Σωφρόνης καλεί.... ΦΑΜΠΙΑΝΟ!
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός θέλει τον Φαμπι στην Εθνική
Ακολουθήστε μας στο Google news
Θα το ξεκαθαρίσω από την αρχή: Η μνήμη του Παύλου Γιαννακόπουλου δεν χρειάζεται λιβάνισμα και αγιαστούρες. Παραμένει ολοζώντανη, ακόμα και σήμερα, ακόμα και χωρίς «τεχνικά μέσα», ακόμα και χωρίς την ύπαρξη του τουρνουά που φέρει το όνομά του και διεξάγεται απόψε στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Το διαπιστώνει κανείς με το που ακούγεται το όνομά του είτε μέσα σ’ ένα γήπεδο, είτε έξω από αυτό, είτε ακόμα και σε μια παρέα, ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων.
Το κείμενο αυτό, λοιπόν, δεν έχει σκοπό (πάλι) να εκθειάσει τον Παύλο Γιαννακόπουλο. Έχουν γραφτεί χιλιάδες τέτοια, μάλιστα από ανθρώπους που τον έζησαν πολύ πιο κοντά, για περισσότερα χρόνια, ήταν κοντά του σε περισσότερες χαρές και λύπες, δάκρυσαν από χαρά και πικράθηκαν τις ίδιες στιγμές.
Τολμώ να καταθέσω, όμως, ότι διατηρώ ένα παράξενο «προνόμιο»: Έζησα από κοντά, για χρόνια, την καθημερινότητα του Παύλου Γιαννακόπουλου όντας δηλωμένος… γάβρος! Πρέπει να ήμουν από τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός, που ανέλαβα το ρεπορτάζ του μπασκετικού Παναθηναϊκού την εποχή που ξεδίπλωνε τα φτερά του (από τις αρχές ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990) ενώ όλοι στην δημοσιογραφική «πιάτσα» γνώριζαν ποια ομάδα υποστηρίζω.
Η πρώτη «επίσημη» γνωριμία με τον Παύλο Γιαννακόπουλο έγινε μέσω του Τάσου Στεφάνου, ενός από τους πιο «ευπατρίδες» παράγοντες που πέρασαν ποτέ από το ελληνικό μπάσκετ. Είχα θεωρήσει σωστό να τον ενημερώσω πρώτα αυτόν για τα «ολυμπιακά» μου αισθήματα, στην πρώτη μας τηλεφωνική επαφή μάλιστα, και θυμάμαι ακόμα την απάντησή του: «Και γιατί το λες αυτό μ’ αυτό τον τρόπο; Να είσαι περήφανος για την ομάδα σου. Εμάς δεν μας ενδιαφέρουν αυτά. Καλό ρεπορτάζ να κάνεις, να γράφεις την αλήθεια, δεν έχει σημασία τίποτε άλλο».
Όταν με πήρε, λοιπόν, από το χέρι για να πάμε μαζί στη ΒΙΑΝΕΞ να με «παρουσιάσει» στον κύριο Παύλο, τη στιγμή που περιμέναμε πριν μπούμε μέσα στο μεγάλο γραφείο, μου το είπε: «Λοιπόν, να του πεις ότι είσαι ολυμπιακάκιας». Όπως έμαθα αργότερα, βέβαια, τον είχε… ενημερώσει, κι αυτό μου το είπε για να γίνει η σχετική πλάκα.
«Κύριε Παύλο, πριν αρχίσουμε, να σας ξεκαθαρίσω ότι είμαι ολυμπιακών αισθημάτων». Έκανε ότι γούρλωνε τα μάτια του και είπε «Ολυμπιακός είσαι; Αλήθεια; Μπράβο παιδί μου, παιδί μου. Ε, τότε θα συμφωνήσουμε κάτι. Κάθε φορά που θα νικάει ο Παναθηναϊκός τον Ολυμπιακό ή άλλη ομάδα, θα με παίρνεις τηλέφωνο να μου λες συγχαρητήρια. Από εσένα θα έχει άλλη σημασία»! Και μετά έσκασαν και οι δύο στα γέλια, Γιαννακόπουλος και Στεφάνου.
(Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσω ότι η διευκρίνιση αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από απαραίτητη, καθώς οι πρώτες πληροφορίες στο πράσινο στρατόπεδο για τις πεποιθήσεις μου με εμφάνιζαν ως άρρωστο βάζελο! Η συχνή μου παρουσία στον «Τάφο του Ινδού» στα ματς της παιδικής και εφηβικής ομάδας του Παναθηναϊκού (οι αναπτυξιακές ηλικίες ήταν από τότε στα τοπ ενδιαφέροντα) είχαν πείσει τον τότε έφορο του Παναθηναϊκού Παυλιτζόγλου ότι… έβλεπα τριφύλλι και δάκρυζα! Σ’ ένα τέτοιο ματς, μάλιστα, γνωρίστηκα με τον μετέπειτα κορυφαίο διοικητικό παράγοντα του Παναθηναϊκού Μάνο Παπαδόπουλο).
Επιστρέφουμε στα γραφεία του Παναθηναϊκού. Αποφάσισα τότε να εκμεταλλευθώ την ευκαιρία. «Εγώ να σας παίρνω, σύμφωνοι, αλλά θα πρέπει να μου δώσετε το τηλέφωνό σας». Άμεση ήταν η απάντησή του. «Φυσικά, σημείωσέ το: 803…». Απευθείας το τηλέφωνο του σπιτιού του. Τι τύχη! Αυτό σκέφτηκα τότε. Φυσικά πέρασαν μόνο λίγες μέρες μέχρι να διαπιστώσω ότι ΟΛΟΙ ανεξαιρέτως οι ρεπόρτερ του Παναθηναϊκού στις εφημερίδες το είχαν το τηλέφωνό του. Και τον έπαιρναν σχεδόν καθημερινά, για να συζητήσουν, να διασταυρώσουν, να καλαμπουρίσουν. Ελάχιστες φορές, μάλιστα, δεν το σήκωνε ο ίδιος. Σε μια εποχή που τα κινητά τηλέφωνα ήταν είτε ανύπαρκτα, είτε πρώιμα.
Το ρεπορτάζ τότε ήταν κάτι πολύ απαιτητικό. Ειδικά, νομίζω, για μια εφημερίδα όπως ο «ΦΙΛΑΘΛΟΣ», στον οποίο εργαζόμουν τότε, φτιαγμένη έτσι ώστε να μην χαρίζει κάστανα σε κανέναν. Αν έγραφες μόνο τα «καλά», ήσουν αποτυχημένος. Γινόταν καθημερινή προσπάθεια για να γράψεις μια λεπτομέρεια παραπάνω, έστω μια «βούλα» (έτσι λέγεται στην δημοσιογραφική διάλεκτο των εφημεριδάδων η είδηση δευτερεύουσας σημασίας, που προστίθεται κάτω από το ρεπορτάζ χωρίς τίτλο και αρχίζει με ένα μαύρο στρογγυλό σημάδι).
Τα επόμενα χρόνια, λοιπόν, ήταν μοιραίο η σχέση αυτή να βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Από τη μία, να είσαι συνεπής στο μαχητικό ρεπορτάζ, να κάνεις σκληρή κριτική στις ήττες, να αποκαλύπτεις τραυματισμούς που ήταν σοβαρότεροι απ’ όσο είχε εκτιμηθεί, να ανιχνεύεις προβλήματα σε προσωπικές σχέσεις μεταξύ συγκεκριμένων παικτών μεταξύ τους ή με τον (εκάστοτε) προπονητή, να αποκαθιστάς αδικίες του στυλ να δίνεται από το ρεπορτάζ ότι συγκεκριμένος παίκτης είναι τραυματίας γι’ αυτό και εκτός αποστολής, ενώ ο ίδιος ο παίκτης ισχυριζόταν ότι είναι 100% καλά.
Και το πιο δύσκολο απ’ όλα: Να μαθαίνεις (από καθαρή τύχη, είναι αλήθεια) ότι κορυφαίος Αμερικανός παίκτης πλακώθηκε με τον Σέρβο προπονητή του κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης, επειδή ο προπονητής δεν άφηνε τη γυναίκα του παίκτη να παρακολουθήσει μια πρωινή προπόνηση για να περάσει η ώρα της, καθώς μετά θα έπρεπε να πάνε για να διαλέξουν έπιπλα στο νέο τους σπίτι στην Αθήνα.
Τα τηλέφωνα στο γραφείο (και το σπίτι, τα βράδια, πριν κλείσει το ρεπορτάζ) ήταν καθημερινά. Οφείλω να το καταθέσω: ΠΟΤΕ δεν μου είπε να μην γράψω κάτι. Τις περισσότερες φορές, όταν μάθαινα κάτι και του το έλεγα για να διαψεύσει, άλλαζε κουβέντα. Ήταν κάτι σαν προσωπικός κώδικας. Ότι δεν το αρνούνταν. Ότι ήταν αλήθεια.
Δύο φορές, κι αυτό οφείλω να το καταθέσω, τον πίστεψα. Έμαθα κάποια περιστατικά, μου μεταφέρθηκαν πολύ πιο υπερβολικά απ’ όσο ήταν, και μου ορκίστηκε ότι η υπερβολή αυτή ήταν ψεύτικη. «Δεν έγινε έτσι παιδί μου, παιδί μου. Γράψε ό,τι θέλεις, αλλά να ξέρεις ότι αυτό είναι ψέμα». Δεν το έγραψα όπως το’ χα μάθει. Ακολούθησα τη δική του εκδοχή. Αποδείχτηκε ότι έλεγε αλήθεια. Με προστάτεψε.
Μόνο μια φορά θυμάμαι να αναίρεσε δήλωσή του. Ήταν μετά από μια εκτός έδρας ήττα (από την πορτογαλική Μπενφίκα) για το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Όταν την επόμενη ημέρα που επιστρέψαμε στην Αθήνα του τηλεφώνησα, κατάλαβα ότι του είχε στοιχίσει πολύ. «Θα τους διώξω όλους και θα πάρω δέκα ξένους», είπε. Αργότερα, μέσα στην ημέρα, το μετάνιωσε. Δεν γνωρίζω αν το’ χε πει και σε άλλους συναδέλφους. Μου τηλεφώνησε προσωπικά για να μου ζητήσει να αποσύρω τη δήλωση. Τον παρέπεμψα στον διευθυντή, επειδή το ρεπορτάζ από εμένα είχε ήδη φύγει. Τελικά η δήλωση δεν δημοσιεύτηκε.
Μετά από μεγάλες νίκες του Παναθηναϊκού, ειδικά ευρωπαϊκές, αλλά κι εναντίον του Ολυμπιακού, το τηλέφωνο ήταν επιβεβλημένο. «Καλώς τον, εσένα περίμενα» η μόνιμη επωδός του. Θα την καταθέσω την… γάβρικη αμαρτία μου: Κάποιες φορές χάρηκα με τη χαρά του, αυτή την άδολη χαρά που νιώθει ο αγνός οπαδός όταν νικάει η ομάδα του. Ακόμα και τις στιγμές της υπέρτατης χαράς, οι εκδηλώσεις του ήταν πάντα μετρημένες. Ο αδελφός του ο Θανάσης, πολύ πιο ορμητικός, ήταν άλλο πράγμα. Ο Παύλος συναισθανόταν κάθε στιγμή το ρόλο που είχε. Μέσα του μπορεί να αλάλαζε, όπως ο κάθε οπαδός. Δεν το έδειχνε ποτέ δημόσια.
Το πιο γνωστό περιστατικό της «σχέσης» μας, το οποίο έχω διηγηθεί και δημοσίως, συνέβη στη Σαραγόσα. Αμέσως μετά το τέλος του ημιτελικού Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, με τη ραψωδία του Έντι Τζόνσον μετά τον τραυματισμό του Παναγιώτη Γιαννάκη (που τον είχε περιορίσει, ως και εξαφανίσει, για 27 λεπτά) στα αποδυτήρια του Παναθηναϊκού υπάρχει τεράστια ένταση. Κλειδωμένη η πόρτα, αλλά όσοι βρισκόμασταν απ’ έξω, για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, ακούγαμε βρισιές, πράγματα να σπάνε, ανθρώπους που είχαμε συνηθίσει ως νηφάλιους και ήρεμους σε κατάσταση αλλοφροσύνης.
Ο Παύλος Γιαννακόπουλος έφτασε στο χώρο των αποδυτηρίων με το χαμόγελο. Συνοδευόμενος από καμιά 20αριά φίλους των πρασίνων, με κασκόλ, που εκμεταλλεύθηκαν τους ήπιους ελέγχους και δήλωναν μέλη της αποστολής ή της ακολουθίας του. «Αλίμονο αν τελείωναν όλα σε έναν χαμένο ημιτελικό. Ο Παναθηναϊκός θα προσπαθεί πάντα να είναι παρών στο υψηλότερο επίπεδο». Αυτό ήταν το ρεζουμέ των δηλώσεών του μπροστά στις κάμερες. Κι όταν αυτές έκλεισαν, στράφηκε προς το μέρος μου και μου είπε: «Εσύ γιατί είσαι κατσούφης; Η ομάδα σου νίκησε»!
Πρέπει να άλλαξα δέκα χρώματα εκείνη τη στιγμή. Φυσικά και δεν χαμογελούσα όταν έκανα τη δουλειά μου, αλλά… τα χρειάστηκα. «Τι είναι αυτά που λέτε τέτοιες ώρες, κύριε Παύλο», ήταν το μόνο που είπα. Αντιλήφθηκε γρήγορα τι συνέβαινε, πως πιθανότατα αν αποχωρούσε θα με άφηνε έρμαιο στις διαθέσεις ανθρώπων με θολωμένο μυαλό, να προσπαθώ να εξηγήσω τα ανεξήγητα.
Έτσι προχώρησε σε μια κίνηση αβροφροσύνης. Ένα… κεφαλοκλείδωμα για να με φέρει στο ύψος του, δύο φιλιά και μια κουβέντα, που την είπε δυνατά για να την ακούσουν όλοι: «Εγώ παιδί μου, παιδί μου σε αγαπώ ό,τι ομάδα κι αν είσαι»! Την ίδια στιγμή με... έσερνε προς την πόρτα των αποδυτηρίων. Χαλάρωσε τη λαβή του μόλις αντιλήφθηκε ότι ήμουν σε ασφαλές μέρος. Δεν χρειάστηκε, βέβαια. Τον είχαν ακούσει. Κανείς δεν κινήθηκε προς το μέρος μου.
Περιττό να τονίσω ότι σε οποιαδήποτε εκδήλωση του Παναθηναϊκού, επίσημη ή ανεπίσημη, ήμουν από τους πρώτους προσκεκλημένους. Τα ταξίδια στο εξωτερικό για την κάλυψη των αγώνων του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών τα πλήρωναν οι ομάδες. Το εισιτήριό μου (ή η βίζα, όταν επρόκειτο για ανατολική χώρα) με περίμενε πρώτο απ’ όλα. Υπήρξαν, μάλιστα, και φορές που έγινα ομοτράπεζός του, κατά τη διάρκεια ταξιδιών στο εξωτερικό. Το έκανε συχνά με δημοσιογράφους, όταν ήταν η σειρά μου δεν με απέκλεισε ποτέ.
Σ’ εκείνα τα τραπέζια η κουβέντα εξαντλούνταν σε δύο θέματα: Τη ΒΙΑΝΕΞ και τον Παναθηναϊκό. Εκεί μπορούσες να καταλάβεις την υπερηφάνειά του, και για τα δύο. Μπορούσες, επίσης, να καταλάβεις κάτι που στην πραγματική ζωή φάνταζε απίθανο: Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να πετύχει τόσα πολλά χωρίς να πατάει επί πτωμάτων. Χωρίς να είναι σκληρός, στυγνός επαγγελματίας. Μου έκανε πάντα εντύπωση ότι υποβάθμιζε τη δική του συμβολή και όταν αναφερόταν στη ΒΙΑΝΕΞ και στον Παναθηναϊκό, τα δημιουργήματά του, τα έλεγε όλα σε πρώτο πληθυντικό: «Πετύχαμε», «αποφασίσαμε», «νικήσαμε», «πανηγυρίσαμε», «πληρώσαμε», τέτοια.
Μια φορά, στο γραφείο του, μου έδειξε αντίγραφο της εταιρικής φορολογικής δήλωσης της ΒΙΑΝΕΞ (όπως έμαθα αργότερα, το έκανε και με άλλους συναδέλφους). Ζαλίστηκα από τα πολλά μηδενικά, σε δισεκατομμύρια δραχμές ήταν τα ποσά, και οι φόροι αντίστοιχοι. Στην ιντριγκαδόρικη ερώτησή μου αν σκέφτεται πως τα ποσά για τον Παναθηναϊκό θα μπορούσαν να δηλωθούν έτσι ώστε να… εκπέσουν από την εφορία, η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: «Μα αν δεν πληρώσουμε φόρους εμείς που βγάζουμε τόσα λεφτά, ποιος θα πληρώσει, αυτός που τα βγάζει δύσκολα με το μεροκάματο»;
Την περίφημη ατάκα του περί του μοναδικού του χόμπι («δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν χαρτοπαίζω, μόνο μου χόμπι είναι ο Παναθηναϊκός») την άκουσα κι εγώ, ένα μεσημέρι Κυριακής που μας είχε καλεσμένους μαζί με άλλους συναδέλφους στο σπίτι του. Τότε θυμάμαι έκανε την κουβέντα πιο προσωπική, ζήτησε να μάθει το στάτους του καθενός μας, ποιος είναι παντρεμένος, ποιος έχει παιδιά, ποιος έχει σχέση κτλ. Και οι ατάκες του, επίσης, επικές. Από το «να κάνετε πολλά παιδιά» μέχρι το «να κοιμάστε νωρίς, μην ξενυχτάτε, τα μόνα σας ραντεβού μετά τα μεσάνυχτα να είναι με τη δεσποινίδα… Μαξιλαροπούλου! Η μέρα ξεκινάει νωρίς, να την εκμεταλλεύεστε».
Η στιγμή που γεύτηκε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, το πρώτο πρωτάθλημα Ευρώπης με τον Παναθηναϊκό στο Παρίσι το 1996, με βρήκε εκτός ρεπορτάζ. Ήμουν φαντάρος. Από το στρατόπεδο σ’ ένα νησί του Αιγαίου του τηλεφώνησα ένα μεσημέρι, λίγες ημέρες μετά το θρίαμβο. «Μου είχατε πει να σας παίρνω μετά από νίκες». Χάρηκε πολύ. Με ρώτησε αν χρειάζομαι κάτι, να πάρει τον στρατηγό του νησιού να το κανονίσει!
Καθημερινό ρεπορτάζ Παναθηναϊκού στο μπάσκετ δεν έκανα από τότε. Του τηλεφωνούσα αραιά, κυρίως εθιμοτυπικά, μετά από τις ευρωπαϊκές του επιτυχίες. Ήταν αυτό που λέμε μια προσωπική συμφωνία. Που κλείστηκε εκείνη την πρώτη ημέρα γνωριμίας. Να τηλεφωνώ μετά από νίκες.
Όσο μακραίνει αυτή η απόσταση από τα γεγονότα, αυτά που είχα την τύχη να ζήσω τότε, τόσο πιο απίστευτα φαίνονται.
Κι αυτό, το σημερινό κείμενο, σαν ένα τέτοιο τηλέφωνο μοιάζει. Μου είχατε πει να τηλεφωνώ μετά από νίκες. Ένα ματς σε τέτοιον ιστορικό χώρο, όχι μόνο για το μπάσκετ, αλλά για τον ελληνικό αθλητισμό γενικότερα, είναι νίκη.
Μακάρι η ψυχή του να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να μπορεί να αντιληφθεί πόση αγάπη θα ανηφορίσει προς τον ουρανό σήμερα το βράδυ.
Πηγή: sdna.gr