισε να πάρει μαζί του στο γήπεδο μία σάλπιγγα για να δώσει ακόμα μεγαλύτερη ώθηση και ρυθμό στην «ερυθρόλευκη» κερκίδα. Αυτό ήταν. Δεν την άφησε ποτέ ξανά από το χέρι του και έγινε κατευθείαν σήμα κατατεθέν του.
Το πάθος του και η ενέργειά του δεν συνάδανε με την… ηρεμία της θύρας 10 που βρισκόταν μέχρι τότε και ένα μεσημέρι πήρε την τρομπέτα του, την παρέα του και μετακόμισαν λίγο παραπέρα, στην θύρα 12+1 (για ευνόητους λόγους οι παλιοί δεν ήθελαν ούτε να ξεστομίσουν τον αριθμό που ήταν συνυφασμένος με τον άσπονδο εχθρό τους).
Ο «πυρήνας» των φίλων του Ολυμπιακού που μοιράζονταν όλοι την ίδια αγάπη ολοένα και αυξανόταν, με το πάρτι στις κερκίδες να είναι πλέον καθιερωμένο. Και έτσι όπως μαζεύονταν, είπαν να πάρουν την «ερυθρόλευκη» διάθεσή τους και να πάνε να σμίξουν με τους άλλους ένθερμους Πειραιώτες, στη Θύρα 7. Από εκείνη την ημέρα και μετά δεν μετακινήθηκε ξανά ο Βασίλης. «Ρίζωσε» εκεί και έδινε το δικό του, ιδιαίτερο παλμό με τα σαλπίσματά του.
Στα σκαλιά αυτής άλλωστε, λέγεται πως του δόθηκε και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παρατσούκλια στην ιστορία των «παρατρεχάμενων» των ελληνικού αθλητισμού, το οποίο τον ακολούθησε στο υπόλοιπο της ζωής του. Ένα μεσημέρι λοιπόν, μπήκε κάπως φουριόζος στην κερκίδα για να γίνει ένα με τους υπόλοιπους και άθελά του έπεσε πάνω σε κάποιον άλλο οπαδό. Το… εκτόπισμα του Βασίλη Δουρίδα βέβαια ήταν τέτοιο που η «καραμπόλα» δεν σταμάτησε εκεί, αφού ο «ενδιάμεσος κρίκος» έπεσε πάνω σε άλλους. Τότε ένας από αυτούς είπε στον βιαστικό Βασίλη: «Σιγά ρε φίλε! Ποιος είσαι; Ο Αττίλιο (γνωστός Ασιάτης παλαιστής της εποχής);» Αυτό ήταν! Το παρατσούκλι του «κόλλησε» και όλοι τον αποκαλούσαν έτσι από τότε και στο εξής.
Αγώνας του Ολυμπιακού χωρίς τον «Αττίλιο» δεν υπήρχε αφού ακολουθούσε την ομάδα όπου κι’ αν έπαιζε. Είχε γίνει μία αναγνωρίσιμη από όλους μορφή. Το σάλπισμά του έδινε το ρυθμό και αποτελούσε το έναυσμα για να ενώσουν όλοι τις φωνές τους, να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να χτυπήσουν παλαμάκια στο γνωστό τέμπο. Ο «Αττίλιο» μπροστά και όλοι οι άλλοι από πίσω: «Ο-λυ-μπι-α-κός, Ο-λυ-μπι-α-κός»!
Υπήρχαν βέβαια και τα μελανά σημεία του αφηγήματος αφού και ο ίδιος δε δίστασε να τα βάλει με… κόσμο και κοσμάκη για ότι πολυτιμότερο είχε στη ζωή. Τον Απρίλη του 1972 και μετά το τέλος του αγώνα με τον Ολυμπιακό Βόλου, συνελήφθη υπό το χουντικό καθεστώς «δια διέγερσιν εις απείθειαν», ή απλούστερα επειδή υποκινούσε τους υπολοίπους να μην ακολουθήσουν την εντολή των οργάνων για να εκκενωθεί ο χώρος έξω από τη θύρα 1. Το τριμελές πλημμελειοδικείο του Πειραιά τον καταδίκασε σε 4 μήνες φυλάκιση με αναστολή, με τον ίδιο να ασκεί έφεση και με την αρωγή του δικηγόρου του Νίκου Γουλανδρή και κερδίζει την ελευθερία του.
Λίγα χρόνια αργότερα συνέβη και αυτό που φαινόταν αδιανόητο. Ο «Αττίλιο» ήρθε σε ρήξη με την τότε διοίκηση του Ολυμπιακού γιατί θεωρούσε πως αδικούταν και έτσι πήρε την… τρομπέτα του και άλλαξε πειραϊκό στρατόπεδο. Στον Εθνικό όμως δεν έγινε αποδεκτός με «ανοιχτές αγκάλες» και σύντομα γύρισε στα γνώριμα λημέρια. Η «ερυθρόλευκη» κερκίδα δεν του κράτησε κακία γνωρίζοντας τα βαθιά του αισθήματα για τον Ολυμπιακό και συνέχισε να κάνει αυτό που μόνο εκείνος ήξερε τόσο καλά. Να οργανώνει μαεστρικά την… κόκκινη κερκίδα.
Από τον αθλητισμό όμως δεν έλειπε δυστυχώς ποτέ η οπαδική βία ακόμα ούτε οι ανεγκέφαλοι, ακόμα και σε βάρος εκείνων που τους ενδιάφεραν μονάχα τα του οίκου τους. Ο «Αττίλιο» λοιπόν έφαγε και… ξύλο είτε από οπαδούς άλλων ομάδων σε εμπλοκές είτε ακόμα και από «ανθρώπους» του Ολυμπιακού. Τι ανθρώπους δηλαδή, τους λεγόμενους «φουσκωτούς» που είχαν πάρει εντολή από τον πρόεδρο τότε, Σαλιαρέλη, να τον χτυπήσουν. Εκείνον και άλλους λίγους ακόμα που πήγαν στα γραφεία της ΠΑΕ για να δείξουν τον προβληματισμό τους και να διαμαρτυρηθούν για την κάκιστη εικόνα της ομάδας στο αγωνιστικό σκέλος.
Ο «Αττίλιο» μεγάλωνε και δεν είχε πια τις ίδιες αντοχές. Τα πνευμόνια του ήταν επιβαρυμένα και η οδηγία ήταν σαφής. Να αφήσει τη ζωή που έκανε αν θέλει να ζήσει περισσότερο. Για τον Βασίλη Δουρίδα όμως δεν υπήρχε ζωή χωρίς τον Ολυμπιακό. «Ο Θεός να μου κόβει μέρες και να τις δίνει στον Ολυμπιακό» έλεγε και συνέχισε να δίνει βροντερό «παρών» όπου έπαιζε ο… δαφνοστεφανομένος έφηβος, πλάι και στον ερασιτέχνη. Ήταν εκεί στο αγαπημένο του βόλεϊ, το μπάσκετ, το πόλο και άλλα αθλήματα.
Οι νουθεσίες των γιατρών δεν εφαρμόστηκαν ποτέ και έτσι το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου 1994, η «θρυλική» τρομπέτα δεν ήχησε ποτέ ξανά. Το οίδημα στους πνεύμονες στέρησε από την «ερυθρόλευκη» οικογένεια έναν αυθεντικό συνοδοιπόρο της. Έναν άνθρωπο που βρισκόταν πάντα δίπλα της και έχει συνδυάσει το όνομά του με την ιστορία του οργανισμού. Μπορεί η σάλπιγγα του «Αττίλιο» να σίγησε μια για πάντα για εμάς εδώ, όμως κάπως, με κάποιο τρόπο, από κάποια γωνία παρακολουθεί και δίνει το έναυσμα, τον ρυθμό για να φωνάξουν οι νεότεροι πλέον για τον Ολυμπιακό του.
www.bnsports.gr