Νίκη-«χρυσάφι» για ΑΠΟΕΛ στη Νορβηγία, ήττες για Πάφο και Ομόνοια - Το πρόγραμμα τους στις τελευταίες δύο στροφές
Μία νίκη και δύο ήττες ήταν ο απολογισμός των τριών Κυπριακών ομάδων στην 4η αγωνιστική της League Phase του Conference League.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Και οι δικές του μπούκλες δεν ήταν κατάμαυρες, δεν στέκονταν σαν αδιάβροχη ανθοδέσμη στην κορυφή της κεφαλής του, αλλά έπεφταν σαν καστανόξανθοι καταρράκτες γύρω από το πληγιασμένο πρόσωπό του κι εκείνη τη διαγώνια ουλή που θα το σημάδευε για πάντα. Κι όμως ο Τίριον Λάνιστερ, ο υπέροχος νάνος που σκαρφίστηκε στο «Τραγούδι του Πάγου και της Φωτιάς» ο Τζορτζ Μάρτιν, με αυτό το τεράστιο κεφάλι πάνω στο μικροσκοπικό του σώμα και τα κοντόχοντρα πόδια του, πάντα κυκλοφορούσε περήφανος, περπατούσε με τον αέρα που του επέβαλε η ευγενής καταγωγή του. Και με διάχυτη κομπορρημοσύνη ισχυριζόταν πως αυτό που κάνει καλύτερα είναι να πίνει και να ξέρει πράγματα.
Μάλλον όντως ήξερε πολλά. Και κάποτε, σε μια από τις περίφημες ρήσεις του, χάραξε τον δρόμο εκείνου του τύπου που τον περνούσε πέντε κεφάλια και προσγειώθηκε στον πλανήτη χιλιετίες ολόκληρες μετά από τον ίδιο. Φυσικά δεν μιλούσε στον Μαρουάν Φελαϊνί, μα ποιος μπορεί να πει πως δεν απευθυνόταν σε εκείνον μαγικά; «Μην ξεχάσεις ποτέ αυτό που είσαι. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα το ξεχάσει. Φόρα το σαν πανοπλία κι έτσι κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να το χρησιμοποιήσει για να σε πληγώσει».
Ο Βέλγος γίγαντας ακολούθησε ευλαβικά τη συμβουλή του νάνου. Δεν ξέχασε ότι τα ξυλοπόδαρά του δεν θα ευλογούνταν ποτέ από δαντελένια τεχνική, δεν ξέχασε πως ποτέ δεν θα μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο όπως ο αγαπημένος του Ζιντάν, πως το εκλεπτυσμένο, το γοητευτικό, το μαγευτικό παιχνίδι απλά δεν ήταν για εκείνον.
Ο Μαρουάν Φελαϊνί δεν ξέχασε ποτέ ποιος ήταν κι έτσι όλα τα κακόβουλα βέλη που εξαπολύθηκαν προς εκείνον δεν τον άγγιξαν ποτέ. Αγκάλιασε πρώτος από όλους τη δική του ιδιαίτερη φύση για να τη μετατρέψει σε πανοπλία και ξίφος μαζί, να την κάνει πυξίδα της ποδοσφαιρικής του ζωής και να κατακτήσει αμέτρητες καρδιές με τον ανορθόδοξο αλλά ολόδικό του -και άρα μοναδικό- τρόπο.
Ήταν πάντα το ίδιο. Από τους χλοοτάπητες της ακαδημίας και τα υπαίθρια γήπεδα στα παγωμένα πρωινά της εφηβείας του μέχρι τα πιο φημισμένα στάδια του πλανήτη. Ο Μαρουάν πάντα θυμόταν τον πατέρα του να βρίσκεται σε μια άκρη κάθε κερκίδας και να του φωνάζει, να τον καθοδηγεί, να τον συμβουλεύει. Είχε τον τρόπο του, ήταν έντονος, δεν ήταν πάντα ο καλύτερος, αλλά ήταν πάντα εμποτισμένος με πάθος και έγνοια για τον γιο του. Ήθελε το καλύτερο για εκείνον και σίγουρα ήθελε να τον δει να ολοκληρώνει ό,τι δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ο ίδιος.
Μέσα από τον γιο του, ο Αμπντελατίφ Φελαϊνί έζησε και το δικό του όνειρο. Άλλωστε, για χάρη του είχε χρειαστεί να το βάλει στην κατάψυξη.
Ήταν κι αυτός πανύψηλος, τερματοφύλακας στη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας του, τη Ράζα Καζαμπλάνκα, αλλά είδε τον δρόμο του να φτάνει σε ένα απότομο αδιέξοδο, όταν αποφάσισε πως η οικογένειά του αξίζει κάτι καλύτερο και τόλμησε να αφήσει πίσω του το Μαρόκο για να μεταναστεύσει στο Βέλγιο.
Τα είχε υπολογίσει όλα, είχε συμφωνήσει τη μεταγραφή του στη Μέχελεν, όμως η Ράζα παράτυπα δεν απελευθέρωσε ποτέ το δελτίο του και ο Αμπντελατίφ έμεινε ξεκρέμαστος. Είχε την επιλογή να επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά ήξερε πως δεν θα ήταν η καλύτερη για τον γιο του, ο οποίος λίγους μήνες μετά θα ερχόταν στη ζωή. Παράτησε το ποδόσφαιρο, έγινε οδηγός λεωφορείου, μα το μικρόβιο ήταν γραπτό να “χτυπήσει” και τον Μαρουάν από την πρώτη στιγμή.
Η οικογένειά του μετακόμιζε διαρκώς, αναζητώντας τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης σε μια νέα χώρα, κι εκείνος πέρασε από ένα σωρό ακαδημίες, μέχρι να ρίξει άγκυρα στη Λιέγη και τη Σταντάρ και να βάλει μπρος στην ανάδυσή του προς το όνειρο. Του ίδιου και του πατέρα του. Η Σταντάρ τού έδωσε την ευκαιρία, μα κυρίως τον ρόλο, και τον εμπιστεύτηκε πλήρως παρά την ηλικία του. Δύο σεζόν πρόλαβε να τον κρατήσει το Βελγικό Πρωτάθλημα και τη δεύτερη από αυτή τον είδε, μόλις στα 21 του, να στέφεται Πρωταθλητής και να ξεχωρίζει.
Με την αθλητικότητά του, τα τρεξίματα, την έφεσή του να απειλεί ερχόμενος από τη μεσαία γραμμή.
Το ψηλόλιγνο παιδί της βελγικής λίγκας είχε δημιουργήσει τον δικό του ντόρο στην Ευρώπη, μα κανένας πραγματικά κορυφαίος σύλλογος δεν είχε πειστεί αρκετά για να επενδύσει σε αυτό. Κι όμως ανάμεσα στη δυσπιστία, ο Ντέιβιντ Μόγιες είδε σε εκείνον έναν παίκτη που μπορούσε να πλάσει όπως ακριβώς επιθυμούσε. Οι ματσάρες που έκανε στα προκριματικά του Champions League κόντρα στη Λίβερπουλ ήταν το τελευταίο πειστήριο για την Έβερτον που βρήκε το θάρρος να τον κάνει τον -τότε- πιο ακριβό Βέλγο ποδοσφαιριστή της ιστορίας, δαπανώτας για χάρη του σχεδόν 18 εκατ. ευρώ.
Ένας αγώνας δρόμου την τελευταία ημέρα των μεταγραφών, ένα λυτρωτικό φαξ που εστάλη στο “παρά πέντε” και όλα, αν και με άγχος, ήταν έτοιμα για να φορέσει ο Φελαϊνί την μπλε φανέλα που θα καθόριζε ένα τεράστιο κεφάλαιο της ζωής του.
Μπήκε στα αποδυτήρια αλαφιασμένος, με τα μάγουλά του χωμένα ανάμεσα στα ζυγωματικά του να πασχίζουν για μια ανάσα. Έκατσε με το κεφάλι του σκυμμένο ανάμεσα στα ψηλά του πόδια και, όταν θυμήθηκε ξανά τη γλυκιά γεύση του οξυγόνου, ρώτησε έξαλλος τους γύρω του: «Έτσι είναι το ποδόσφαιρο εδώ, αλήθεια; Στο Βέλγιο είναι 45 λεπτά δύσκολα, 45 λεπτά εύκολα. Εδώ και τα 90 είναι δύσκολα, τρελό». Τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως λίγα χρόνια μετά ο κόσμος της Έβερτον θα πήγαινε στο Goodison Park με περούκες αφιερωμένες στην ιδιαίτερη κώμη του ίδιου παιδιού που εκείνη τη στιγμή έδειχνε να ζορίζεται όχι να σταθεί σε αυτό το επίπεδο αλλά καλά-καλά να αναπνεύσει.
Το άλμα βέβαια από το Βέλγιο στην Αγγλία ήταν ομολογουμένως τεράστιο, ακόμα και για έναν γίγαντα όπως εκείνος. Το κορμί του χρειαζόταν δουλειά, η αθλητικότητα για την οποία ξεχώριζε τα προηγούμενα χρόνια δεν σήμαινε τίποτα στην Premier League και τα πρώτα του βήματα τα έκανε σκοντάφτοντας σε κάθε γωνία. «Ήταν σαν πάνινη κούκλα, όταν ήρθε σε εμάς. Ψηλός αλλά πάρα πολύ λεπτός. Δεν είχε δύναμη, έπρεπε να δουλέψουμε πολύ σε αυτό και εν τέλει έγινε τόσο καλός που δεν μπορούσες να τον αντιμετωπίσεις», έχει πει για εκείνον ένας από τους βοηθούς του Μόγιες στην Έβερτον.
Οι συμπαίκτες του τον θυμούνται να δουλεύει με φοβερή σκληράδα και αποτελεσματικότητα, να φωνάζει «Δυνατός σαν Ταύρος» σε κάθε -ολοένα και πιο δύσκολο- σετ βαρών στο οποίο υπέβαλε τον εαυτό του. Και σταδιακά να φτάνει σε ένα άλλο επίπεδο.
Αυτό που ήρθε ξαφνικά ωστόσο ήταν η πρόκληση ενός νέου κοστουμιού που δεν μπορούσε παρά να φορέσει. Μια φθινοπωρινή κρίση τραυματισμών υποχρέωςε τον Ντέιβιντ Μόγιες να ακολουθήσει ένα διαφορετικό όραμα για τον Φελαϊνί. Ο Μαρουάν στο Βέλγιο αγωνιζόταν πιο χαμηλά στο γήπεδο, είχε σαφώς πιο ανασταλτικό προσανατολισμό. Μα στην Αγγλία έγινε “10άρι”.
Σε μια εποχή δε που ακόμη αυτή η θέση είχε έναν ξεχωριστό δεσμό με την ύψιστη μορφή ποδοσφαιρικής τέχνης, αυτή που εκείνος απλώς δεν μπορούσε να υπηρετήσει. Ήταν πολλά τα φρύδια που σηκώθηκαν με απορία και αλαζονεία προς την απόφαση του Μόγιες. «Αυτός; Δεκάρι; Μα δεν έχει τεχνική». Και ο ίδιος εξεπλάγη, δεν κρύφτηκε όμως, ούτε ξίνισε που θα άφηνε πίσω του τη ζώνη άνεσής του.
Δεν το ήξερε, αλλά ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν, η συναστρία που θα τοποθετούσε την ποδοσφαιρική του ζωή σε νέες ράγες. Ο Φελαϊνί έγινε σημείο αναφοράς σε μια Έβερτον που φλέρταρε με την ελίτ της Premier Leageue, που τρυπούσε το ταβάνι της και χτυπούσε πέρα από τις θεωρητικές της δυνατότητες.
Και εκείνη η αφάνα ήταν το σήμα κατατεθέν αυτής της εποχής των «Ζαχαρωτών», που χτίστηκαν γύρω από όλες τις αρετές του Μαρουάν. Τη δύναμή του, την ικανότητά του να τρέχει ασταμάτητα και με απίστευτη ένταση, την εργατικότητα, την έφεσή του στον αέρα, στον τρόπο του να βρίσκει δίχτυα ως σκόρερ δεύτερης γραμμής. Στην -πολλές φορές πέραν των ορίων- μαχητικότητα και επιθετικότητά του.
Ό,τι ήταν εκείνη η Έβερτον ήταν ο Φελαϊνί. Και ό,τι ήταν ο Φελαϊνί ήταν εκείνη η Έβερτον. Πέντε υπέροχα χρόνια πέρασαν σαν μια ανάσα, την ίδια ανάσα που στην αρχή του εκείνο το τεράστιο παιδί δυσκολευόταν να κρατήσει στο γήπεδο. Μα είχε διανύσει τόσο δρόμο με την μπλε φανέλα, είχε γίνει ένας από τους πιο καθιερωμένους παίκτες στην Αγγλία, μια σταθερά και ένας αγαπημένος τύπος για την κερκίδα, η οποία έβλεπε πως πάντα άφηνε την ψυχή του στο χορτάρι. Πάντα ξεπερνούσε το ανορθόδοξο στυλ του, πάντα ήταν περισσότερα από αυτά που φαινόταν.
Και κάπως έτσι, οι μαύρες μπούκλες που έκαναν την εμφάνισή τους πάνω στα κεφάλια των οπαδών της Έβερτον στα καθίσματα του Goodison και όλων των αγγλικών σταδίων που έπαιζε μάλλον δεν φαντάζουν τόσο τρελές.
Κάποτε το όνειρό του ήταν απλώς να φτάσει μέχρι το Πρωτάθλημα Γαλλίας και τώρα ζούσε το ένα όνειρο που δεν είχε καν το θάρρος να ονειρευτεί νωρίτερα. Ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα έφτανε μέχρι τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ακόμα και ως απλό όνειρο φάνταζε τρελό.
Μα κανένα όνειρο δεν υπάρχει χωρίς τη σκιά κάποιου εφιάλτη. «Για καιρό ήταν σαν να ζω έναν εφιάλτη. Δεν ήταν καθόλου εύκολο το να είμαι σε αυτήν την κατάσταση. Πνευματικά δεν είναι καλό, δεν είναι εύκολο. Έπαιξα πέντε χρόνια στην Έβερτον, τα πήγαινα πολύ καλά, είχαν τον σεβασμό όλων. Και μετά πας σε έναν τεράστιο σύλλογο και είναι όλα διαφορετικά, το ποδόσφαιρό σου δεν είναι το ίδιο», θα πει ο Φελαϊνί.
Μα εκείνος δεν έτυχε απλώς να πάει σε έναν τεράστιο σύλλογο αλλά να φτάσει σε αυτόν στη χειρότερη δυνατή στιγμή. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ άφηνε πίσω της την εποχή του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον και έδινε το χρίσμα στον Ντέιβιντ Μόγιες. Δεν συνδύασε τη μεγαλύτερη μετάβαση της ιστορίας της με καμία μεταγραφή πέρα από εκείνον. Αυτός ήταν. Η πρώτη μεταγραφή στη μετά-Σερ Άλεξ εποχή.
Οι προσδοκίες στον Θεό και εκατομμύρια οπαδοί που με αγωνία περίμεναν να δουν τι θα ξημερώσει για τον σύλλογο. Σίγουρα δεν περίμεναν πως θα έβλεπαν έναν τύπο όπως αυτός στην ομάδα τους, δεν τους είχαν συνηθίσει σε τέτοιους ποδοσφαιριστές. Και η καχυποψία τους για αρχή θα ποτίσει την πραγματικότητα. Η Γιουνάιτεντ δεν βλέπεται, ο Φελαϊνί δείχνει χαμένος, σαν ξένος, σαν εξωγήινος. Και το αγαπημένο παιδί του νέου αποτυχημένου προπονητή, η πρώτη του μεταγραφή, η οποία κόστισε μάλιστα σχεδόν 30 εκατ. ευρώ, δεν μπορεί παρά να βρεθεί στο στόχαστρο.
Οι φίλοι της ομάδας βλέπουν στα μάτια του όλη την κατάρρευση του συλλόγου, ο οποίος προέρχεται από την πιο χρυσή του εποχή και ετοιμάζεται να χαθεί στους λαβυρίνθους του. Ο Μαρουάν, μόνο που βρίσκεται εκεί, γίνεται -άδικα φυσικά- σύμβολο της λανθασμένης πορείας, ακούει τα πάντα για τον εαυτό του και τα χαρακτηριστικά. Αποδομείται, εξευτελίζεται, μεταμορφώνεται σε αρχή του κακού, μπαίνει σε αμέτρητες λίστες για τη «χειρότερη μεταγραφή της σεζόν». Μα κυρίως χάνει τον εαυτό του, αποσυντονίζεται.
Η μετάβαση θα ήταν ούτως ή άλλως τρομακτικά δύσκολη, μα όλη η κατάσταση, ο τρόπος με τον οποίον μετατρέπεται σε εξιλαστήριο θύμα, λιχουδιά για την οργισμένη πείνα του λαού, κάνει τα πάντα ακόμα πιο βαριά για τον ίδιο.
«Πνευματικά, ήταν η πιο δύσκολη σεζόν της καριέρας μου», θα πει ο Φελαϊνί.
Όταν τελειώνει, οι φήμες γύρω από το αβέβαιο μέλλον του στην ομάδα δίνουν και παίρνουν. Ο αγαπημένος του Μόγιες έχει αποχωρήσει και στη θέση του έρχεται ο Λουίς Φαν Χάαλ. Η αλλαγή θα μπορούσε να φέρει και για εκείνον μια νότα ελπίδας, αλλά όχι… Πώς γινόταν ένας άτεχνος ψηλέας να κολλήσει στα πλάνα ενός Ολλανδού και του δικού «total voetbal»; «Δεν με ήξερε. Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: “Δεν σε υπολογίζω, να ξέρεις είσαι η πέμπτη μου επιλογή”. Εγώ έσκυψα το κεφάλι και του είπα πως ήταν εντάξει αυτό και ότι θα συνεχίσω να προπονούμαι. Στο μυαλό μου έλεγα πως θα συνεχίσω τη δουλειά και θα δούμε τι θα γίνει στο τέλος».
Δεν είχε την πίστη του προπονητή του, δεν είχε την πίστη των οπαδών και των media. Μόνο τον ίδιο του τον εαυτό, αυτόν που δεν ξέχασε ποτέ τι ήταν. Και ο Φελαϊνί δεν έμαθε ποτέ να σταματά. Έμεινε στη Γιουνάιτεντ, έβαλε το κεφάλι κάτω και συνέχισε τη δουλειά. Λίγο καιρό μετά ανάγκασε τον Φαν Χάαλ να ξεχάσει πως δεν βρισκόταν στα πλάνα του και να του δώσει σταδιακά τις ευκαιρίες που άξιζε. Ο Βέλγος ήταν εκεί πάντα. Πάντα θα τα έδινε όλα, πάντα θα δούλευε για την ομάδα.
Ποτέ όμως δεν θα έπαιρνε την αναγνώριση που του άρμοζε. Δεδομένα δεν ήταν ο καλύτερος παίκτης στον πλανήτη. Ούτε κατά διάνοια. Μα δεν ήταν και ο χειρότερος και πολλές φορές έτσι φαινόταν να τον αντιμετωπίζουν οι γύρω του. Σαν να πιστεύουν πως όλοι οι προπονητές είχαν κάποιου είδους παράλογη εμμονή μαζί του, δεν αναρωτήθηκαν ποτέ: «Μα καλά, αφού είναι τόσο κακός, γιατί παίζει με όλους τους προπονητές;». Μάλλον επειδή δεν ήταν.
Δεν υπήρξε αφεντικό στην καριέρα του που να μη γοητεύτηκε από την αυταπάρνησή του, τη δίψα και την εργατικότητά του.
Και δεν υπήρξε αφεντικό που να μη ξεδίπλωσε καλύτερα όλες τις αρετές του Μαρουάν από τον Ζοζέ Μουρίνιο. Η σχέση τους ήταν κάτι σαν βαθιά αμφίδρομη αγάπη. Ο Φελαϊνί έλεγε πως θα διέλυε τα πόδια του για χάρη του και ο «Special One» γινόταν συνεχώς η ασπίδα του. «Θα είναι πιο εύκολο να φύγω εγώ από τη Γιουνάιτεντ παρά ο Φελαϊνί, όσο είμαι εδώ. Νιώθω πιο αδύναμος, αν δεν τον έχω στην ομάδα μου», έλεγε.
Ο Μουρίνιο ντύθηκε Τίριον Λάνιστερ για να υπενθυμίσει στον Μαρουάν τι είναι και πώς να προστατευτεί από τα βέλη του περίγυρου, να τον γεμίσει με αυτοπεποίθηση και να του δώσει τον καλύτερο ρόλο. Σαν να του φώναζε: «Είσαι άτεχνος, άγαρμπος, απρόσεκτος. Αλλά δικός μου. Και κυρίως είσαι μαχητής, ασταμάτητος, ανίκητος στις μονομαχίες». Αυτό ήταν, η πανοπλία του, ό,τι χρειαζόταν για να αποδεχθεί περισσότερο από ποτέ κάθε κύτταρο του ιδιαίτερου εαυτού του και να το διοχετεύσει στη μάχη.
Ο Φελαϊνί έγινε πρωταγωνιστής για το Μουρίνιο και τη δική του Γιουνάιτεντ, την πιο πετυχημένη της έκδοση μετά τον Σερ Άλεξ. Μια σταθερά στο #10, να κερδίζει μονομαχίες στο έδαφος και στον αέρα, να κατεβάζει μακρινές μπαλιές και να συνδέει το παιχνίδι, να αμύνεται, να σκοράρει με τις φοβερές του κούρσες προς το κουτί. Και κυρίως να ενσαρκώνει όλη την επιθετικότητα και την πνευματική δύναμη που ο «Special One» απαιτούσε από την ομάδα του.
Ο Ρίο Φέρντιναντ κάποια στιγμή με λίγες λέξεις είπε όλη την αλήθεια του Φελαϊνί: «Δεν είναι μεταξένιος, αν τον συγκρίνουμε με τον Σκόουλς, τον Μπέκαμ, τον Κάρικ, οι οποίοι ήταν όμορφοι στο μάτι και μπορούσαν να πασάρουν μέσα από τη μύτη της βελόνας. Δεν είναι αυτός ο τύπος παίκτη. Όμως προσφέρει κάτι που αυτοί δεν μπορούσαν. Είναι μια μόνιμη απειλή στην περιοχή και στην άμυνα έχει καίριες επεμβάσεις. Για αυτό είναι εδώ. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί ο Ζοζέ τον θέλει στην ομάδα του. Δεν είναι όμορφος, αλλά είναι απίστευτα αποτελεσματικός. Δεν λυγίζει πουθενά. Βλέπει τα media και τους οπαδούς που είναι απέναντί του και το μόνο που κάνει είναι να δουλεύει σκληρά, επειδή θέλει να είναι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Οφείλουμε να το σεβαστούμε αυτό». Έτσι ακριβώς ήταν. Από την αρχή.
Μόνο που όλα άλλαξαν εκείνο το βράδυ στη Στοκχόλμη, όταν η Γιουνάιτεντ κατέκτησε το Europa League κόντρα στον Άγιαξ, με τον Φελαϊνί να κάνει ό,τι θέλει στο κέντρο, να γίνεται αφεντικό της μεσαίας γραμμής.
Εκείνος δεν άλλαξε τίποτα, ήταν αυτός που ήταν πάντα. Αυτός ο ξυλοπόδαρος, άσχημος ποδοσφαιρικά, τύπος. Μα πλέον οι γύρω του τον έβλεπαν διαφορετικά, γιατί είχαν αποφασίσει να εντοπίσουν τη χάρη του. Να μην τον κρίνουν για κάτι που δεν ήταν, αλλά να απολαμβάνουν τη σημασία αυτού που ήταν.
Όταν έφτασε στο Μάντσεστερ, δεν τον ήθελε κανείς πέρα από τον Μόγιες. Όταν έφυγε, είχε κατακτήσει με το δικό του στυλ αμέτρητες καρδιές. Πιστός στον ανορθόδοξο εαυτό του, ο Μαρουάν Φελαϊνί μετέτρεψε την ιδιαίτερη φύση του σε πανοπλία και πέτυχε, γιατί δεν ξέχασε ποτέ ποιος ήταν.