ΑΠΕΔΡΑΣΑΝ και... ελπίζουν Άρης και Ομόνοια
Με δύο αναμετρήσεις έπεσε η αυλαία της 12ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Η PSV προπορεύεται έχοντας επτά βαθμούς διαφορά από τον Άγιαξ, τον οποίο και φιλοξενεί στο Philips Stadion. Με νίκη κατακτά και μαθηματικά το Πρωτάθλημα. Θα το έκανε έτσι κι αλλιώς πιθανότατα, αλλά η συγκυρία και το timing αναμφίβολα ιδανικά.
Κάνει πλάκα. Στο ημίχρονο προηγείται με 2-0 και τελειώνει μια και καλή το παιχνίδι, όταν βρίσκει και τρίτο στο ξεκίνημα του δεύτερου 45λέπτου, βάζοντας όμως τα πιο επώδυνα καρφιά στην κάσα του «Αίαντα» με τον εμφανή οίκτο. Η ομάδα του Τεν Χαχ -έτσι κι αλλιώς ανήμπορη να ακολουθήσει τον ρυθμό των αντιπάλων της- είχε μείνει και με εννέα στο γήπεδο και οι «Αγρότες» απλώς έφτασαν στο σημείο να αλλάζουν πάσες, ώστε να περάσει η ώρα και να πάρουν τη σαλατιέρα του Πρωταθλήματος στα χέρια.
Ό,τι χειρότερο;
Όχι, είχε και πιο κάτω. Εκείνο το Πρωτάθλημα ήταν το 17ο της PSV τα τελευταία 32 χρόνια. Είχε κερδίσει ήδη 10 στον 21ο αιώνα. Ο μέσος όρος σταθερός: ένα κερδισμένο δηλαδή κάθε δυο χρόνια. Ξεκάθαρο, τεκμηριωμένο ποιος ήταν το αφεντικό στην Ολλανδία.
Αυτά του Άγιαξ καλούνταν να πάρουν αποφάσεις. Η αλλαγή πορείας επιβεβλημένη, αναγκαία. Καλή και άγια, ανέγγιχτη διαχρονικά η επενδυτική και αναπτυξιακή πολιτική, με πίστη στους νέους και αξιοποίηση των ακαδημιών, αλλά αφενός κόστιζε αρκετά, αφετέρου δεν είχε αντίκρισμα.
Χρειαζόταν διαφορετικού τύπου δαπάνη. Εκταμίευση μέρους του ασύγκριτου ταμειακού αποθεματικού του club, προκειμένου να πλαισιωθεί μια ακόμα ταλαντούχα αλλά άγουρη πιθανότατα, αν συνεχιζόταν η συγκεκριμένη πορεία, φουρνιά που θα “καιγόταν” με εμπειρία και ηγετικές προσωπικότητες.
Ο πρώτος υποψήφιος ο Ντάλεϊ Μπλιντ. Προαλειφόταν για μια ακόμα χρονιά στον πάγκο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Δεν το ήθελε. Ο πατέρας του, εμβληματική μορφή του Άγιαξ, Ντάνι, μόλις πριν λίγες εβδομάδες είχε πάρει θέση στο εποπτικό συμβούλιο του συλλόγου.
Κάτι σαν την… Ιερά Εξέταση, αφού τα πάντα, από την μακροχρόνια πολιτική και την αποδοχή των εισηγήσεων των αρμοδίων του ποδοσφαιρικού τμήματος μέχρι και το τελευταίο σέντσι που θα ξοδευτεί για το οτιδήποτε, από εκεί περνούν. Ο πατέρας Μπλιντ δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τον κανακάρη του να επαναπατριστεί.
Ο δεύτερος που είχε προκριθεί για τον ρόλο του οδηγού στην αλλαγή πορείας ήταν ο Ντούσαν Τάντιτς. Ο Άγιαξ είχε δοκιμάσει και το 2012 να τον αγοράσει τότε από την Τβέντε, όχι όμως με ιδιαίτερη θέρμη και όχι προσφέροντας όσα -πολλά…- απαιτούνταν.
Και τότε όμως για τα δεδομένα του «Αίαντα» το κόστος ήταν σημαντικό. Οι δυο τους, Μπλιντ και Τάντιτς, κόστισαν συνολικά 27.4 εκατ. ευρώ (μαζί με μπόνους το ποσό έφτασε στα 34.2). Το συμβόλαιο του Σέρβου 2.3 εκατ. ετησίως, τεράστιο για την σύγχρονη εποχή του Άγιαξ.
Άξιζε μέχρι και το τελευταίο ευρώ…
Δεν ήταν η πρώτη φορά που στο Άμστερνταμ στρέφονταν αναζητώντας ηγετική φυσιογνωμία, έναν “πατέρα” των ταλαντούχων πιτσιρικάδων τους, έναν “λοχαγό” των νεανικών και ατίθασων αποδυτηρίων, στη Σερβία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, στα ιστορικά εισόδια του «Αίαντα» στα κιτάπια της ποδοσφαιρικής ιστορίας, ο Ρίνους Μίχελς τον βρήκε αγοράζοντας από την Παρτιζάν τον Βέλιμπορ Βάσοβιτς.
Ήταν αυτός που είχε οδηγήσει τους «Grobari» στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1966, είχε σκοράρει, αλλά δεν έφτανε για να καταβάλει την Ρεάλ (1-2).
Αμέσως μετά, στα 27 του, τον αγόρασε ο Άγιαξ για να ηγηθεί. Ήταν αυτός που… καταχέριαζε, όποτε και αν χρειαζόταν, μέχρι και Αυτόν, τον Κρόιφ, ήταν αυτός που έβαζε τα γκέμια εντός και εκτός γηπέδου, ήταν ο μετρονόμος στον αγωνιστικό χώρο, αυτός που έδειξε τον δρόμο της συστηματοποίησης του οράματος του Μίχελς.
Σκόραρε πάλι σε Τελικό Πρωταθλητριών, ούτε όμως κόντρα στη Μίλαν το ’69 έφτανε (1-4). Ήταν όμως τα απαραίτητα βήματα, ώστε δύο χρόνια αργότερα να γίνει αυτό για το οποίο πήγε στο Άμστερνταμ. Δεν είναι τυχαίο πως το Κύπελλο, μετά την επικράτηση κόντρα στον Παναθηναϊκό το 1971, δεν το σήκωσε ο Κρόιφ, ο Κάιζερ, ο Βαν Ντάικ, ο Κρολ, ο Μίρεν, ο Σβαρτς αλλά ο Βάσοβιτς. Δεν είναι τυχαίο πως αμέσως μετά έφυγε.
Η δουλειά που είχε να κάνει είχε γίνει. Οι πιτσιρικάδες που έπρεπε να γαλουχήσει είχαν γαλουχηθεί. Και ήταν πλέον έτοιμοι να κυριαρχήσουν για δύο ακόμα χρόνια στην Ευρώπη, οριοθετώντας το πρακτικό πλαίσιο του «Total Voetbal».
Το ζητούμενο, κοντά μισό αιώνα αργότερα, στην απόφαση των διοικούντων να στρατολογήσουν έναν ακόμα Σέρβο, στα 30 του, δεν ήταν η ευρωπαϊκή κυριαρχία. Ακόμα και στον Άγιαξ τόσο μακριά δεν μπορούσαν να δουν μήτε κυρίως αγνοούσαν τα δεδομένα της σύγχρονης ποδοσφαιρικής γεωπολιτικής.
Αυτό που αναζητούσαν ήταν η αδιαμφισβήτητη εντός των συνόρων ηγεμονία. Και για λόγους πρεστίζ αλλά ειδικότερα -για τους καλύτερους ποδοσφαιρικούς εμπόρους του πλανήτη μιλάμε…- γιατί έτσι θα αβγάτιζε η αξία των νέων διαμαντιών που υπήρχαν στα αποδυτήρια. Άφθονο το τάλαντο του Ντε Γιονγκ, του Ντε Λιχτ, του Βαν Ντε Μπέικ. Σίγουρα θα έφερνε δεκάδες εκατομμύρια στα ταμεία, αλλά με επιτυχίες, τίτλους και διακρίσεις τα δεκάδες θα γίνονταν εύκολα εκατοντάδες.
Το πρόβλημα με τον Τάντιτς ήταν άλλο. Πώς στο καλό θα πειθόταν ένας φτασμένος στην Premiership, ο οποίος μπορούσε να πάει όπου θέλει, ακολουθώντας ό,τι μονοπάτι ήθελε, με όποιο κίνητρο γούσταρε (χρηματικό, αγωνιστικό, εμπορικό), να επιστρέψει στον… διακομιστικό -της καριέρας του- σταθμό της Eredivisie;
Δεν τον προλάβαινες. Τα σκαλιά της εξέλιξης δυο-δυο τ’ ανέβαινε. Στα 14 εντάσσεται στα τσικό της Βοϊβοντίνα, έχοντας νωρίτερα κάνει παπάδες στη φυτωριακή ομάδα της γενέτειρας του, της Μπάτσκα Τόπολα. Γόνος αθλητικής φαμίλιας: ο πατέρας Πέταρ ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής και διαιτητής, οι αδερφές Ντραγκάνα και Γελένα επαγγελματίες σε μπάσκετ και χάντμπολ αντίστοιχα.
Στα 17 ντεμπουτάρει στην πρώτη κατηγορία της Σερβίας, στα 20 γίνεται διεθνής και παραχωρείται στην Γκρόνινγκεν, ομάδα που κάθε επιλογή της σημαίνει και… συναγερμό στους απανταχού μεγάλους, όχι μόνο της Ολλανδίας αλλά και της Ευρώπης (Άριεν Ρόμπεν, Βίρτζιλ Βαν Ντάικ, Λουίς Σουάρες, Ντάλεϊ Μπλιντ, Φίλιπ Κόστιτς, Μάρκους Μπεργκ οι πλέον… πρόσφατοι).
«If you ‘re old enough, you’re good enough». Μοτό που ειδικά στην Ολλανδία επιβεβαιώνεται συνεχώς. Και με διάφορες παραλλαγές. Δεν χρειάζεται να περιμένει, δεν χρειάζεται χρόνο προσαρμογής για να δείξει. Ντεμπουτάρει με εμφάνιση που τον χρίζει MVP κόντρα στον… Άγιαξ, δίνοντας την πρώτη του ασίστ. Συνολικά μοιράζει 22. Περισσότερες εκείνη τη σεζόν δίνουν μόνο… κάποιοι Μεσούτ Οζίλ και Λιονέλ Μέσι.
Έναν χρόνο μένει ακόμα στον Ολλανδικό Βορρά. Μέσα σε δύο χρόνια η Γκρόνινγκεν μετατρέπει σε κερδοφόρα την επένδυσή της κατά 650%, παραχωρώντας τον στην Τβέντε έναντι 7.7 εκατ. ευρώ. Άλλες δύο σεζόν περνάει εκεί. Και πολύ ήταν. Τα 16+16 γκολ Πρωταθλήματος διαβατήριο που… θεωρεί ο Ρόναλντ Κούμαν (και αυτός αλλοτινό τέκνο της Γκρόνινγκεν).
Πρώτη-πρώτη μεταγραφή του Ολλανδού ως μάνατζερ της Σαουθάμπτον ο Σέρβος έναντι 12.5 εκατ. ευρώ. Ταιριαστό απόλυτα συμπλήρωμα μιας εξαιρετικής φουρνιάς των «Αγίων», καταθέτει -και πάλι- διαπιστευτήρια με το καλημέρα, μοιράζοντας ασίστ στο νικηφόρο του ντεμπούτο κόντρα στη Λίβερπουλ.
Καταλύτης στο να σπάσουν το ιστορικό τους ταβάνι (τερματίζοντας στην έκτη θέση το 2016), μετατρέπεται σε αγαπημένο της εξέδρας, μένει για τέσσερα συνολικά χρόνια, παρά τη φυγή του Κούμαν στο μέσο τους διατηρεί το ηγετικό του στάτους, όταν όμως συνειδητοποιεί πως τα καλά περάσαν και πως επίσης οι απαιτήσεις της Premiership ξεπερνούν τις δικές του αντοχές, ζητάει να φύγει.
Το timing συνεπώς προσφέρει μια ευκαιρία στον Άγιαξ. Τουλάχιστον της προσέγγισης. Την αναλαμβάνει ο άνθρωπος που τον ανακάλυψε, o chief scout του «Αίαντα», Χενκ Βέλντματε, ο οποίος ως scout της Γκρόνινγκεν ήταν αυτός που είχε εισηγηθεί την απόκτησή του από την Βοϊβοντίνα (ήταν ο ίδιος που είχε ανακαλύψει τον Λουίς Σουάρες. Με αυτά τα… ευρήματα ο Άγιαξ τον έφερε στο Άμστερνταμ, κάνοντάς τον επικεφαλής του τμήματος scouting).
Παράλληλα, βάζει πλάτη και ο βοηθός του Τεν Χαχ σε ρόλο αναλυτή, ο Αλεσάντρο Σούνμακερ, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Σέρβο ως assistant coach στην Τβέντε. Πολύς κόσμος, κατάλληλος κόσμος, χωρίς όμως τελικά να… χρειάζεται.
Η Σαουθάμπτον, εκτιμώντας την προσφορά του Τάντιτς, όχι μόνο αποδέχεται το αίτημα για μεταγραφή αλλά και αρνείται οποιαδήποτε (από τις αρκετές) προτάσεις που είχε για την παραχώρησή του, ικανοποιώντας τη μία και μοναδική του προτίμηση (και μάλιστα κοψοχρονιά, έναντι όσων πάνω-κάτω είχε δαπανήσει για την αγορά του): να πάει στον Άγιαξ.
Αγαπημένη ομάδα της παιδικής του ηλικίας. Τον Κρόιφ υποδυόταν τότε, παίζοντας στις πλατείες της γειτονιάς του. Χωρίς καν να τον είχε δει να παίζει. Απ’ όσους είδε, κατά αξιολογική σειρά, Ζιντάν, το «Φαινόμενο» Ρονάλντο και Ροναλντίνιο λάτρεψε. Αρτίστες τους (και αυτοί) όλοι. Μα με τον Κρόιφ και την ομάδα που συνδέθηκε είχε ένα άλλο, διαφορετικό δέσιμο.
Δέσιμο, σύνδεση που φάνηκαν. Η συνωμοσία του σύμπαντος το αποδεικνύει. Τα πάντα, μα τα πάντα, το κάθε τι, έφεραν Άγιαξ και Τάντιτς την κατάλληλη στιγμή, την ιδανική στιγμή και για τις δύο πλευρές, να θέλουν και να χρειάζονται ο ένας τον άλλον.
Έναν χρόνο -και μια μέρα- αργότερα από εκείνη την “τριάρα” από την PSV που προσυπέγραψε την απώλεια του Πρωταθλήματος, σηματοδοτώντας παράλληλα και την αναγκαιότητα αλλαγή πλεύσης, ο Άγιαξ κέρδιζε στο Τορίνο την Γιουβέντους (2-1) και εξασφάλιζε την πρόκρισή του στα ημιτελικά του Champions League.
Για πρώτη φορά μετά το 1997, κατάληξη τότε της τελευταίας αρμάδας του «Αίαντα» που γοήτευσε την Ευρώπη και την κυριάρχησε για μια τριετία, παίζοντας σε δύο συνεχόμενους Τελικούς και κερδίζοντας τον έναν (και τελευταίο της ιστορίας του, το 1995).
Για πολλούς η κορυφαία παράσταση εκείνης της ομάδας και πιθανώς μια από τις κορυφαίες της ιστορίας της, στο μέσο περίπου εκείνης της τριετίας, είχε δοθεί στο Bernabeu, στη φάση των ομίλων της σεζόν 1995-96. Ο Άγιαξ κέρδισε με 2-0, αλλά αυτό δεν λέει απολύτως τίποτα.
Κάλλιστα εκείνο το βράδυ μπορούσε ακόμα και διψήφιο σκορ, έχοντας τρία δοκάρια, άλλα τόσα ακυρωθέντα γκολ, αναρίθμητες χαμένες ευκαιρίες, μετατρέποντας τη Ρεάλ σε άβουλο παιχνίδι και αναγκάζοντας το κοινό της σε ένα ανεπανάληπτο standing ovation τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το τέλος της αναμέτρησης.
Στην παρθενική σεζόν του Τάντιτς με τα «ερυθρόλευκα», πριν τον αποκλεισμό της Γιουβέντους, είχε έρθει ένας εμφατικότερος της Ρεάλ. Οι Μαδριλένοι είχαν κερδίσει 2-1 στο πρώτο παιχνίδι στο Άμστερνταμ, αλλά στη ρεβάνς στο “σπίτι” τους ούτε που κατάλαβαν τι τους χτύπησε, με τον Άγιαξ να τους διαλύει με 4-1.
Την επομένη, η «Equipe» κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο την αφεντιά του, solo, να πανηγυρίζει το καρέ και με συνοδευτικό ένα «10» στην βαθμολογία της γαλλικής εφημερίδας. Μόλις ο ένατος στην ιστορία της που παίρνει άριστα για την απόδοσή του σ’ ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι, ο πρώτος μετά το 1997 και μόλις ο τέταρτος που το κέρδισε πετυχαίνοντας λιγότερα από τέσσερα γκολ.
Για την ιστορία, οι προηγούμενοι ήταν: ο Μπρούνο Μαρτινί και ο Φρανκ Σοζέ ως στελέχη της Εθνικής Ελπίδων της Γαλλίας στον Tελικό του Euro U21 κόντρα στην Ελλάδα το 1988. ο Όλεγκ Σαλένκο μετά τα πέντε του γκολ με τη Ρωσία κόντρα στο Καμερούν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. ο Δανός τερματοφύλακας της Όρχους ύστερα από ένα 2-2 με τη Ναντ στο Κύπελλο UEFA το 1997. δις ο Λιονέλ Μέσι πρώτα μετά το καρέ του στη φιλοξενία της Άρσεναλ το 2010 και δύο χρόνια αργότερα για τα πέντε που σημείωσε κόντρα στη Λεβερκούζεν. ο Ρόμπερτ Λεβαντόβσκι για τα τέσσερα γκολ που σημείωσε ως παίκτης της Ντόρτμουντ κόντρα στη Ρεάλ το 2013. ο Κάρλος Εντουάρντο, ο Βραζιλιάνος μεσοεπιθετικός της Νις, για τα πέντε γκολ που πέτυχε σ’ ένα παιχνίδι του Championnat κόντρα στην Γκινγκάμπ το 2014. ο Νεϊμάρ για τα τέσσερα γκολ και τις δύο ασίστ στο 8-0 επί της Ντιζόν στο Championnat του 2018.
Ο επόμενος; Ο Λούκας Μόουρα. Τρεις εβδομάδες μετά. Κόντρα στον Άγιαξ. Στο Άμστερνταμ. Στη ρεβάνς των ημιτελικών του Champions League, με τον «Αίαντα» να έχει στις αποσκευές του το 1-0 επί της Τότεναμ στο Λονδίνο και να έχει μετατρέψει σε πάρτι τον επαναληπτικό προηγούμενος με 2-0 στο ημίχρονο. Στο δεύτερο όμως εμφανίστηκε ο Βραζιλιάνος και με τρία γκολ, το τελευταίο στην κυριολεκτικά ύστατη φάση του αγώνα, ανέτρεψε τα πάντα, στέλνοντας στον Τελικό τα «Σπιρούνια».
«Ποτέ δεν έχω βιώσει τέτοια σιωπή σε γήπεδο. Τέτοια ησυχία. Και όχι μόνο στο γήπεδο αλλά παντού, σε οτιδήποτε είχε να κάνει με το club για αρκετές μέρες αργότερα», ξεστομίζει μετά το σοκ -όπως όλοι οι άλλοι- ο Τάντιτς. Η παρθενική του χρονιά στο Άμστερνταμ, η παρθενική συμμετοχή της καριέρας του σε Champions League, ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Και όμως η αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας ήταν αυτή που κυριαρχούσε.
Δείγμα και αυτό του πόσο επιτυχημένη ήταν άμεσα εκείνη η πρώτη του σεζόν. Σε κάθε επίπεδο. Αγωνιστικά, ο Άγιαξ έκανε το Νταμπλ (οι πρώτοι τίτλοι της καριέρας του Τάντιτς). Επιβλητικά, καθηλωτικά, πανέμορφα. Σημείωσε 160 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις. Το 1/3 τους, τα 53, είχαν την σφραγίδα του νέου του ηγέτη, με τον Σέρβο είτε να σκοράρει είτε να σερβίρει.
Χωρίς ρόλο, χωρίς θέση. Σε αυτήν την νέα version του «Total Voetbal», ο χώρος και η κάλυψή του, με ή χωρίς την μπάλα, είναι και πάλι το σημαντικότερο κομμάτι του παιχνιδιού. Διαφορετική όμως πλέον η οριοθέτησή του αλλά και οι απαιτήσεις για τον τρόπο με τον οποίον θα κερδηθεί. Θέλει διορατικότητα, αέναη κίνηση, συγχρονισμό, ταχύτητα, συνοχή, πολυλειτουργικότητα.
Και πολλά, όχι ένα, σημεία αναφοράς. Κορυφές τριγώνων, δημιουργούς τετραγώνων, ποδοσφαιριστές που θα μπορούν με την κίνησή τους, με την τοποθέτησή τους -αφήστε την μπάλα…- να κάνουν στην πράσινη σκακιέρα απανωτά σαχ στον αντίπαλο. Και έτσι, ένα (ή και περισσότερα…) ματ θα προκύψουν.
Καταλληλότερος για όλο αυτό από τον Τάντιτς δεν μπορούσε να βρεθεί.
Συνακόλουθο του αγωνιστικού και πάντα κυρίαρχο σε οποιαδήποτε λογική, φιλοσοφία, πολιτική και πλάνο του Άγιαξ το οικονομικό. Εκεί και αν έσπασαν ταβάνια. Μέσα σε δύο καλοκαίρια λοιπόν (2019 και 2020) μπήκαν στα ταμεία από πωλήσεις των διαμαντιών εκείνης της ομάδας 330 εκατ. ευρώ…
Προίκα ασύγκριτη. Μαγιά ικανή να εξαλείψει, να εκμηδενίσει ουσιαστικά τον φυσιολογικό χρόνο για το άνοιγμα ενός νέου κύκλου. Ταλέντο πάντα βρίσκεται στο Άμστερνταμ. Είτε καλλιεργείται είτε αγοράζεται. Πλέον ήταν σαφές ότι η τάση ήταν να γίνει προσπάθεια να αγοραστεί ακόμα και ακριβότερα από τις πάγιες, ιστορικές νόρμες του club.
Το σημαντικότερο όμως ήταν πως οι ηγέτες, οι οποίοι θα εγγυόνταν και την επόμενη μέρα και την δημιουργία της επόμενης φουρνιάς, παρέμεναν. Ο Τάντιτς υπέγραψε νέο πενταετές συμβόλαιο, προκειμένου να κρεμάσει τα παπούτσια του στο «Arena». Και πριν καν το κάνει, στην τελευταία του σεζόν (2025-26) θα έχει τη δυνατότητα, παράλληλα με τον όποιο αγωνιστικό ρόλο θα έχει τότε, να ξεκινήσει και την προπονητική, κάτι που προβλέπεται στη συμφωνία.
Συμφωνία ενδεικτική του στάτους, της αναγνώρισης αλλά και της εξαίρεσης -σπάνιας, πιθανώς μοναδικής- στην πολιτική ενός “σκληρού” σε τέτοια θέματα συλλόγου, η οποία τον μετέτρεψε στον πλέον ακριβοπληρωμένο της ιστορίας του «Αίαντα», με ετήσιες απολαβές που ξεπερνάνε τα 5 εκατ. ευρώ.
Και πάλι βέβαια ωχριούν μπροστά στα 15 που του προσφέρονταν από την Κίνα. Ή -σίγουρα- υπολείπονται στην ανέλιξη σε άλλα επίπεδα που θα μπορούσε να του δώσει μια μετακόμιση στη Βαρκελώνη, όπου και πάλι ο Κούμαν το καλοκαίρι του ’20 ζήτησε να τον πάρει για να τον ντύσει στα «blaugrana».
Τίποτα δεν τον δελέασε όμως. Αυτό που ήθελε το βρήκε στο Άμστερνταμ. Αγωνιστικά, ψυχικά, οικογενειακά. Ούτε η σύζυγός του, Ντραγκάνα, ούτε τα παιδιά τους (ο μεγάλος του γιος, Πέταρ, και η κόρη του, Τάρα) ήθελαν ν’ ακούσουν οτιδήποτε άλλο ως προς την καθημερινότητά τους από το Αμστελόδαμο.
Οι επιτυχίες με την Εθνική Σερβίας, όπου και ουσιαστικά μετέφερε την ηγετική του υπόσταση από τον Άγιαξ, ταιριαστό συμπλήρωμα. Με το περιβραχιόνιο των «Orlovi» στο μπράτσο, τους οδήγησε σε ανατροπή και νίκη με 2-1 στη Λισαβόνα επί της Πορτογαλίας, τσεκάροντας έτσι το εισιτήριο για τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Κατάρ, το δεύτερο συνεχόμενο των γειτόνων.
Τι άλλο να ζητήσει;
Μόνο περισσότερα.
Και ο Σέρβος αρχή των πάντων. Κυριολεκτικά. Να δίνει τον τόνο από την προθέρμανσή του. Τελετουργικά. Μένοντας στο γήπεδο την ώρα όπου όλοι οι συμπαίκτες του έχουν επιστρέψει στα αποδυτήρια. Παίρνοντας την μπάλα και κάνοντας όσο περισσότερα ποδαράκια μπορεί. Χαλαρά, χωρίς να ζορίζεται. Και προσπαθώντας από μακριά να σημαδεύει εστία. Πού και πού επιδιώκοντας να βρει τα δοκάρια.
Με το κοινό να συμμετέχει, ζαλισμένο πριν καν τη σέντρα, γνωρίζοντας το τι έπεται και δίνοντας τον τόνο στους ρυθμούς του «Freed from desire», αλλά με δαύτον πρωταγωνιστή της ρίμας.
Tadic on fire…