LIVE: Πάφος-ΑΕΛ 1-0 (ΗΜΙΧΡΟΝΟ)
Η Πάφος υποδέχεται (19:00) την ΑΕΛ στο «Στέλιος Κυριακίδης» για την 17η αγωνιστική και το Themasports σας μεταφέρει την εξέλιξη της αναμέτρησης.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Η Μάντσεστερ Σίτι, ο σύγχρονος «δυνάστης» και η μόνιμη ερωμένη της στρογγυλής θεάς στην Αγγλία, μόλις λίγους μήνες αφότου έγινε η πρώτη ομάδα που κατέκτησε τέσσερα σερί πρωταθλήματα κι ενάμιση χρόνο μετά το πρώτο της τρεμπλ, περνάει κρίση. Μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου, λίγα ήταν τα στοιχεία που προμήνυαν τί θα ακολουθούσε και θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιος μετά Χριστόν προφήτης για να «προβλέψει» το κακό σερί.
Από την εκπνοή του Οκτωβρίου και τη μάλλον αναμενόμενη ήττα στο Λιγκ Καπ από τον κακό της δαίμονα, Τότεναμ, μέχρι και το τέλος του 2024 όπου ανάσανε με μία μέτρια εμφάνιση και νίκη ενάντια στη Λέστερ, φίλοι, συγγενείς και εχθροί των «Πολιτών» τους είδαν να επιδίδονται σε ένα κοκτέιλ κακών εμφανίσεων που έφεραν μια σειρά από αρνητικά ρεκόρ για… hangover, αλλά και την πτώση της ομάδας στην εδώ και πολλά χρόνια «άγνωστη» 7η θέση. Στο διάστημα αυτό, η μόλις μία νίκη που κατέγραψε η Σίτι περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα για όποιον προσπαθήσει να εξηγήσει την ασθένειά της, αφού την κατέγραψε κόντρα στην φουριόζα Νότιγχαμ Φόρεστ, και μάλιστα με 3-0. Κατά τ’ άλλα, κατέγραψε εννιά ήττες και τρεις ισοπαλίες σε όλες τις διοργανώσεις, καταφέρνοντας να αφήσει βαθμούς σε καταστάσεις που πολλοί είχαν λησμονήσει πως είναι καν δυνατόν.
Το απροσδόκητο αυτό σερί της Σίτι, που παρότι την νίκη επί της Λέστερ, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως δεν θα συνεχιστεί, είναι η χειρότερη περίοδος για τη γαλάζια πλευρά του Μάντσεστερ από το 2006, πριν καν η ομάδα εξαγοραστεί από το Άμπου Ντάμπι και μεταμορφωθεί σιγά σιγά στο μεγαθήριο που ήταν μέχρι πρότινος. Για τον Γκουαρδιόλα δε, είναι η πρώτη φορά στην καριέρα του που καταγράφει τέσσερις σερί ήττες, μεταξύ άλλων ρεκόρ. Η μάλλον «χαμένη» του έκφραση στις συνεντεύξεις τύπου τον τελευταίο μήνα δεν μπορεί να γιατρευτεί κοιτώντας πίσω στα προηγούμενα προπονητικά του χρόνια, αφού ποτέ δεν είχε κάτσει σε πάγκο συλλόγου που μπορούσε να βρεθεί σε αυτήν τη θέση.
Όσες λέξεις όμως κι αν μπορούν να γραφτούν για την κρίση στο Έτιχαντ, όσο κι αν γελάνε οι αντίπαλοι των «Πολιτών» με την κατάσταση που και οι ίδιοι αδυνατούν να εξηγήσουν, η αλήθεια είναι πως όλες οι μεγάλες ομάδες του Νησιού έχουν περάσει λιγότερο ή περισσότερο πρόσφατα ένα τέτοιο κακό σερί. Παρότι τα οικονομικά μεγέθη σήμερα μειώνουν το περιθώριο δικαιολογιών για κακά σερί, το πρωτάθλημα πάντα είχε ομάδες δυνατότερες από άλλες, και η κακή τους ώρα πάντα έφερνε χαιρέκακα χαμόγελα στα αντίπερα στρατόπεδα. Πότε ήταν η τελευταία φορά που υπέφεραν έτσι οι άλλες πέντε ομάδες του «Big Six»;
Δε χρειάζεται να ξεσκονίσουμε κανένα παλιό βιβλίο ιστορίας για την περίπτωση των «Μπλε». Το τέλος ενός τεράστιου κεφαλαίου στην ιστορία της Τσέλσι, αυτό της ιδιοκτησίας του Ρόμαν Αμπράμοβιτς, έπεσε πολύ βαρύ στο Στάμφορντ Μπριτζ, με συνέπειες που άλλοτε είναι αναμενόμενες, κι άλλοτε σε κάνουν να αμφιβάλλεις αν μιλάμε ακόμη για μια επαγγελματική ομάδα ποδοσφαίρου. Η καλοκαιρινή ζέστη του 2022 «έκαψε» την Τσέλσι, που είχε μόλις τερματίσει 3η και μία χρονιά νωρίτερα στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, αφού κατάφερε να δώσει μυθικά ποσά για πρωτοκλασάτες μεταγραφές, σε ποσότητα που μία ταπεινή διάταξη των έντεκα παικτών δεν μπορεί να εξυπηρετήσει πλήρως.
Οι «Μπλε» κατάφεραν στην αρχή να κάνουν το άθροισμα των μονάδων τους να φαντάζει σαν κάτι παραπάνω από το χάος που ήδη φαινόταν πως ήταν. Δίπλα στις υποψίες που είχε μαζέψει η μεταγραφική πολιτική της Τσέλσι ήρθε να προστεθεί και η απομάκρυνση του Τόμας Τούχελ, μόλις στις 7 Σεπτεμβρίου. Οι αποκαλύψεις και διαρροές στα μίντια ζωγράφισαν μία ζοφερή εικόνα για την εσωτερική λειτουργία του συλλόγου, κι αυτό δεν άργησε να το πληρώσει και στο χορτάρι. Η νίκη επί της Γουλβς με 3-0 τον Οκτώβριο έδωσε στην Τσέλσι το δικαίωμα να ανέβει στην 4η θέση, απ’ όπου όμως έπεσε και δεν έφτασε καν ούτε κοντά της ξανά. Τα σερί κακών αποτελεσμάτων άρχισαν να μαζεύονται, με τον Γκρέιαμ Πότερ να αδυνατεί με τη σειρά του να μαζέψει το χάλι που είχε δημιουργηθεί στο Στάμφορντ Μπριτζ. Από την έλευση του 2023 μέχρι και το τέλος της σεζόν, οι «Μπλε» σημείωσαν μόλις τέσσερις νίκες, μέσα σε μια «θάλασσα» ηττών και ισοπαλιών.
Η εντός έδρας ήττα στα χέρια της Άστον Βίλα την Πρωταπριλιά θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αστείο μόλις μία-δύο χρονιές πριν, όμως τώρα αμφιβάλλουμε αν κουνήθηκε το βλέφαρο κανενός φίλου των «Μπλε» από την έκπληξη. Την επόμενη μέρα ο Πότερ αποτέλεσε κι αυτός παρελθόν, πριν αναλάβει ως υπηρεσιακός ο Φρανκ Λάμπαρντ και ηγηθεί της ομάδας με αποτελέσματα πολύ διαφορετικά από εκείνα που είχε ως παίκτης. Στους εννέα αγώνες πρωταθλήματος, κατάφερε μόλις μία νίκη, εκτός έδρας στην Μπόρνμουθ. Το σερί αυτό είναι η περίοδός της μέσα στη σεζόν που την φέρνει κοντινότερα στην κρίση της Σίτι του τελευταίου διμήνου.
Σε αντίθεση με τη φετινή Σίτι που τα βρήκε σκούρα και εκτός συνόρων, η Τσέλσι κράτησε χαρακτήρα στην Ευρώπη, πέραν μίας ήττας από την Ντιναμό στο Ζάγκρεμπ. Κατέκτησε την κορυφή του ομίλου της στο Τσάμπιονς Λιγκ, γύρισε εις βάρος της σκορ στη φάση των «16» για να αποκλείσει στην Ντόρτμουντ, κι αφού έφτασε πια στα προημιτελικά, παραδόθηκε φυσικά στα χέρια της Ρεάλ Μαδρίτης.
Θα λέγαμε πως αυτή η κατάσταση ξέφτισε πραγματικά στο Στάμφορντ Μπριτζ μόνο αφότου μπήκε το 2024. Έπειτα από το σοκ της 12ης θέσης συνέχισε να πλασάρεται στο μέσο της βαθμολογίας, πριν πάρει μπρος στο δεύτερο μισό της σεζόν υπό την καθοδήγηση του Μαουρίσιο Ποτσετίνο. Στα τελευταία 15 παιχνίδια πρωταθλήματος έχασε μόλις μία φορά (5-0 από την Άρσεναλ) και τερμάτισε στην πολύ πιο σεβαστή 6η θέση. Φέτος, αν και στη θέση του «Ποτς» βρίσκεται ο Έντσο Μαρέσκα, κυμαίνεται σταθερά στις θέσεις που θα της επιτρέψουν να γυρίσει στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Κάνοντας αναστροφή προς το Βόρειο Λονδίνο, γυρίζουμε και αιώνα για να συναντήσουμε το πραγματικά κακό πρόσωπο της Τότεναμ. Τα «Σπιρούνια», που είναι πάντα εκεί ψηλά, πάντα θεωρούνται αξιοσημείωτος αλλά και εκκεντρικός αντίπαλος, είχαν μεγαλύτερα προβλήματα λίγο πριν αλλάξει η χιλιετία απ’ όσα μπορεί να τους ξινίζουν σήμερα. Από το 1991, ο σύλλογος βρισκόταν υπό την προεδρία και μερική ιδιοκτησία του Άλαν Σούγκαρ, Βρετανού δισεκατομμυριούχου και από το 1997 και μετά, πολιτικού με το κόμμα των Εργατικών. Το 1991, η ομάδα είχε μόλις κερδίσει το FA Cup, το τελευταίο της μέχρι και σήμερα, ωστόσο μέχρι τη σεζόν 1997/98 δεν είχε καταφέρει να «χτίσει» πάνω σε αυτή την επιτυχία, πέραν μίας 7ης θέσης το 1995.
Μπαίνοντας στις αγωνιστικές υποχρεώσεις τον Αύγουστο του 1997, στο ρόστερ της Τότεναμ είχαν προστεθεί οι Νταβίντ Ζινολά και Λες Φέρντιναντ από τη Νιουκάστλ, ωστόσο από την ομάδα απουσίαζαν τα σημαντικά ονόματα, πέραν του Σολ Κάμπελ. Ο Τέντι Σέριγχαμ είχε μόλις αποχωρήσει για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Σχεδόν αμέσως φάνηκε πως η σεζόν δεν θα ήταν αυτή που τα «Σπιρούνια» θα ανέκαμπταν. Ο προπονητής Τζέρι Φράνσις αποχωρεί στα μέσα Νοεμβρίου, κατά το μπρέικ για τους αγώνες των εθνικών ομάδων και μετά από μία ήττα στο Άνφιλντ με 4-0, όσο η Τότεναμ βρισκόταν οριακά πάνω από τις θέσεις του υποβιβασμού. Η ομάδα θα έβρισκε βαθμούς κόντρα στην Έβερτον, ωστόσο μέχρι αυτή τη νίκη στις 29 Νοεμβρίου, τα «Σπιρούνια» είχαν μόλις μία ακόμη από τα τέλη Αυγούστου, μέσα σε ένα σύνολο έντεκα αγώνων, όπως και η Σίτι φέτος.
Η Τότεναμ θα περνούσε μεγάλο κομμάτι της χρονιάς που απέμενε στα «κόκκινα», παίζοντας με τη φωτιά του υποβιβασμού για πρώτη φορά από το 1978. Χάρη στον νέο προπονητή, Κρίστιαν Γκρος, αλλά και στον Γιούργκεν Κλίνσμαν που επέστρεψε στην Τότεναμ στα μισά της χρονιάς ως δανεικός, η παρτίδα σώθηκε. Για τα «Σπιρούνια» η άνοιξη μπήκε λίγο πιο κυριολεκτικά απ’ ότι για όλους τους υπόλοιπους, και χάρη στα σχεδόν αποκλειστικά θετικά αποτελέσματα που έπαιρνε, έφτασε στην τελευταία αγωνιστική να πιάσει τη 14η θέση.
Ο Γκρος δεν θα ρίζωνε ιδιαίτερα βαθιά στο γρασίδι του Γουάιτ Χαρτ Λέιν. Εξαιτίας και των μέτριων αγγλικών του, ο Ελβετός είχε εξαρχής να διαχειριστεί και την πολύ σκεπτική τάση των μίντια. Όταν τη νέα χρονιά η Τότεναμ ξεκίνησε πάλι με ήττες, ο Σούγκαρ τον αποδέσμευσε ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Αυτή τη χρονιά ο σύλλογος θα έπαιρνε το Λιγκ Καπ, ωστόσο θα περνούσαν κάποια χρόνια ακόμη πριν καταφέρει να γίνει αποδεκτή στο κλαμπ των ισχυρών της Πρέμιερ Λιγκ, παραδόξως όμως μένοντας μακριά από οποιαδήποτε πρωτιά.
Μένοντας στην ίδια γειτονιά, πηγαίνοντας όμως 21 χρόνια πίσω, συναντάμε την περίπτωση της Άρσεναλ. Το κλίμα στους «Κανονιέρηδες» ήταν άσχημο και αβέβαιο, καθώς στις δύο προηγούμενες χρονιές ο σύλλογος τερμάτισε 16ος και 17ος αντίστοιχα, φτάνοντας εξαιρετικά κοντά στον (πρώτο του) υποβιβασμό, μία συνθήκη που το Χάιμπουρι είχε να βιώσει από το 1913. Ο Μπέρτι Μι, αφού σώσει οριακά τον αγαπημένο του σύλλογο, θα αποχωρήσει οικειοθελώς από την ηγεσία τον Μάιο του 1976.
Συνήθως ένας σύλλογος δεν θα δυσκολευόταν ιδιαίτερα να χωνέψει την αλλαγή ενός προπονητή που είχε την ομάδα στις θέσεις πάνω από τον υποβιβασμό, ο Μι όμως βρισκόταν στην Άρσεναλ δέκα χρόνια, την είχε οδηγήσει στο πρώτο της νταμπλ το 1971, είχε πάρει το Κύπελλο Εκθέσεων μια χρονιά νωρίτερα και έθεσε ρεκόρ που θα καταρρίπτονταν μόνο από τον Αρσέν Βενγκέρ κάποιες δεκαετίες αργότερα.
Ο αντικαταστάτης του, Τέρι Νιλ, είχε αγωνιστεί ως αμυντικός στην ομάδα για δέκα χρόνια, και παρότι ανέλαβε την ομάδα μόλις 34 ετών, όταν θα αποχωρούσε από αυτήν επτά χρόνια αργότερα, δεν επρόκειτο να ξανακαθίσει στους πάγκους. Ο Βορειοϊρλανδός δεν άφησε τις τελευταίες επιδόσεις των «Κανονιέρηδων» να μπουν εμπόδιο στις φιλοδοξίες του και από το πρώτο κιόλας καλοκαίρι του στον πάγκο έσπασε το τότε μεταγραφικό ρεκόρ της Αγγλίας, φέρνοντας στο Βόεριο Λονδίνο τον επιθετικό Μάλκολμ ΜακΝτόναλντ από τη Νιουκάστλ. Γι’ αυτή τους την απώλεια, οι «Καρακάξες» αποζημιώθηκαν με 333.333 λίρες, κάτι περισσότερο από δύο εκατομμύρια σε σημερινά χρήματα. Ο συνδυασμός του με τον Φρανκ Στέιπλετον στην κορυφή της επίθεσης θα αποδεικνυόταν αποδοτικός, όμως όχι αρκετός για να κρατήσει την Άρσεναλ μακριά από αυτό το αφιέρωμα.
Η εντός έδρας ήττα από την Μπρίστολ Σίτι στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος θα ερμηνευόταν αρχικά ως απλά ένα παραπάτημα, αφού στους επόμενους οκτώ αγώνες μόλις μία φορά θα έφευγε από το γήπεδο ηττημένη. Ένα κακό σερί με συνεχόμενες ήττες από Άστον Βίλα, Λέστερ και Λιντς ακολούθησε ένα άλλο σερί, όπου για δέκα αγώνες η Άρσεναλ δεν έχασε ξανά. Είναι αρκετά πιθανό πως στον τελευταίο από αυτούς τους αγώνες, μία θεαματική ισοπαλία 3-3 στην Μπέρμιγχαμ Σίτι με τρία γκολ του ΜακΝτόναλντ, γύρισε κάποιος διακόπτης και για τους επόμενους λίγους μήνες ο πίνακας αποτελεσμάτων της Άρσεναλ συμφωνούσε με τα χρώματα της φανέλας της!
Η Μπρίστολ Σίτι την κέρδισε και στον δεύτερο γύρο του πρωταθλήματος, και μετά από μία λευκή ισοπαλία με τη Σάντερλαντ, ακολούθησαν επτά σερί ήττες, με συνολικό σκορ 6-17. Μία ακόμη ισοπαλία με τη Στόουκ τελείωσε μεν το τραγικό σερί, έφτασε όμως τους συνεχόμενους αγώνες χωρίς νίκη στους έντεκα. Ο διακόπτης έπειτα γύρισε ξανά κι έτσι η Άρσεναλ κατάφερε, όχι να διακριθεί, αλλά να τερματίσει πολύ ψηλότερα από ότι φοβόταν πως αρχίζει να της γίνεται συνήθειο, στην 8η θέση, τέσσερις μόλις βαθμούς μακριά από τις θέσεις της Ευρώπης. Με τον Νιλ η Άρσεναλ δεν θα στεφόταν πρωταθλήτρια, θα έφτανε όμως σε τέσσερις τελικούς στις διοργανώσεις που συμμετείχε. Κέρδισε το FA Cup το 1979 κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όμως χρειάστηκε να βολευτεί με τη 2h θέση μία χρονιά πριν και μία χρονιά μετά. Το 1980 έφτασε και στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, ωστόσο μετά τα πέναλτι χάρηκε η Βαλένθια.
Παρά το γεγονός πως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ βρίσκεται ακόμη στη «μετά-Φέργκιουσον» εποχή, χωρίς να έχει καταφέρει δηλαδή κάποιο ορόσημο που δεν θα συγκριθεί -ανεπιτυχώς- με τα κατορθώματα του μεγάλο Σκωτσέζου προπονητή, ποτέ στη σύγχρονη ιστορία της δεν βρέθηκε να γράψει ένα τόσο άσχημο σερί όπως η Μάντσεστερ Σίτι στο τέλος του 2024. Αντ’ αυτού, χρειάζεται να πάμε πίσω μέχρι το 1962, μία εποχή πολύ πιο ταπεινή για την ομάδα που αποτελεί σήμερα συνώνυμο της πόλης που εδρεύει κι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα αθλητικά ονόματα του κόσμου.
Ο Ματ Μπάσμπι καθόταν στον πάγκο του Ολντ Τράφορντ ήδη για 17 χρόνια και θα έμενε εκεί για άλλα επτά. Είχε ήδη να δείξει τρία πρωταθλήματα και ένα κύπελλο για να δικαιολογήσει την εμπιστοσύνη του συλλόγου, ενώ θα ακολουθούσαν και άλλα, μαζί και το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1968, που για πρώτη φορά κατέληξε σε αγγλική ομάδα. Ωστόσο, όπως ίσως ξεχνιέται με την πάροδο των χρόνων και τη ρομαντικοποίηση των παλαιών ηρώων, ούτε ο Μπάσμπι ήταν Θεός και υπήρξαν χρονιές όπου το σύνολο των «Κόκκινων Διαβόλων» δεν απέδιδε στο χορτάρι.
Η Γιουνάιτεντ ερχόταν από δύο σερί 7ες θέσεις και άρχισε τη νέα σεζόν με επτά νίκες, μία ισοπαλία και μία ήττα, από την Τσέλσι. Με το ηθικό και τις προσδοκίες ψηλά, ο ποδοσφαιρικός κόσμος της Αγγλίας σίγουρα θα δυσκολεύτηκε να ερμηνεύσει τα επόμενα αποτελέσματα της ομάδας. Στις δέκα αγωνιστικές που ακολούθησαν μετά την έβδομη νίκη της χρονιάς, κόντρα στη συμπολίτισσα Σίτι, η Γιουνάιτεντ ανέπνευσε μόνο με δύο ισοπαλίες σε μία «θάλασσα» από ήττες, όλες με τουλάχιστον δύο γκολ διαφορά.
Έχασε 5-1 από την Άρσεναλ, 0-3 από την Μπόλτον, 4-1 από τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ίπσουιτς, 1-4 από την Μπέρνλι και 5-1 από την Έβερτον. Τελικά, η Γιουνάιτεντ επανήλθε στις νίκες κερδίζοντας 3-0 τη Φούλαμ, και δεν ξαναέκανε σερί ήττες πριν περάσουν αρκετοί μήνες. Όμως, οι δέκα σερί αγώνες χωρίς νίκη, και μαζί με την ισοπαλία κόντρα στην Άστον Βίλα πριν το νικηφόρο ντέρμπι κόντρα στη Σίτι, δημιούργησαν ακολουθία μίας μόλις νίκης σε δώδεκα αγώνες.
Η χρονολογικά πιο μακρινή ιστορία τυχαίνει να είναι και η δραματικότερη. Παρά τα κακά σερί που έμειναν στην ιστορία, καμία από τις προηγούμενες ομάδες δεν υποβιβάστηκε. Το 1954 όμως πάρα πολλά από τα κομμάτια που συνθέτουν σήμερα τον μύθο της Λίβερπουλ, δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη πέριξ του Άνφιλντ. Το όνομα του Μπομπ Σάνκλι δεν σήμαινε τίποτα στο Μέρσεϊσαϊντ και ο Μπομπ Πέισλι ήταν ακόμη μόνο… ποδοσφαιριστής της ομάδας, στο ηλιοβασίλεμα της θητείας του. Οι «Κόκκινοι» είχαν ήδη καταφέρει να σηκώσουν πέντε πρωταθλήματα, τα οποία όμως δεν μπόρεσαν να τους βοηθήσουν την περίοδο που εξετάζουμε.
Η Λίβερπουλ βρισκόταν σε κακή περίοδο και πριν τη σεζόν του υποβιβασμού. Μετά το πρωτάθλημα του 1947 δεν είχε τερματίσει ψηλότερα απ’ την 8η θέση, και έμπαινε στη νέα σεζόν με τη 17η θέση στην πλάτη της από την προηγούμενη. Τα πρώτα αποτελέσματα, μια νίκη με την Πόρτσμουθ και ισοπαλίες με Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Νιουκάστλ, ενδέχεται να έδωσαν μια ψευδή εικόνα για το κατά που πηγαίνει η σεζόν της ομάδας. Σύντομα οι ήττες άρχισαν να μαζεύονται, με σκορ που κάνανε μάλλον δύσκολη τη χώνεψή τους: 4-0 από τη Νιουκάστλ, 1-5 από την Πρέστον, 6-0 από την Τσάρλτον, όλα πριν καν καλά καλά τελειώσει ο Σεπτέμβριος.
Κάποιες σποραδικές νίκες δεν μπόρεσαν να σηκώσουν το βάρος της τροπής που έπαιρνε η ομάδα. Το σερί στο οποίο επιδόθηκε η Λίβερπουλ ξεπερνάει από πολλές απόψεις τα σύγχρονα δεινά της Σίτι. Ξεκινώντας από τις 31 Οκτωβρίου και άλλη μια βαριά ήττα με 5-2 στην Τσέλσι, οι «Κόκκινοι» κέρδισαν μόλις μία φορά μέχρι να τελειώσει και ο επόμενος Μάρτιος. Το δικό της 5-2 ενάντια στη Μπλάκπουλ στεκόταν μόνο του σε ένα σύνολο 21 αγώνων απόλυτης απελπισίας, όπου η Λίβερπουλ αποκλείστηκε και στις λοιπές εγχώριες διοργανώσεις.
Προς έκπληξη κανενός, η Λίβερπουλ τερμάτισε 22η, και τελευταία ταυτόχρονα. Ο υποβιβασμός της τελείωσε ένα σερί 49 συνεχόμενων παρουσιών στην πρώτη κατηγορία, όπου θα δυσκολευόταν να επιστρέψει για οκτώ χρόνια. Ο Ντον Γουέλς, προπονητής της ομάδας στον τελευταίο υποβιβασμό της ιστορίας της, δεν θα έφευγε πριν του δοθούν δύο ευκαιρίες να την επιστρέψει στα «μεγάλα σαλόνια». Αφότου απέτυχε κι ο Φιλ Τέιλορ να κάνει το για πολλούς αυτονόητο, το 1959 ανέλαβε στο Άνφιλντ ο Μπομπ Σάνκλι, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η περίπτωση της Μάντσεστερ Σίτι διαφέρει αρκετά από τις περισσότερο ή λιγότερο πρόσφατες περιπέτειες των άλλων μεγάλων αγγλικών ομάδων. Είναι η μόνη ομάδα που έπεσε σε τέτοιο «βάλτο» όχι απλά υπερασπιζόμενη τον τίτλο του πρωταθλητή και μάλιστα εις τετραπλούν, αλλά και με το προνόμιο ενός οικονομικού μεγέθους πολλαπλάσιου από πολλές ομάδες που την κέρδιζαν η μία μετά την άλλη, με ποδοσφαιριστές που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τίποτα λιγότερο από παγκόσμιας κλάσης, με ένα σύνολο που ελάχιστα έχει τροποποιηθεί από αυτό που λίγους μήνες νωρίτερα σήκωσε ένα άλλο πρωτάθλημα, με έναν προπονητή που σε όλη του την προπονητική καριέρα δεν έχει τερματίσει ποτέ κάτω από τρίτος.
Εκτός κι αν το σύμπαν μας προετοιμάζει για άλλη μία ιστορία με επίλογο τους «Πολίτες» να γελάνε τελευταίοι, φέτος το πρωτάθλημα θα κάνει ένα, μάλλον αναγκαίο για την εικόνα της Πρέμιερ Λιγκ, διάλειμμα από την ετήσια εκδρομή του στο Έτιχαντ. Η Σίτι, που έπεσε μέχρι 7η και τη στιγμή της συγγραφής καταλαμβάνει την 6η θέση, πιθανότατα θα ανακάμψει και θα καταλάβει μία θέση που θα την ξαναβγάλει στο Τσάμπιονς Λιγκ, με τον αστερίσκο πως εκκρεμεί η δικαστική απόφαση για τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
Ίσως πάλι να είμαστε μάρτυρες στο τέλος μίας δυναστείας που ξεκίνησε με την γνωστότερη κραυγή ονόματος από σχολιαστή αγώνων πάνω από δώδεκα χρόνια πίσω. Με τη δικαστική απόφαση να αφήνει την απόδοση υποβιβασμού της Σίτι στο αστεία χαμηλό νούμερο 11,00, και με τον Γκουαρντιόλα να φαίνεται πως δεν σκοπεύει να ξοδέψει πολλά χρόνια ακόμη στο Έτιχαντ, ίσως σύντομα η Σίτι χρειαστεί να συνηθίσει σε κάτι λιγότερο από σχεδόν ετήσιες φιέστες τίτλου.
egglezoi.gr