Ξεκαθαρίζει σήμερα για Οκκά - Πιθανό το σενάριο επιστροφής Τιμούρ!
Ελάχιστες φαίνεται να είναι οι πιθανότητες παραμονής του Γιάννη Οκκά στον πάγκο της Ανόρθωσης.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Ήταν καλοκαίρι του 1981. Η Εθνική ομάδα της Βραζιλίας ήταν η ίδια ζωηρός κι ερωτικός ρυθμός. Ήταν σάμπα. Γεμάτη με αστέρια που όλοι τους άκουγαν με ευλάβεια τον αρχηγό τους. Κάθε του λέξη. Η «Σελεσάο» ήταν μουσική για τα μάτια. Μια από τις καλύτερες εθνικές ομάδες που είχε δει ποτέ ο κόσμος, όμως ο captain της, ο captain της ήταν κάτι άλλο. Ο Σόκρατες ήταν διαφορετικός από όλους όσοι την συνέθεταν. Διαφορετικός από όλους όσοι συνέχισαν να την υπηρετούν τα επόμενα χρόνια. Διαφορετικός από κάθε άλλον ποδοσφαιριστή στον κόσμο.
Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της «χώρας του καφέ», είχε μόλις ολοκληρώσει την περιοδεία του στις καλύτερες χώρες της Ευρώπης στο πλαίσιο της προετοιμασίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του επόμενου έτους στην Ισπανία. Ο Dr. Socrates εύστροφος, εύγλωττος και πάντοτε χείμαρρος, ειδικά όταν οι φωνητικές του χορδές υγραίνονταν από την αγαπημένη του μπύρα, διοικούσε την ομάδα εντός κι εκτός αγωνιστικών χώρων, κρατώντας ένα μπουκάλι μπύρα στο ένα χέρι, κι ένα τσιγάρο στο άλλο.
Το να τον ακούς να μιλάει ήταν σχεδόν το ίδιο μαγικό με το να τον βλέπεις να παίζει μπάλα. Ίσως περισσότερο. Οι δημοσιογράφοι δεν άφηναν ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. «Πέθαιναν» για να τον έχουν μπροστά στο μικρόφωνό τους. Το τσούρμο του Σόκρατες ήταν λοιπόν σε ένα μπαρ στην Στουτγάρδη. Κάποια στιγμή, τον πλησίασε ένα δημοσιογράφος και του ζήτησε να κάνει δηλώσεις. Ύψωσε το βλέμμα του πάνω από ένα τείχος με άδεια, γυάλινα μπουκάλια μπύρας που είχε μπροστά του στα τραπέζια και έγνεψε καταφατικά. Ο cameraman έστησε βιαστικά το τρίποδο απέναντί του και ο δημοσιογράφος βάλθηκε να στοιβάζει εκτός πλάνου τα άδεια μπουκάλια!
-«Κάτω, κάτω, τι νομίζεις ότι κάνεις;», φώναξε χαρούμενα ο Σόκρατες.
-«Δεν θέλω να πλήξω την εικόνα σου», του απάντησε ο δημοσιογράφος.
-«Πίνω, όταν θέλω να πιω. Είμαι ενήλικας με παιδιά και έχω ήδη πατέρα. Δεν χρειάζομαι άλλον», του είπε ο Βραζιλιάνος
Ο Σόκρατες βάδισε από την αρχή ως το τέλος στο χείλος της αυτοκαταστροφής. Σε μια διαρκή έλξη με την «αυτοκτονία» την οποία τροφοδοτούσε η πλήξη του και η επιθυμία του για αλλαγή. «Τα πάντα ρει». Ο Σόκρατες μεγάλωσε σε έναν καταρράκτη λέξεων. Η γνώση και η επιστήμη έγιναν οι πιο οικείοι χώροι, μέσα στους οποίους έθρεφε το πνεύμα του κι ετοιμαζόταν να υπηρετήσει την ιατρική.
Πήρε το όνομά του από τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο κι ήταν ο μεγαλύτερος από τα έξι αδέρφια του. Η ιστορία του διαφέρει από εκείνες των περισσοτέρων Βραζιλιάνων σταρ που μεγαλώνουν στις φαβέλες γνωρίζοντας για τα καλά το αίσθημα της πείνας και της ανέχειας. Ο Sócrates γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1954 σε μια μεσοαστική οικογένεια και μεγάλωσε στο Ribeirão Preto, μια μικρή πόλη 200 μίλια δυτικά του Σάο Πάολο. Από μικρός ερωτεύτηκε τα βιβλία. Εκ φύσεως ευφράδης και με εγγενή τάση στην επιμέλεια, ήταν σίγουρος ότι θα γινόταν γιατρός.
Το ποδόσφαιρο ήταν απλώς ένα παιχνίδι που έπαιζε, ένας μηχανισμός αποσυμπίεσης, από το διάβασμα. Το πρόβλημα ήταν ότι βρήκε το χόμπι του πολύ εύκολο. Είχε φυσική ισορροπία και χάρη, αν και ελάχιστη δύναμη. Τα μακριά του άκρα έδιναν λανθασμένα την εντύπωση της αδεξιότητας. Η ευφυΐα και η φυσική του ικανότητα να μαθαίνει του έδωσαν ένα όραμα και μια τεχνική ασυναγώνιστα στις ηλικιακές ομάδες του. Ακόμη και χωρίς προπόνηση στο παιχνίδι για να βελτιώσει τις δεξιότητές του όπως έκαναν οι συνομήλικοί του στις τάξεις των μικρών της τοπικής ομάδας Μποταφόγκο ξεχώριζε.
Η πρώτη ομάδα της Μποταφόγκο τον κάλεσε τη στιγμή που έφτασε τα 18, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο καθώς εξακολουθούσε να θεωρεί το ποδόσφαιρο απλό χόμπι και δεν ήθελε να τον αποσπάσει από τις ιατρικές του σπουδές περισσότερο από ό,τι ήδη έκανε. Η διοίκηση ήταν επίμονη και έτσι έγινε μια συμφωνία σύμφωνα με την οποία δεν χρειαζόταν να προπονείται, απλώς να παίζει στα παιχνίδια της πρώτης ομάδας. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να κερδίσει χρήματα παίζοντας το παιχνίδι που αγαπούσε, ενώ παρέμεινε αφοσιωμένος στην επιστήμη του.
Δεν δυσκολεύτηκε να αγωνιστεί σε επαγγελματικό επίπεδο σε αυστηρά ανταγωνιστικό πρωτάθλημα όπως αυτό της πολιτείας του Σάο Πάολο. Το νέο πλαίσιο δεν φάνηκε να επηρεάζει την ικανότητά του να οργανώνει εντυπωσιακό το παιχνίδι και να υπηρετεί επάξια τον ελεύθερο ρόλο που είχε πάντοτε στον αγωνιστικό χώρο. Επίσημα ένας μεσοεπιθετικός με δεινότητα στο σκοράρισμα. Ο Σόκρατες γλιστρούσε σε όλο το γήπεδο με τον μοναδικό του τρόπο. Βρισκόταν πάντα στον κενό χώρο κι απαιτούσε την μπάλα, τη μοίραζε με αμεσότητα, επιλέγοντας και ολοκληρώνοντας ορθολογικά, σαν να λύνει τριτοβάθμιαιες εξισώσεις. Έγινε γρήγορα ο σημαντικότερος παίκτης της Μποταφόγκο και σύντομα δεν ήταν μόνο η εκπαίδευση και οι ατελείωτες ώρες μελέτης που αποτελούσαν αγκάθι στους επικεφαλής της ομάδας. Αγαπούσε το αλκοόλ, τα τσιγάρα και τα πάρτι και περπατούσε στα αποδυτήρια μοιάζοντας πολύ περισσότερο σε φοιτητή παρά σε επαγγελματία ποδοσφαιριστή.
Την ίδια στιγμή η υποτακτική στάση των συμπαικτών του άρχισε να τον απασχολεί έντονα. Πολλοί ήταν μαύροι και από φτωχό υπόβαθρο. Οι πρόγονοί τους μεταξύ των εκτιμώμενων τεσσάρων εκατομμυρίων Αφρικανών που ταξίδεψαν στη Βραζιλία πριν από την κατάργηση της δουλείας το 1888. Οι σκλάβοι και οι απόγονοί τους στη συνέχεια αναγκάστηκαν να ζήσουν στις φτωχογειτονιές των πόλεων ή στις φαβέλες. Μια ζωή με ορίζοντα το έγκλημα, τη βία και τη φτώχεια. Για τα πιο ταλαντούχα παιδιά στο ποδόσφαιρο, υπήρχε διέξοδος, αλλά το άθλημα στη συνέχεια τα κυρίευε. Στον Σόκρατες δεν άρεσε η εξουσία που είχαν οι σύλλογοι στους παίκτες και το προσωπικό τους.
Τα συμβόλαια υπογράφονταν σε μεγάλο βαθμό υπέρ της ομάδας. Η ανανέωση ή επέκταση ήταν αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του συλλόγου, δίνοντας στον παίκτη μικρή ή καθόλου διαπραγματευτική ισχύ σχετικά με αύξηση μισθού ή πιθανή μεταγραφή. Αλλά ο Σόκρατες ήταν εκεί προσωρινά, μέχρι να περάσει τις ιατρικές του εξετάσεις και να γίνει γιατρός, κι αυτή του η πεποίθηση ανέτρεψε αυτή τη δυναμική.
Το 1977, σε ηλικία 23 ετών, έγινε ειδικευόμενος γιατρός καθώς απέκτησε πτυχίο από το ιατρικό πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο. Καθώς σκεφτόταν σε ποια πόλη θα έπαιρνε την πρώτη του εμπειρία σε νοσοκομείο, πράγμα που προϋπέθετε μετακόμιση και πολύωρες βάρδιες -κι άρα το οριστικό τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα- η Μποταφόγκο του έκανε μια προσφορά που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Το ποσό που του υποσχέθηκε στεκόταν επιβλητικά πάνω από οποιονδήποτε μισθό θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα πάρει στην ιατρική. Γνωρίζοντας ότι το στηθοσκόπιό του θα ήταν πάντα δίπλα του στο μέλλον, αποφάσισε να υπογράψει το συμβόλαιο και τελικά να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο χωρίς όμως επιβραδύνει το ποτό και τα τσιγάρα.
Συνέχιζε με μαεστρία να κυριαρχεί στον έλεγχο του παιχνιδιού και να λεηλατεί τα αντίπαλα δίχτυα, κι έτσι οδήγησε τη μικρή, επαρχιακή ομάδα στα πρώτα της αξιόλογα «ασημικά». Αναπόφευκτα, οι «μεγάλοι» του «Μπραζιλέιρο» κυνήγησαν την υπογραφή του. Το καλοκαίρι του 1978, η Κορίνθιανς κέρδισε τον αγώνα για την πιο περιζήτητη υπογραφή στη Βραζιλία. Ο Sócrates δεν είχε βρει θέση αποστολή του Κλαούντιο Κουτίνιο για το Παγκόσμιο Κύπελλο στη γειτονική Αργεντινή και πολλοί πίστευαν ότι η απροθυμία να τον καλέσουν στη Seleção ήταν για άλλη μια φορά λόγω της κοινωνικής του ζωής και του τρόπου που κουβαλούσε στον εαυτό του, σαν επαίτης. Αλλά εκείνος δεν είχε σκοπό να αλλάξει για κανέναν προπόνηση, όπως θα ανακάλυπτε σύντομα και η ιεραρχία του νέου του συλλόγου.
Ο Σόκρατες δεν απόλαυσε ιδιαίτερα τις πρώτες σεζόν του στην Κορίνθιανς, της οποίας η τεράστια βάση θαυμαστών από την εργατική τάξη επέμενε οι παίκτες που τους εκπροσωπούν έπρεπε να δείχνουν πάθος και να δίνουν αίμα, ιδρώτα και δάκρυα εβδομαδιαία. Ο Socrates δεν ήταν τέτοιος. Ήταν ένας εγκεφαλικός ποδοσφαιριστής που πίστευε ειλικρινά ότι το ποδόσφαιρο παιζόταν με το μυαλό και το σώμα ήταν απλώς το όχημα, το μέσο για να εκφραστούν τα παράγωγα του μυαλού. Η ευφυΐα και η φαντασία. Αυτό τον έκανε εύκολο στόχο για κριτική από τους υποστηρικτές και τα τοπικά μέσα ενημέρωσης μετά από κακές επιδόσεις ή αποτελέσματα.
Σύντομα όμως καθιερώθηκε ως ο ηγέτης της ομάδας εντός γηπέδου και τελικά έκανε το ντεμπούτο του με τη διάσημη κίτρινη φανέλα της αγαπημένης του Βραζιλίας. Οδήγησε την Κορίνθιανς στη δόξα του πρωταθλήματος στην πρώτη του σεζόν εκεί και το αστέρι του ανέβαινε ανεξέλεγκτα. Είχε μάλιστα αναπτύξει ένα αυθεντικό σήμα κατατεθέν στο γήπεδο, τόσο τέλεια ήταν η τεχνική και η αντίληψή του, που μπορούσε να πασάρει χωρίς να έχει οπτική επαφή με τον συμπαίκτη του, με τακουνάκι.
Μέχρι το 1981 ήταν ο αρχηγός και το πρόσωπο τόσο του συλλόγου όσο και της χώρας. Στα 27 του, οι κοινωνικές ανισότητες που τον περιέβαλλαν στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και την καθημερινή ζωή σε μια χώρα που συθλίβονταν από την στρατιωτική δικτατορία ήταν έντονες και ανησυχητικές. Όταν ένας νεότερος, πιο προοδευτικός διευθυντής ποδοσφαίρου διορίστηκε στην Κορίνθιανς, αυτός και ο Σόκρατες δημιούργησαν έναν γερό δεσμό και ο αρχηγός του συλλόγου είδε την ευκαιρία που παρουσιαζόταν.
Να κάνει το ποδόσφαιρο όχημα αλλαγής. Να το θέσει στην υπηρεσία του λαού. Να το κάνει «όπλο» και εργαλείο. Να κάνει επανάσταση.
Ξεκίνησε την «Corinthians Democracy» και σύντομα, όλοι στο σύλλογο, από τον πρόεδρο μέχρι τις γυναίκες που εργάζονταν στην καθαριότητα και τον γυμναστή, είχαν όλοι ισότιμη ψήφο και κάθε θέμα που άπτονταν της καθημερινότητας της ομάδας, από το πώς και πότε να ταξιδέψουν για τους εκτός έδρας αγώνες, μέχρι για το ποιος παίκτης θα υπογράψει περνούσε από ψηφοφορία. Τα μπόνους νίκης μοιράζονταν εξίσου σε όλους τους παίκτες και ένα ποσοστό μοιράζονταν μεταξύ όλου του προσωπικού του συλλόγου. Στο κίνημα δόθηκε το σύνθημα «Ελευθερία, με ευθύνη».
Η Κορίνθιανς έχει τεράστια βάση οπαδών στη Βραζιλία. Άπαντες πρόσεχαν με έκδηλη περηφάνια τι συνέβαινε μέσα στην καρδιά της οργάνωσης που υποστήριζαν. Άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να φωνάζουν στο όνομα της «Δημοκρατίας» στο όνομα της Κορινθιακής Δημοκρατίας, την στιγμή που οι όσοι ζούσαν παρασιτικά στο ποδόσφαιρο κοιτούσαν νευρικά κάτι να θεριεύει στα σπλάχνα της.
Η προσοχή του κόσμου ήταν στην «Seleção» καθώς η ομάδα έφτασε στην Ισπανία πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κύκλωναν σαν σμήνη από μέλισσες τα φαβορί «ζητιανεύοντας» μια δήλωση. Τα δύο βασικά αστέρια της Βραζιλίας ήταν εκείνος και ο Ζίκο. Σε μια συνέντευξη πίεσαν τον Sócrates να κατονομάσει το στυλ παιχνιδιού της ομάδας. Οι Ολλανδοί είχαν εισαγάγει το Total Football την προηγούμενη δεκαετία κι ο Σόκρατες στοχάστηκε για ένα δευτερόλεπτο πριν αναφωνήσει: «οργανωμένο χάος»!
Στο εναρκτήριο παιχνίδι της Βραζιλίας με την ΕΣΣΔ ο Σόκρατες σκόραρε και περιέγραψε το γκολ του ως «ατελείωτο οργασμό». Ο τρόπος που αποκάλυπτε τις σκέψεις του, ο τρόπος που εκφραζόταν, ήταν μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του. Το «ταξίδι» του κίτρινου χάους όμως κατέληξε σε ένδοξη αποτυχία. Η ομάδα χρειαζόταν μόνο μια ισοπαλία με την Ιταλία, στη δεύτερη φάση των ομίλων για να προκριθεί στα ημιτελικά, και η υπόσχεση του Σόκρατες για... οργανωμένο χάος, μετατράπηκε τελικά σε προφητεία, καθώς τόσο οι προπονητές όσο και οι παίκτες αρνούνταν πεισματικά να παίξουν για έναν μόνο βαθμό, παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν δύο φορές πίσω στο σκορ. Το τρίτο και τελευταίο γκολ στην αντεπίθεση του Πάολο Ρόσι ήταν αρκετό για να τελειώσει το παραμύθι και να ραγίσει τις καρδιές των Βραζιλιάνων.
Στην επιστροφή στην πατρίδα, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στη δική του Κορίνθιανς και το «Campeonato Paulista» που ξεκίνησε ξανά μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Πολιτικοί ηγέτες, επιχειρηματίες και μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης είχαν περάσει δεκαετίες κάνοντας πλύση εγκεφάλους στους καταπιεσμένους ανθρώπους ότι η δημοκρατία δεν μπορούσε να λειτουργήσει κι ότι η άθλια φτώχεια τους ήταν το μόνο που μπορούσαν να λαχταρούν στη ζωή. Μια ατελείωτη απελπισία.
Όμως τώρα όλοι φοβούνταν τη δυναμική της «Κορινθιακής Δημοκρατίας». Σκέφτονταν αν η «φλόγα» της θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα ευρύτερο κίνημα σε μια χώρα όπου η κοινωνική και οικονομική ανισότητα ήταν τόσο έντονη όσο οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Εν μέσω αυτού του κλίματος η Κορίνθιανς συνάντησε τη Σάο Πάολο -την ομάδα που παραδοσιακά θεωρείται εκπρόσωπος των πλουσίων και των συντηρητικών- σε έναν διπλό τελικό με κάτι περισσότερο από ένα τρόπαιο να διακυβεύεται. Τα πανό και το μίσος ξεπερνούσαν τις εξέδρες, «ξερνούσαν» αγανάκτηση και οργή. Η Κορίνθιανς και η Δημοκρατία που εκπροσωπούσε, κέρδισαν με συνολικό σκορ 4-1.
Όταν ο Σόκρατες σκόραρε, στεκόταν ακίνητος και σιωπηλός. Σήκωνε τη γροθιά του στον ουρανό. Ήταν ένας ξεκάθαρα επαναστατικός χαιρετισμός. Κίνηση αρκούντως ικανή να δώσει νέο ρυθμό στο κίνημα. Ο ίδιος τελικός επαναλήφθηκε 12 μήνες αργότερα για τον τίτλο Paulista του 1983. Και πάλι ο Σόκρατες οδήγησε έξω τους πιστούς μαθητές του. Και πάλι νίκησαν. Και πάλι σκόραρε. Και πάλι χαιρέτησε επαναστατικά. Ένα γιγάντιο πανό τύλιγε τους υποστηρικτές της Κορίνθιανς. «Να νικήσεις ή να χάσεις, αλλά πάντα με δημοκρατία». Και πάλι, το κίνημα ενισχύθηκε.
Ευρωπαϊκοί σύλλογοι της ελίτ φλέρταραν τότε έντονα με το πολύτιμο «φυλακτό» της Βραζιλίας, εκείνος όμως ένιωθε δεσμευμένος να μείνει στην πατρίδα του και στο κλαμπ που του παρείχε το όχημα για την αλλαγή, ενώ πάντα μπορούσε να κάνει παράλληλα τη διαφορά. Να βοηθήσει τα 170 εκατομμύρια συμπατριώτες να αποτινάξουν τον καταπιεστή τους. Ο Σόκρατες και οι οπαδοί της Κορίνθιανς ήταν πλέον ένα. Πνεύματα ανήσυχα και κουρασμένα, που μοιράζονταν την ίδια άσβεστη επιθυμία. Εκείνος είχε ερωτευτεί τον σύλλογο και τον σκοπό που μεγάλωνε στη σάρκα του. Και οι οπαδοί της είχαν ερωτευτεί εκείνον και όλα όσα έκρυβε στο μυαλό και την καρδιά του. Δεν ήταν απλώς ο ποδοσφαιρικός τους ηγέτης.
«Θέλω να πεθάνω την Κυριακή, την ημέρα που η Κορίνθιας θα κερδίσει έναν τίτλο», τους είχε πει.
Η οικονομία της Βραζιλίας κατέρρεε και ο πληθωρισμός εκτοξευόταν στα ύψη. Οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι. Οι φτωχοί λαχταρούσαν να είναι απλώς φτωχοί γιατί πλέον λιμοκτονούσαν και πέθαιναν. Είχε ξεκινήσει εξέγερση. Συλλαλητήρια έπνιγαν κάθε σημείο της χώρας. Όλοι ζητούσαν να επιτραπεί στους πολίτες να ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές – δικαίωμα που τους είχε αφαιρεθεί πολύ πριν.
Οι χιλιάδες παρευρισκόμενοι σε συγκεντρώσεις σύντομα έγιναν εκατομμύρια. Απαιτούσαν αλλαγή και στις αρχές του 1984 ζήτησαν δημοκρατία. Το πατριωτικό εθνικό χρώμα, το κίτρινο, επιλέχθηκε για να αντιπροσωπεύσει τη διαμαρτυρία και ο Σόκρατες προέτρεψε όλους τους συμπαίκτες του να φορούν κάτι κίτρινο στο πρόσωπό τους κατά τη διάρκεια των αγώνων. Εκείνοι φυσικά έκαναν αυτό που τους ζήτησε ο αρχηγός τους.
Ένας γενναίος βουλευτής υπέβαλε τότε μια τροπολογία που πρότεινε στους πολίτες να έχουν την ψήφο που επιθυμούν στις επερχόμενες εκλογές.
Την ίδια στιγμή, τον Απρίλιο του 1984, οι φήμες ότι ο Σόκρατες θα μετακόμιζε σε ιταλικό κλαμπ ήταν έντονες, αλλά εκείνος έδωσε μια υπόσχεση στο λαό, ότι εάν η τροπολογία περνούσε και το προοδευτικό κίνημα συνεχιζόταν, δεν θα τους εγκατέλειπε ποτέ. Τα μέσα ενημέρωσης ήταν πλημμυρισμένα από τον παροξυσμό που είχε προκαλέσει, κάτι που πρόσθεσε πίεση στους πολιτικούς να ψηφίσουν υπέρ της μελλοντικής δημοκρατίας. Αλλά οι μηχανορραφίες του βίαιου κυβερνώντος στρατού δεν έπρεπε να υποτιμηθεί και 113 βουλευτές δεν κατάφεραν να ρίξουν τα ψηφοδέλτιά τους την κρίσιμη βραδιά. Η τροπολογία υπολειπόταν κατά 22 ψήφους για να περάσει.
Πιστός στον λόγο του, ο Σόκρατες έφυγε για την Ιταλία, υπογράφοντας στη Φιορεντίνα σε μια πράξη εξέγερσης.Η μοναχική του σεζόν στην Ιταλία ήταν καταστροφική. Οι τραυματισμοί, το αμυντικό στυλ του ποδοσφαίρου, οι κλίκες στα αποδυτήρια και η παγωμένη Τοσκάνη συνωμότησαν για να κάνουν τον Σόκρατες να φαίνεται υπερεκτιμημένος και ξεδιάντροπα ακριβά αμειβόμενος ποδοσφαιριστής.
Σε μια εποχή που θα έπρεπε να κάνει φίλους, έκανε περισσότερους εχθρούς στο κλαμπ. Κι αν το κάπνισμα, το υπερβολικό ποτό και η ατημέλητη εμφάνισή του δεν ήταν αρκετά προσβλητικά για τους επιδέξιους και σικάτους Ιταλούς, συνέχισε τον σοσιαλιστικό του ακτιβισμό. Κάπως έτσι με έναν δεξιό εργοδότη να πληρώνει τεράστιους μισθούς για έναν αλλοδαπό παίκτη με χαμηλή απόδοση τη στιγμή που επιτρέπονταν μόνο δύο παίκτες από το εξωτερικό, η ευρωπαϊκή περιπέτεια του Σόκρατες έμελλε να είναι σύντομη.
Τον έσωσε από την κόλαση που δημιούργησε ο ίδιος, η Φλαμένγκο και πέταξε από τα τσουχτερά κρύα βουνά στον καλοκαιρινό ήλιο του Ρίο. Η ομάδα είχε επίσης αποκτήσει τον Ζίκο και είχε επανενώσει τους σούπερ σταρ της Βραζιλίας προς έκσταση των φανατικών υποστηρικτών της. Αλλά το Copacabana δεν ήταν το σταθερό περιβάλλον ενός ημι-αλκοολικού επαγγελματία αθλητή που του είχαν λείψει η βραζιλιάνικη διασκέδαση και τα γλέντια. Σύντομα βρέθηκε στις εφημερίδες για όλους τους λάθος λόγους, καθώς τα σκάνδαλα από τα μεθύσια έγιναν το νέο σήμα κατατεθέν του.
Δεν είχε καν το ίδιο κίνητρο για να συνεχίσει τον πολιτικό του ακτιβισμό, καθώς είχε επιστρέψει σε μια χώρα που είχε επιτέλους ανατρέψει τη στρατιωτική εξουσία που τους μάστιζε από τότε που ο Σόκρατες ήταν μικρό αγόρι. Λόγω των κινημάτων στα οποία είχε παίξει τόσο δυναμικό ρόλο, η Βραζιλία είχε πλέον έναν πολιτικό πρόεδρο και ένα νέο δημοκρατικό σύνταγμα. Όπως ήταν αναμενόμενο, δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει τους τραυματισμούς του, αλλά κατάφερε να βρει λίγη από τη φόρμα του έχοντας ως κίνητρο το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό.
Βέβαια δεν θεωρούνταν πλέον ως ο κατάλληλος αρχηγός για να ηγηθεί της χώρας και η φανέλα με το νούμερο «18» που του έδωσε ο Telê Santana έδειχνε πόσο είχε ξεπέσει. Πάλεψε όμως με τη φυσική του κατάσταση για να κερδίσει τη θέση του στην αρχική θέση και σημείωσε το μοναδικό γκολ του αγώνα από το σημείο του πέναλτι στην έναρξη του τουρνουά εναντίον της Ισπανίας. Ωστόσο, η επιλογή του για τις κορδέλες με τα κοινωνικά μηνύματα πρόσθεσαν κάτι ακόμα στον μύθο του.
Η Βραζιλία στα προημιτελικά συνάντησε τους πρωταθλητές Ευρώπης τη Γαλλία του Μισέλ Πλατινί στη Γκουανταλαχάρα. Το αδιέξοδο 1-1 οδήγησε το ματς στα πέναλτι, και ένας εξαντλημένος Σόκρατες έχασε το δικό του. Ήταν το τελευταίο του σουτ με την κίτρινη φανέλα που λάτρευε. Σκόραρε 22 γκολ με τη Βραζιλία στις 60 φορές που την εκπροσώπησε.
Οι τραυματισμοί και το ποτό συνεχίστηκαν στην επιστροφή του στο Ρίο. Ο Σόκρατες έπαιξε μόνο 20 αγώνες για τη Φλαμένγκο σε ένα άλλο σύντομο και αμφιλεγόμενο πέρασμα. Οι οπαδοί είδαν τον ίδιο και τον Ζίκο να ξεκινούν μόνο έναν αγώνα μαζί – μια νίκη με 4-1 επί της πιο μισητής γείτονάς τους της Φλουμινένσε-. Όταν συνειδητοποίησε ότι θα ξεκινούσε ξανά το επόμενο παιχνίδι από τον πάγκο, έβαλε τα παπούτσια του, τα πέταξε στον κάδο φεύγοντας από το προπονητικό και αμέσως ανακοίνωσε την απόσυρσή του, παραιτούμενος από τον προσοδοφόρο μισθό με τον οποίο είχε συμβόλαιο για έναν ακόμη χρόνο.
Όπως πάντα υποσχόταν ότι θα έκανε, επέστρεψε στη γενέτειρά του και ξεκίνησε μάθημα σε πανεπιστήμιο για να ανανεώσει τις ιατρικές του γνώσεις και τα προσόντα του. Αλλά όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα στη ζωή του, ο Σόκρατες συνειδητοποίησε γρήγορα ότι είχε θεωρήσει δεδομένη τη μοναδική του καριέρα. Του έλειψε το ποδόσφαιρο και το ερωτεύτηκε ξανά υπογράφοντας στη Σάντος – φορώντας την ίδια φανέλα του συλλόγου με τον Πελέ και την ομάδα των σούπερ σταρ από τη δεκαετία του 1960 που είχε ερωτευτεί ως αγόρι. Τέλος, έκλεισε την καριέρα του στην Μποταφόγκο, παίζοντας τον τελευταίο του επαγγελματικό αγώνα τον Νοέμβριο του 1989 για τον ίδιο σύλλογο που είχε παίξει τον πρώτο του για 17 χρόνια νωρίτερα.
Ποτέ δεν ήταν αρκετά ικανοποιημένος ή πραγματικά ευτυχισμένος στη ζωή. Το κεφάλαιο που ακολούθησε αφότου σταμάτησε την μπάλα, μοιράστηκε από το ένα πάθος στο άλλο. Στην προσωπική του ζωή, άφησε την σύζυγό του με μια 20χρονη τενίστρια. Ο τελικός «απολογισμός» έχει τέσσερις γάμους και πέντε παιδιά. Στην επαγγελματική του ζωή εγκατέλειπε τακτικά πολιτικά εγχειρήματα για ιατρικά έργα και μετά εγκατέλειπε τις φιλοδοξίες του για χειρουργικές επεμβάσεις για να προπονήσει μια ημι-επαγγελματική ποδοσφαιρική ομάδα για χάρη ενός παλιού φίλου. Ταξίδεψε επίσης στη σφαίρα της συγγραφής, της μουσικής και της τηλεόρασης. Κάθε φορά που ερχόταν η πλήξη, είτε σε έναν γάμο, είτε σε ένα έργο, ο Σόκρατες πατούσε το κουμπί αυτοκαταστροφής που έβρισκε πάντα διαθέσιμο ενώ καθόταν σε ένα σκαμπό κάποιου μοναχικού μπαρ πίνοντας.
Αλλά ο κοινός άξονας όλων των ιδιοτροπιών του ήταν μια παρόρμηση να βοηθήσει τους ανθρώπους, να δώσει σε αυτούς που βρίσκονται σε χειρότερη θέση από αυτόν ή να τείνει ένα χέρι βοηθείας στις νεότερες γενιές. Για παράδειγμα, το 1996, ο Σάιμον Κλίφορντ έγινε φίλος με τον Ζουνίνιο κατά τη διάρκεια της απίθανης ερωτικής σχέσης του Βραζιλιάνου διεθνή με τη Μίντλεσμμπορο. Αυτή η φιλία άνοιξε περαιτέρω επαφές για τον φιλόδοξο νεαρό προπονητή Κλίφορντ –που λάτρευε το Jogo Bonito– ο οποίος στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βραζιλία για να μελετήσει την προπονητική και την κουλτούρα της.
Στη συνέχεια ίδρυσε το «Brazilian Soccer Schools» και εισήγαγε το futsal στη Μεγάλη Βρετανία. Όταν ο Σάιμον αγόρασε και έγινε διευθυντής της Γκάρφορθ Τάουν το 2003, το όνειρό του ήταν να πλημμυρίσει την ομάδα με τους αποφοίτους από την πλέον διευρυμένη παγκοσμίως ακαδημία του. Ο Κλίφορντ ήθελε επίσης να φέρει σε επαφή τα παιδιά στις ακαδημίες με μεγάλους θρύλους του ποδοσφαίρου της Βραζιλίας. Προσέγγισε έτσι διάφορους βετεράνους Βραζιλιάνους, συμπεριλαμβανομένων των Ζίκο, Ριβελίνο και Ζαϊρζίνιο. Τα νέα αυτής της ευκαιρίας έφτασαν σύντομα στην πόρτα του αιώνιου ελεύθερου πνεύματος. Του ταξιδιώτη της ζωής. Του Σόκρατες.
Ο Κλίφορντ και η θρυλική φιγούρα του ποδοσφαίρου της Βραζιλίας γνωρίστηκαν και γεννήθηκε μια νέα φιλία. Ο Σόκρατες αποδέχτηκε την πρόταση να ταξιδέψει στη Μεγάλη Βρετανία και να εμπνεύσει τους νέους στις σχολές ποδοσφαίρου του Κλίφορντ. Ενώ βρισκόταν εκεί, υπέγραψε και μια σύντομη συμφωνία παίκτη-προπονητή στον σύλλογο της North Counties East Football League που ανήκε και διοικούσε. Ήθελε ο Sócrates να βοηθήσει την «Γκάρφορθ Τάουν» να πετύχει την άνοδο στην όγδοη βαθμίδα του ποδοσφαίρου της Αγγλίας. Φυσικά και το έκανε.
Τα ΜΜΜ τον πολιορκούσαν. Ρωτούσαν τον λόγο που βρίσκεται εκεί, κι εκείνος απαντούσε πως απλώς ήθελε βοηθήσει τον φίλο του και τα παιδιά να κοινωνικοποιηθούν μέσω του ποδοσφαίρου. Δεν αγωνίστηκε παρά μόνο λίγα λεπτά, αλλά επιστρατεύοντας τα καλύτερα αγγλικά του, δεν έπαψε να συζητά και να ανταλλάζει απόψεις με όποιον τον προσέγγιζε. Ο Σάιμον και ο Σόκρατες ξεκίνησαν έπειτα μια περιοδεία στις σχολές ποδοσφαίρου της Βραζιλίας σε όλη την Αγγλία και τη Σκωτία, παρέχοντας στα παιδιά μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Να εμπνευστούν από έναν μυθικό θεό του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Από άλλα «επιτεύγματα», κατάφερε να παρασύρει τον Σάιμον να ξεκινήσει το κάπνισμα. Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί πως μετά από κάθε γεύμα τον προέτρεπε να κάνουν μαζί ένα τσιγάρο μέχρι που έγινε συνήθεια. Μιλώντας με τα πιο εγκάρδια λόγια για τον φίλο του, ο Κλίφοντ σε συνέντευξή του στο «These Football times» τόνισε: «Ερωτεύτηκε αυτό που προσπαθούσαμε να κάνουμε. Προσπαθούσα να κάνω αλλαγές στο αγγλικό ποδόσφαιρο και στην προπόνηση νεαρών παικτών φέρνοντας το ποδόσφαιρο σάλας και διάφορα άλλα πράγματα. Ήταν τόσο παθιασμένος με αυτό όσο κι εγώ. Ήταν πάντα χαρούμενος, γεμάτος ζωή. Είχε μια περιέργεια για αυτόν που μπορείς να βρεις μόνο σε ένα παιδί. Του άρεσε να έρχεται στην Αγγλία γιατί δεν είχε έρθει ποτέ εδώ. Ήταν μαθητής της ζωής, μαθητής των ανθρώπων και πολύ προσηλωμένος ακροατής. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου – εξαιρετικούς ανθρώπους – αλλά ήταν διαφορετικός από οποιονδήποτε είχα γνωρίσει ποτέ πριν. Είχε μια παρουσία και μια σοφία που δεν νομίζω ότι έχω ξαναδεί σε κανέναν.»
Το περιβόητο πάθος του για το αλκοόλ, δεν έσβησε ποτέ. Τον συντρόφευσε και τον κυρίευε ως τα 50 του χρόνια, παρόλο που λίγοι γνώριζαν όσο εκείνος τις αναπόφευκτες καταστροφικές του συνέπειες. Δεν σκέφτηκε ποτέ να το κόψει. Πέρασε μεγάλο μέρος του 2011 στο νοσοκομείο με κίρρωση, καθώς το σώμα του εξασθενούσε οριστικά και τελικά πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου μετά από μια τροφική δηλητηρίαση που το τσακισμένο σώμα του δεν μπορούσε να παλέψει. Αργότερα εκείνη την ημέρα, η Κορίνθιανς έπαιξε έναν εντός έδρας αγώνα πρωταθλήματος εναντίον της Παλμέιρας. Οι υποστηρικτές της σήκωσαν τις γροθιές τους προς τιμήν του. Μια ισοπαλία χωρίς τέρματα ήταν αρκετή για να επιβεβαιωθεί η Κορίνθιανς ως πρωταθλήτρια. Ήταν Κυριακή.