«Στην Κύπρο δεν τους ενδιαφέρει για τα νέα παιδιά - Η Ανόρθωση ήταν ένα σοκ για μένα»

«Στην Κύπρο δεν τους ενδιαφέρει για τα νέα παιδιά - Η Ανόρθωση ήταν ένα σοκ για μένα»

Ο Γκόρντον Σίλντενφελντ παραχώρησε συνέντευξη σε ελλαδικό ΜΜΕ και μεταξύ άλλων μίλησε για το κυπριακό ποδόσφαιρο.

Η συνένετευξη στο gazzetta.gr

Προσωπικότητα, από αυτές που δεν συναντάς κάθε μέρα. Αντιθέτως, συναντάς σπάνια. Ο Γκόρντον Σίλντενφελντ επέλεξε στην καριέρα του να ζήσει τα άκρα, να αποκτήσει εικόνες πολύ αντίθετες μεταξύ τους. Το σεργιάνι του στον πλανήτη «ποδόσφαιρο», κάθε άλλο παρά δέκα μέτρα γης, ήταν. Για να δανειστούμε και την φράση από το γνωστό τραγούδι. Ο Κροάτης αμυντικός έζησε σε συνθήκες, από τις οποίες δεν μπορεί κάποιος να βγάλει εύκολα, μία κοινή συνισταμένη.

Από όλες τους τις περιπέτειες, όμως, κράτησε ένα πολύ ενδιαφέρον σε περιεχόμενο, ημερολόγιο. Και τώρα, αυτό το ημερολόγιο, ήρθε η ώρα να το μοιραστεί με τους αναγνώστες του Gazzetta. Περνάει πια μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αθήνα και στην Γλυφάδα. Εκεί τον συναντήσαμε ένα πρωί κι εμείς, για μία συζήτηση που διήρκησε πολύ.

Δεν φταίει αυτός, μα ούτε κι εμείς. Του ζητήσαμε να φέρει στο μυαλό του στιγμές από τα 20 και πλέον χρόνια που πέρασε, παίζοντας ποδόσφαιρο στο κορυφαίο επίπεδο. Φυσικά, σταθήκαμε λίγο παραπάνω στο διάστημα που αγωνίστηκε στα μέρη μας, φορώντας αρχικά την φανέλα του ΠΑΟΚ και εν συνεχεία αυτήν του Παναθηναϊκού.

Στις ιστορίες που θα διαβάσετε στις περισσότερες από 6000 λέξεις που ακολουθούν, θα διακρίνετε την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Θα καταλάβετε πως αυτή τον έστειλε στο Καραϊσκάκη για αγώνα του Ολυμπιακού στο Champions League. Αλλά και για τον αθλητισμό, γενικότερα. Δεν δίστασε να δει από κοντά αγώνα των ερυθρόλευκων στο πόλο.

Αν αναζητήσετε τις λέξεις που χρησιμοποίησε περισσότερες φορές στην κουβέντα μας αυτές θα είναι «επιτυχίες», «νίκες», «διακρίσεις». Έτσι, έμαθε. Και είναι, δικαίως, περήφανος γι’ αυτό. Διότι σε κάθε βήμα της καριέρας του, ήθελε να έχει ρόλο πρωταγωνιστή. Ήθελε να είναι αυτός που χαμογελά, μετά το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή.

Φωτογραφίες, κάμερα: Θοδωρής Σανιδάς
Design: Χρήστος Ζωίδης

Τα best of από τη μεγάλη συνέντευξη του Σίλντεφελντ στο YouTube του Gazzetta:

 

«Στην Κύπρο δεν τους ενδιαφέρει για τα νέα παιδιά»

Η πρώτη προπονητική εμπειρία και η έλλειψη ενδιαφέροντος για τους νεαρούς ποδοσφαιριστές στην Κύπρο

Δεν έχεις μιλήσει ξανά από την ημέρα που σταμάτησες το ποδόσφαιρο. Να, λοιπόν, η ιδανική ευκαιρία. Πρώτα απ’ όλα, λένε πως όταν σταματάς το ποδόσφαιρο, πρέπει να σκοτώσεις τον παίκτη μέσα σου. Το έχεις κάνει;

Πρέπει να σκοτώσεις τον τρόπο ζωής, στον οποίο είχες μάθει. Όταν σταματάς, το σώμα σου αλλάζει, η οικονομική σου κατάσταση αλλάζει, η δομή της καθημερινότητάς σου αλλάζει. Πρέπει να είσαι γρήγορος και να οργανώσεις σωστά την σκέψη σου. Το έχω καταφέρει, πέρασα από αυτό το στάδιο. Για μένα ο καλύτερος τρόπος ήταν αυτός που ακολούθησα. Μόλις, δηλαδή, σταμάτησα να παίζω, ξεκίνησα αμέσως μία άλλη δουλειά. Ήταν για μένα ένας πολύ καλός συνδυασμός και με βοήθησε, εκτός των άλλων, να αποφασίσω τι ήθελα να κάνω στο μέλλον. Σίγουρα, στην αρχή ήταν ένα σοκ. Έβγαζα χρήματα από την ηλικία των 15, από εκείνη την ημέρα έπαιζα ποδόσφαιρο. Μία μέρα ξυπνάς και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Πέρασαν 20 χρόνια όντας αθλητής, το σώμα μου άρχισε να αλλάζει. Είχα κάθε μέρα σκληρές προπονήσεις, προετοιμαζόμουν για κάτι σημαντικό και αυτό σταμάτησε. Δοκίμασα για ένα διάστημα να μην κάνω τίποτα και να απολαύσω την ζωή μου, αλλά μετά από δύο μήνες κατάλαβα πως το να δουλεύω στο ποδόσφαιρο είναι στο αίμα μου. Το αγαπώ. Βρήκα την ευκαιρία στον Άρη Λεμεσσού και ήμουν διευθυντής στην ακαδημία και προπονητής στις μικρές ομάδες. Κατάλαβα, έτσι, ότι αυτό μου άρεσε.

Μία ακαδημία, όμως, χρειάζεται περισσότερο έναν δάσκαλο, παρά έναν προπονητή.

Αυτό είναι κάτι που το κατάλαβα αργότερα. Είναι κάτι που, δεδομένα, ισχύει. Δεν θα πήγαινα ξανά κάτω από ένα ηλικιακό όριο. Δεν είναι για μένα. Στις ηλικίες των Κ19 γίνονται τα πρώτα σοβαρά ποδοσφαιρικά βήματα. Πρέπει να τους μάθεις τις αρχές του ποδοσφαίρου, όχι πως να απολαμβάνουν το παιχνίδι. Αυτή είναι η διαφορά. Τους χτίζεις τη νοοτροπία και τους μαθαίνεις κάθε μέρα πως να γίνουν καλύτεροι ποδοσφαιριστές. Είναι και αυτός ένας τρόπος διδασκαλίας, αλλά δεν είσαι στο νηπιαγωγείο. Είσαι στο δημοτικό. Δεν έχω ούτε υπομονή, αλλά ούτε και ταλέντο στο να προπονήσω μικρότερα παιδιά. Είμαι καλός στο να εξελίξω τα ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά του κάθε νεαρού ποδοσφαιριστή.

Gordon_Scieldenfoeld_kypros

Διαπίστωσες να υπάρχει ταλέντο στα παιδιά στην Κύπρο;

Βεβαίως, αν και στη χώρα αφήνουν στην άκρη αυτές τις ηλικίες. Ήμουν στην Κύπρο για εννέα χρόνια και γνωρίζω τα προβλήματα του ποδοσφαίρου της. Δεν τους νοιάζουν αυτές οι ηλικίες. Κάποια παιδιά διατηρούνται στα ρόστερ των ομάδων, αποκλειστικά και μόνο γιατί το επιβάλλει ο νόμος. Αν δεν ήταν αυτός, δεν θα υπήρχαν αυτά τα παιδιά στα ρόστερ. Υπάρχει ταλέντο, αλλά δείχνουν να μην τους ενδιαφέρει. Θέλει υπομονή αυτή η διαδικασία και κανείς δεν την δείχνει στην Κύπρο.

Όταν ξεκινούσες να παίζεις επαγγελματικά ποδόσφαιρο, μπορούσες να φανταστείς πως θα διαγράψεις αυτήν την πορεία που διέγραψες;

Όχι, ποτέ δεν φαντάστηκα έτσι την πορεία μου. Ήμουν το παιδί που απολάμβανε να παίζει. Να παίζει μπάσκετ και άλλα σπορ. Μεταξύ αυτών και ποδόσφαιρο. Απολάμβανα να πηγαίνω για προπόνηση, να είμαι ένας από τους καλύτερους. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι «μια μέρα θέλω να φτάσω εκεί». Άρχισα να σκέφτομαι έτσι, μετά από πολύ καιρό. Όταν άρχισα να παίζω τα πρώτα μου ματς ως επαγγελματίας στην Σίμπενικ. Εκείνη την περίοδο ήταν μία μικρή ομάδα της Κροατίας. Σκεφτόμουν ότι ήθελα να πάω να παίξω σε ένα μεγαλύτερο κλαμπ, όμως, αυτό ήταν περισσότερο μία ελπίδα. Υπήρχε ακόμα ένας νόμος που δεν σου επέτρεπε να παίξεις έξω από την χώρα μέχρι να κλείσεις τα 18 έτη. Ήθελαν να διατηρήσουν όλο το ταλέντο μέσα στην εγχώρια λίγκα. Ήμασταν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά και υπήρχε η ελπίδα, αλλά έμοιαζε ένα άπιαστο όνειρο. Έπρεπε να είσαι ο ένας στους 100, για να βγεις έξω από την Κροατία. Όταν ήρθε η Ντίναμο Ζάγκρεμπ, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως ήμουν αρκετά καλός σε αυτό που έκανα. Και ότι ίσως το σκέφτονταν και άλλοι αυτό. Κάπως έτσι, το όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.

Για ένα παιδί που μεγαλώνει στην Κροατία, πόσο σπουδαίο επίτευγμα αποτελεί το να φορέσει κάποια στιγμή την φανέλα της Ντίναμο Ζάγκρεμπ;

Σκέψου μόνο πως έβλεπα τους παίκτες της στην τηλεόραση ενώ ήμουν στην δεύτερη κατηγορία τον Ιούνιο και πετυχαίναμε την άνοδο και τον Αύγουστο έπαιζα στο Europa League. Ήταν κάτι αδιανόητο. Ξεχάστε τα ζητήματα με τους διαιτητές κτλ, σκεφτείτε μόνο ότι ήταν ένα άλλο άθλημα. Οι διαιτητές, τα γήπεδα, όλα, ήταν πολύ χειρότερα συγκριτικά με σήμερα. Στα μάτια μου έμοιαζε, σχεδόν, αδύνατο. Ήταν γελοίο το πόσο άλλαξε η ζωή μου ξαφνικά. Πριν λίγες μέρες, αναζήτησα στο Google, όταν με ρώτησε ένας φίλος μου, απέναντι σε ποιους έπαιξα. Και ξαφνικά είδα ότι έπαιξα απέναντι στον Χούντελααρ ή στον Σουάρες ή στον Ντιέγκο. Ήταν παίκτες που στην πορεία έγιναν κάποιοι από τους καλύτερους στον κόσμο. Όλο αυτό συνέβη σε μένα, μέσα σε έξι μήνες. Καταλαβαίνεις ότι η ζωή σου μπορεί να αλλάξει μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και ξαφνικά να γίνεις κάτι. Όταν αυτό ξεκίνησε, δεν ήθελα πια να γυρίσω πίσω. Δεν ήθελα πια να είμαι στον μέσο όρο. Μέχρι τότε δεν πήγαινα ποτέ στο γυμναστήριο. Δεν καταλάβαινα τους άλλους που πήγαιναν. Και ξαφνικά έπαιξα ένα ματς, δεν θυμάμαι αν ήταν φιλικό ή όχι, απέναντι στον Ούγκο Αλμέιδα. Με έσπρωξε με τον ώμο και ένιωσα ότι χτύπησα σε τοίχο. Ήταν πολύ πιο έτοιμος από άποψη φυσικής κατάστασης και τότε κατάλαβα πως πρέπει να αρχίσω να πηγαίνω κι εγώ στο γυμναστήριο. Άρχισα να είμαι ο καλύτερος που μπορούσα. Σταδιακά από 200 ευρώ τον μήνα, έφτασα στα συμβόλαια που υπέγραψα σε Τουρκία ή Γερμανία. Κάπου εκεί αναρωτιέσαι ποιο είναι το επόμενο στάδιο. Εθίζεσαι στην επιτυχία. Έρχονται και οι δύσκολες στιγμές, όμως. Όπως, για παράδειγμα, εγώ πέρασα ένα δύσκολο διάστημα στην Τουρκία, όταν είχα το πρόβλημα με το μάτι μου. Έκανα ένα βήμα πίσω, πήγα στην Στουρμ Γκρατς και η καριέρα μου πήρε και πάλι ανοδική πορεία. Εκείνη η περίοδος ήταν το πρώτο βήμα για την Στουρμ Γκρατς που βλέπουμε σήμερα. Άρχισε να υπάρχει σταθερότητα στο κλαμπ, σε ένα χρονικό σημείο που η Σάλτσμπουργκ ήταν πάρα πολύ δυνατή. Από την Στουρμ, πήγα στην εθνική Κροατίας και αυτό ήταν ένα ακόμα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.

«Ήμουν σε συζητήσεις με τον Άγιαξ, αλλά μου είπαν ότι θα πάω στην Μπεσίκτας»

Το πρώτο βήμα εκτός Κροατίας και το όνειρο του Άγιαξ που δεν έγινε πραγματικότητα

Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να βγεις από την Κροατία, με δεδομένο ότι αγωνιζόσουν στην καλύτερη ομάδα της χώρας και ήσουν «βασιλιάς»;

Η ιστορία μου ήταν λίγο περίεργη. Δεν μπορούσες να διαλέξεις. Υπήρχαν άνθρωποι στην ομάδα που κοιτούσαν το συμφέρον του κλαμπ. Εκείνη την εποχή είχαμε παίξει με τον Άγιαξ και τον είχαμε αποκλείσει από το Europa League. Ο Άγιαξ τότε είχε απίστευτη ομάδα κι εμείς τους κερδίσαμε. Ήμουν σε συζητήσεις τότε με τον Άγιαξ, για να πάω εκεί. Ήμασταν στην Τουρκία για προετοιμασία όταν ήρθαν και μου είπαν «έλα με το διαβατήριό σου». Καταλάβαινα ότι κάτι γινόταν. Ξαφνικά μου είπαν «θα πας στην Μπεσίκτας». Τους απάντησα «εγώ δεν θέλω να πάω στην Μπεσίκτας, θέλω να πάω στο Άμστερνταμ. Ο Άγιαξ είναι σπουδαίο κλαμπ». «Όχι, θα πας στην Μπεσίκτας», μου απάντησαν. Ασφαλώς και η Μπεσίκτας είναι ένα μεγάλο κλαμπ, αλλά δεν έχεις εικόνα παίζοντας στην Κροατία, πόσο μεγάλο κλαμπ είναι. Ακολουθούμε τα πρωταθλήματα της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας. Για το τουρκικό ή το ελληνικό πρωτάθλημα, γνωρίζαμε ελάχιστα. Η ομάδα, όμως, δεν θα είχε το οικονομικό όφελος που θα ήθελε από τον Άγιαξ κι έτσι κατέληξα στην Μπεσίκτας. Ήταν η πρώτη φορά που έφυγα από την Κροατία και ήταν ένα μεγάλο σοκ. Είχα ένα παιδί ενός μήνα και η πρώην γυναίκα μου ήταν 20 χρονών. Ήμασταν παιδιά. Πήγαμε σε μία πόλη 14 εκατομμυρίων ανθρώπων. Αρρώστησα από το άγχος. Έπρεπε να φροντίσω δύο ακόμα ανθρώπους και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Είχα ένα καλό διάστημα στο ξεκίνημα κι ένα πιο δύσκολο μετά, οπότε αποφάσισα να φύγω. Αγάπησα την Κωνσταντινούπολη, αλλά ο τρόπος ζωής ήταν πολύ δύσκολος. Μετά πήγα στην Ντούισμπουργκ, στην δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας. Δεν έπαιξα ούτε τρία λεπτά. Κάποιοι κανόνισαν αυτήν την δουλειά και ο προπονητής δεν ήξερε τίποτα. Όλο αυτό αποτέλεσε ένα ξυπνητήρι για μένα, κατάλαβα πως είναι το «ωμό» ποδόσφαιρο. Κατάλαβα πόσα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά σε αυτήν την δουλειά.

Πώς, όμως, πήγες στην Ντούισμπουργκ;

Είχαν μείνει δύο ώρες μόνο για να κλείσει το μεταγραφικό παράθυρο. Με πήραν στο τηλέφωνο και μου είπαν πως θα πήγαινα σε ομάδα της δεύτερης κατηγορίας της Γερμανίας που είχε στόχο την άνοδο. Ένα πολύ όμορφο γήπεδο, σε μία πολύ όμορφη πόλη δίπλα στο Ντίσελντορφ. Όλα ήταν προετοιμασμένα για να κάνω το επόμενο βήμα. Η Ντούισμπουργκ ήταν τότε μία από τις καλές ομάδες της κατηγορίας. Κατάλαβα, όμως, αμέσως, πως όλο αυτό δεν είχε οργανωθεί καθόλου καλά. Απλά κάποιοι είχαν το δικό τους όφελος από αυτήν την υπόθεση. Το έκαναν, λοιπόν, χωρίς την έγκριση του προπονητή. Όταν πηγαίνεις σε μία ομάδα στην ηλικία των 21 ετών, χωρίς ο προπονητής να σε γνωρίζει, είναι πολύ δύσκολο να πετύχεις κάτι. Εγώ ήμουν από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας. Είχαμε έναν Βόσνιο αρχηγό, που μου έλεγε «δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να μην παίζεις». Δεν ήταν, όμως, πάντα στο χέρι μου. Αποφάσισα μετά από έναν γύρο να φύγω και να συνεχίσω στην Στουρμ Γκρατς.

Έχεις, πάντως, διαγράψει μία πορεία που εμπεριείχε πολλές ομάδες. Και, ίσως, θα έλεγε κανείς και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.

Ναι, ήταν προτεραιότητά μου αυτό. Ήθελα να πηγαίνω σε ομάδες, να κάνω καλή δουλειά και μετά να φεύγω για να γνωρίσω και τον υπόλοιπο κόσμο. Ήθελα να δω όσο περισσότερες ομάδες μπορούσα. Κάποιες στιγμές αυτό αποδείχθηκε σωστό, κάποιες άλλες, όχι. Αν σκεφτώ τώρα, υπήρξαν παίκτες όπως ο Σρνα, που έμειναν σε μία ομάδα σε όλη τους την καριέρα. Θα έλεγα ότι άλλαξα αυτόν τον τρόπο σκέψης, μόνο όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό. Τότε σκέφτηκα πως ήθελα να μείνω εκεί για το υπόλοιπο της καριέρας μου. Όταν ήμουν στην Στουρμ, ήμουν στην εθνική Κροατίας. Έμεινα για 8-9 χρόνια στην εθνική. Σε αυτό το διάστημα δεν σκέφτεσαι πολύ, απλά προχωράς.

«Ήμουν στην Μόσχα για να υπογράψω, όταν με πήρε ο Ράκιτιτς και μου είπε ότι με ήθελε ο προπονητής στη Σεβίλλη»

Το τηλέφωνο του Ράκιτιτς για τη Σεβίλλη την ώρα που υπέγραφε το συμβόλαιό του στη Ρωσία

Για ποιον λόγο το λες αυτό;

Πριν λίγες μέρες είδε ο γιος μου μία φωτογραφία του Βίντα. Του εξήγησα πως είχα παίξει μαζί του. Του φάνηκε τόσο σπουδαίο, αλλά εγώ ένιωθα και νιώθω πως είμαστε όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Έπαιξα με τον Μόντριτς, αλλά και πάλι δεν αισθανόμουν κάτι σπουδαίο, κάτι διαφορετικό.

Παίζεις, όμως, για ένα ολόκληρο έθνος.

Ναι, έτσι είναι. Και καταλαβαίνεις πως σε υποστηρίζει μια ολόκληρη χώρα. Πόσοι παίκτες έχουν αγωνιστεί στην ιστορία, στην εθνική Κροατίας. Δεν είναι τόσοι πολλοί. Από τη στιγμή, λοιπόν, που έχεις συμπεριληφθεί σε ένα κλειστό γκρουπ, καταλαβαίνεις πως πέτυχες κάτι. Όταν το συνειδητοποιείς αυτό αρχίζεις και να σκέφτεσαι διαφορετικά.

Υπάρχει κάποιος παίκτης από την εθνική σου ομάδα που να θυμάσαι να σου είχε πει κάτι ξεχωριστό στα πρώτα σου βήματα;

Όχι, στην εθνική. Στην εθνική με βοήθησε η νοοτροπία που απέκτησα. Πήγα από την Στουρμ Γκρατς, όταν μαζί με μένα έρχονταν παίκτες από την Μάντσεστερ Σίτι ή την Γιουβέντους. Καταλάβαινα ότι κάτι έκανα καλά, αλλά την ίδια στιγμή και ότι έπρεπε να κάνω κάποια πράγματα καλύτερα. Ένιωθα ότι έπρεπε να είμαι ο καλύτερος που μπορούσα, για να μην τους αφήσω να πιστέψουν πως δεν αξίζω να βρίσκομαι εκεί. Είναι διαφορετικό να έρχεσαι από την Ρεάλ Μαδρίτης και διαφορετικό από κάποια άλλη ομάδα. Είναι θέμα νοοτροπίας. Σε κάθε προπόνηση καταλάβαινα ότι δεν έπρεπε να κάνω ούτε μία λάθος πάσα. Στην πρώτη λάθος πάσα, θα υπήρχαν παίκτες που θα έλεγαν «έλα, σοβαρέψου. Δεν μπορεί να χάνεις αυτήν την μπάλα, είναι τόσο απλό». Έπρεπε κι εγώ με την σειρά μου να βοηθήσω τους συμπαίκτες μου να φανούν καλύτεροι. Το μεγαλύτερο αντίκτυπο πάνω μου, το είχαν οι μεγαλύτεροι παίκτες όταν ήμουν πιτσιρικάς. Όταν έπαιξα στην Σίμπενικ, ήμουν πολύ νευρικός. Έπαιρνα συνεχώς κάρτες, έκανα σκληρά μαρκαρίσματα. Εκεί, λοιπόν, είχα τον Έλβις Μπράικοβιτς. Ήταν στην εθνική ομάδα και ήρθε στην Σίμπενικ. Δίπλα του είχε τον Μπούλατ, που είναι φίλος μου. Μου έλεγε «σκέψου πριν πας σε κάθε μπάλα». Εγώ ήμουν παιδί τότε, για μένα κάθε μπάλα ήταν σημαντική. Ήθελα να κάνω οτιδήποτε ήταν δυνατόν να κάνω. Με την βοήθειά τους, όμως, άρχισα να καταλαβαίνω τη σημασία του τάιμινγκ, αλλά και του να σκέφτομαι. Σκεφτόμουν περισσότερο από όσο έτρεχα. Άλλωστε, δεν ήμουν ποτέ πολύ ταχύς παίκτης. Πρέπει να συνδυάσεις ταχύτητα και σκέψη. Εξέλιξα ένα στοιχείο που δεν έχει τιμή. Άρχισα να διαβάζω την στιγμή. Αυτό δεν μαθαίνεται πουθενά, μόνο μέσα από την εμπειρία. Και είναι ένα ξεχωριστό ταλέντο που αισθάνομαι ότι έχω. Έμαθα πως να τοποθετώ τον εαυτό μου, πως να ελέγχω σε τι είναι καλός ο επιθετικός απέναντί μου. Άρχισα να προσεγγίζω το ποδόσφαιρο διαφορετικά, κατάλαβα πως δεν ήταν μόνο τρέξιμο και κλωτσιά. Για μένα, πλέον, είναι πρώτα και κύρια θέμα σκέψης.

Πότε άκουσες για πρώτη φορά για την Ελλάδα;

Ήταν ο ΠΑΟΚ που ήρθε πρώτα για μένα. Είχα έναν φίλο που έπαιζε πόλο και πίναμε καφέ κάθε μέρα και μου έλεγε για την Αθήνα. Εγώ, όμως, λάτρευα την Θεσσαλονίκη, πήγα εκεί μετά την Μόσχα. Έζησα τα άκρα. Στην Γερμανία η κόρη μου γεννήθηκε την μία μέρα και την επόμενη έπρεπε να έχει ΑΦΜ. Εγώ ήμουν πάντα της λογικής «σιγά – σιγά. Αύριο!». Μετά από αυτό πήγα στην χώρα που λέω ότι αν πεθάνεις, κανείς δεν θα το καταλάβει. Μιλώ, φυσικά, για την Ρωσία. Ποιος ξέρει πόσοι άνθρωποι ζουν εκεί; Η κίνηση είναι μία τρέλα! Κίνηση και χιόνι. Ήταν πολύ νωρίς σε μία σεζόν, ξεκίνησε να χιονίζει τον Οκτώβρη και δεν σταμάτησε μέχρι τον Μάρτιο. Κάθε μέρα χιόνι!

Gordon_Scieldenfoeld_sevilli

Πώς είναι να παίζεις ποδόσφαιρο σε τέτοιες συνθήκες;

Η κυρία του καθαρισμού έχει συμβόλαιο εκατομμυρίου! Κάθε άνθρωπος πηγαίνει εκεί αποκλειστικά και μόνο για τα χρήματα. Φυσικά, υπήρχαν γνωστοί παίκτες στις ρωσικές ομάδες. Το επίπεδο του επαγγελματισμού, όμως, δεν ήταν αυτό που έπρεπε. Στο πρώτο ματς απέναντι στην Στουτγκάρδη, έτρωγαν παγωτό στα αποδυτήρια. Είχαν έρθει με τις παντόφλες. Υπήρχε τεράστια διαφορά με την Γερμανία. Ήταν γελοίο. Αν δεν πας στην προπόνηση, θα σου απαντήσουν «ok, δεν πειράζει. Θα έρθεις αύριο». Αν αυτά που έκαναν στην Ρωσία, τα έκαναν οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, θα είχαν μπλεξίματα. Η ζωή και οι άνθρωποι, όμως, είναι υπέροχοι. Δεν κατάφερα, όμως, να προσαρμοστώ γιατί ονειρευόμουν ένα πιο επαγγελματικό περιβάλλον. Ήθελα ένα ποδόσφαιρο πιο… ευρωπαϊκό. Άλλαξαν κόουτς, ήρθε ο Πετρέσκου και ενώ μας ήξερε μόλις μία μέρα, φώναξε εμένα και τον Μισίμοβιτς στο γραφείο του και μας είπε «δεν μου αρέσουν οι Βαλκάνιοι». Σαν να έρχεται ένα καινούργιο αφεντικό στη δουλειά σου και να σου λέει «καλησπέρα, απολύεσαι». Για μένα αυτό δεν ήταν νορμάλ, μου έπεσε βαρύ. Ήταν ένας τελείως διαφορετικός τρόπος ζωής.

Ποια είναι η πιο what if στιγμή της καριέρας σου;

Ήμουν στην Μόσχα για να υπογράψω συμβόλαιο με την Ντιναμό και με παίρνει τηλέφωνο ο Ράκιτιτς, που τότε ήταν αρχηγός στη Σεβίλλη. Με ρωτάει «που είσαι;» και όταν του απάντησα «στην Μόσχα», μου λέει «για διακοπές;». Ήταν η περίοδος που ήταν σε εξέλιξη το Euro του 2012 στα γήπεδα της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Του απαντώ, λοιπόν, ότι «όχι, είμαι εδώ για να υπογράψω στην Ντιναμό Μόσχας». Μου λέει τότε «μην κάνεις τίποτα, περίμενε. Ο προπονητής μου σε θέλει. Δώσε μου ελάχιστο χρόνο». Εγώ, εν τω μεταξύ ήμουν ήδη στο εστιατόριο για να υπογράψω. Δεν ήξερα τι να κάνω, διάβασα το συμβόλαιο από κάθε μεριά! Ρωτούσα συνεχώς. Έστειλα μήνυμα στον Ράκιτιτς και του έγραψα ότι μπορώ να του δώσω ακόμα 15 λεπτά. Τότε μου απάντησε πως, λογικά, την επόμενη μέρα θα μπορούσε να έχει περισσότερα γιατί ήταν αργά το βράδυ. Του απάντησα ότι δεν είχα άλλη επιλογή και ότι κέρδισα όσο χρόνο μπορούσα, αλλά έπρεπε πια να υπογράψω. Τελικώς, υπέγραψα και η Σεβίλλη πήρε τον Σπάχιτς. Είναι από τις πιο what if στιγμές της καριέρας μου. Δεν το μετανιώνω, όμως. Στην Μόσχα πέρασα όμορφα και απέκτησα φίλους που έχω κρατήσει μέχρι σήμερα.

 

«Ξαφνικά φτάσαμε σε μία περιοχή που όλα ήταν κίτρινα, λέω στον Βούκιτς “πάμε να φύγουμε όσο προλαβαίνουμε, πριν μας δείρουν!”»

Οι ιστορίες οπαδικής τρέλας στη Θεσσαλονίκη και η λατρεία για τον Πάμπλο Γκαρσία

Ποια ιστορία σου έχει μείνει στο μυαλό από την περίοδο στην Φρανκφούρτη;

Θα έλεγα πως στην Φρανκφούρτη πέρασα το πιο δύσκολο διάστημα από ποδοσφαιρικής άποψης. Στην Στουρμ Γκρατς είχα προπονητή τον Φράνκο Φόντα. Δεν είχαμε ποιοτικό ρόστερ, αλλά ήμασταν ομάδα. Ήμασταν ένα σπουδαίο γκρουπ, κάναμε τακτική κάθε μέρα. Κάναμε πολύ σκληρή προετοιμασία, ήμασταν σε πολύ καλή φυσική κατάσταση. Απέναντί μας είχαμε την Σάλτσμπουργκ, που είχε παίκτες με πολύ ψηλά συμβόλαια και αρκετούς Ισπανούς. Ήταν πολύ καλύτεροι από εμάς. Στο ρόστερ μας τότε, είχαμε περισσότερους από 10 Βαλκάνιους παίκτες. Φυσικά, είχαμε και Αυστριακούς παίκτες που δεν περνούσαν και τόσο ωραία με όλους εμάς να μιλάμε κροατικά! Αυτό, ίσως, ήταν και ένα λάθος από την πλευρά μας. Μπροστά είχαμε τον Μάριο Χάας, που ήταν πολύ γρήγορος παίκτης. Ήξερες πως αν του δώσεις την μπάλα, θα σκοράρει. Είχαμε τον Βόσνιο Μουράτοβιτς στα χαφ. Αργός, αλλά καλός στις μεταβιβάσεις. Και πίσω είχαμε εμένα. Ήμουν πολύ καλός με την μπάλα στα πόδια, στο να χτίζω τις επιθέσεις. Εγώ έδινα στον Μουράτοβιτς, εκείνος στον Χάας και αυτός σκόραρε. Τόσο απλό! Δουλεύαμε πάρα πολύ ως γκρουπ. Ξέραμε κάθε στιγμή που βρίσκεται ο καθένας. Σταδιακά αρχίσαμε να αποδίδουμε τόσο καλά, που έγινε πάρα πολύ δύσκολο για κάθε αντίπαλο να μας κερδίσει. Πρώτα πήραμε το Κύπελλο, μετά το πρωτάθλημα. Και μετά πήγα στην Φρανκφούρτη, που τότε έπαιζε στην δεύτερη κατηγορία. Όταν πήγα, δεν κάναμε καθόλου τακτική. Ασκήσεις με την μπάλα κάναμε, κυρίως. Και αυτό ήταν μία τεράστια αλλαγή για μένα. Μέσα στον αγώνα, δεν ήξερα πως να διαχειριστώ τις καταστάσεις. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο για μένα να προσαρμοστώ. Δεν ήξερα πως να βοηθήσω την ομάδα μου. Μου έλεγαν «πάρε τον προσωπικό σου αντίπαλο και θα δούμε τι θα συμβεί». Δεν ευχαριστήθηκα ούτε ένα ματς. Κερδίσαμε την άνοδο, αλλά εγώ δεν ήθελα να μείνω. Δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου να περνάει καλά εκεί. Ήξερα ότι θα έχω μπλεξίματα. Μεγάλωσα παίζοντας ποδόσφαιρο και κάνοντας τακτική. Ίσως, σήμερα να είναι διαφορετικά.

Ποιο ήταν το story της μεταγραφής σου στον ΠΑΟΚ;

Πολύ απλό. Με κάλεσε ο μάνατζέρ μου και μου είπε πως υπάρχει πρόταση από τον ΠΑΟΚ για μένα, προκειμένου να πάω για έξι μήνες. Ήθελα να πάω.
Σκέφτηκες τότε ότι δεν είχες ακούσει πολλά για το ελληνικό ποδόσφαιρο;
Ήταν μία περίοδος που η Ελλάδα είχε αρχίσει να ακούγεται όλο και περισσότερο. Πολλοί γνωστοί παίκτες έρχονταν πια στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, όταν ήμουν στην Τουρκία συνάντησα πολλούς ποδοσφαιριστές που είχαν περάσει από την Ελλάδα. Είδα τον κόσμο του ΠΑΟΚ, έμαθα και ότι είχε μόλις αναλάβει νέος ιδιοκτήτης την ομάδα.

Πώς ήταν η κατάσταση που συνάντησες στον ΠΑΟΚ;

Ήταν μία πολύ όμορφη εμπειρία. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως μου ταιριάζει αυτή η φιλοσοφία. Αγάπησα την προσέγγιση που έχουν οι Έλληνες στο ποδόσφαιρο. Είχα προπονητή τον Δώνη, που είναι ήρεμος και προσέχει τους ποδοσφαιριστές του. Δουλεύει, επίσης, πάνω στην τακτική. Ήταν ένα απολαυστικό διάστημα για μένα, τόσο ως άνθρωπος, όσο και ως επαγγελματίας.

 

 

Ποια είναι η ιστορία που θυμάσαι από τις μέρες σου στον ΠΑΟΚ;

Ήμουν πια ένας άνθρωπος που είχε εξελιχθεί. Βρέθηκα σε μία πανέμορφη πόλη. Θυμάμαι όταν στρίψαμε λάθος με το αμάξι με τον Βούκιτς και βρεθήκαμε στο γήπεδο του Άρη. Είχαμε αγώνα και ξαφνικά φτάσαμε σε μία περιοχή που όλα ήταν κίτρινα. Κόσμος μας χτυπούσε το τζάμι. Ο Βούκιτς τότε μου λέει «είμαστε σε λάθος περιοχή». Και ξαφνικά ένας οπαδός του Άρη μας λέει «πρέπει να φύγετε». Θέλαμε να φτάσουμε στο δικό μας γήπεδο, αλλά κάναμε λάθος. Ήμουν στην πόλη μόνο λίγους μήνες. Πατήσαμε στο Google Maps και είδαμε ότι το δικό μας γήπεδο ήταν μόλις 500 μέτρα μακριά. Λέω στον Βούκιτς τότε «πάμε να φύγουμε όσο προλαβαίνουμε, πριν μας δείρουν!». Θυμάμαι, όμως, εκείνη την περίοδο με πολύ όμορφες εικόνες. Θυμάμαι ακόμα πως ενώ η πόλη ήταν τόσο ήρεμη, όταν έφτανε το Σάββατο και είχε αγώνα, επικρατούσε χάος. Φωνές παντού. Έλεγα από μέσα μου «ναι, το καταλαβαίνω. Αλλά, γιατί τέτοια τρέλα;». Μου εξηγούσαν πως έτσι είναι οι Έλληνες. Θυμάμαι έναν αγώνα, που στον πάγκο καθόταν τότε ο Γκαρσία. Άκουγα όλο το γήπεδο να φωνάζει «Πάμπλο, Πάμπλο». Ρώτησα γιατί συμβαίνει αυτό και μου απάντησαν ότι επρόκειτο για το όνομα ενός ποδοσφαιριστή της ομάδας. Όταν μπήκε αλλαγή, ήταν λες και μπήκε ο Θεός. Φώναζαν σε κάθε επαφή του με την μπάλα. Ήταν κάτι πολύ διαφορετικό αυτό, συγκριτικά με όσα ήξερα ως τότε. Άρχισα να απολαμβάνω κάθε στιγμή. Ακόμα και όταν δεν έπαιζα καλά και με αποδοκίμαζαν, το καταλάβαινα και το αποδεχόμουν.

image

«Με τον Αναστασίου έπρεπε στις 22:30 να είμαστε στο σπίτι, εγώ με τον Πράνιτς, τέτοια ώρα πηγαίναμε για φαγητό»

Η αμήχανη στιγμή όταν έφτασε στην Αθήνα και οι κανόνες του Αναστασίου στον Παναθηναϊκό

Πώς έζησες τα ντέρμπι με την φανέλα του ΠΑΟΚ;

Ήξερα ιστορίες από τον Μάριο Γκαλίνοβιτς. Μου έλεγε «να προσέχεις το ένα και να προσέχεις το άλλο». Τον ρωτούσα «σίγουρα δεν ήταν κάποιο κακό όνειρο που είδες;». Μετά, κατάλαβα ότι όλα ήταν αλήθεια. Την μία εβδομάδα δεν παίζαμε καλά και όλοι μας αποδοκίμαζαν, την επόμενη κερδίζαμε και όλοι μας αποθέωναν. Ευτυχώς, έκανα παρέα με τον Βούκιτς, που είναι ένα πολύ ήρεμο παιδί. Ακόμα και αν καίγεται το σπίτι του, θα είναι ζεν. Χάναμε, κερδίζαμε, πηγαίναμε για μπύρα και συζητούσαμε τι κάναμε σωστά και τι λάθος. Σε αυτό το μαγαζί που πηγαίναμε, ερχόταν και κόσμος. Μας έλεγε «πάτε σπίτι σας». Εγώ έλεγα ότι «θα μείνουμε» και ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα. Ο κόσμος ήξερε κατά βάθος, πως έδινα τον καλύτερό μου εαυτό.

Αισθάνθηκες κάποια στιγμή στην Ελλάδα αμήχανα;

Μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπισα όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό. Είναι φίλος μου ο Χέρβο Κόλιανιν, ο άλλοτε προπονητής πόλο του Ολυμπιακού. Μου έλεγε πως πρέπει να δω την Αθήνα. Του έλεγα, λοιπόν, πως αν ερχόταν σε μένα πρόταση από ομάδα της Αθήνας, θα την αποδεχόμουν, ακόμα και αν ήταν από κλαμπ της δεύτερης κατηγορίας. Δύο μήνες αργότερα, με κάλεσε ο μάνατζέρ μου και με ρώτησε «θέλεις να πας στον Παναθηναϊκό;». Του απάντησα, αμέσως, «ναι». Είχα την προσδοκία πως η Αθήνα θα ήταν ένας επίγειος παράδεισος. Αυτό χωρίς να έχω έρθει ποτέ στην Αθήνα, δεν είχα προσγειωθεί ποτέ στην πόλη! Έφτασα Ιούλιο, όταν όλοι λείπουν. Έμεινα σε ένα ξενοδοχείο στην Γλυφάδα και στις 12 δεν περπατούσε άνθρωπος. Άρχισα να αναρωτιέμαι που ήταν όλοι! Κάλεσα τον Χέρβο και του λέω «Μου έκανες πλάκα; Βλέπω μόνο μεγάλους δρόμους, χωρίς ανθρώπους». Μου είπε να περιμένω και πως ήταν μία δύσκολη περίοδος για την Αθήνα. Του απάντησα ότι δεν μου άρεσε καθόλου η πόλη. Ήταν ένα δύσκολο διάστημα για μένα, γιατί είχα μόλις χωρίσει. Οι πρώτοι έξι μήνες δεν ήταν καλοί για μένα, δεν τους ευχαριστήθηκα. Περίμενα δύο μήνες για να μου φτιάξουν το Ίντερνετ. Στην Κροατία, το έφτιαχναν μέσα σε μία εβδομάδα. Με ενόχλησε ακόμα και αυτό. Θυμάμαι ο τεχνικός διευθυντής να μου λέει «προσπάθησε να χαλαρώσεις». Τα παιχνίδια μου στον Παναθηναϊκό, στην αρχή, δεν ήταν καλά. Τον Δεκέμβριο μίλησα με τον προπονητή και μου είπε ότι μπορώ να φύγω, αν θέλω. Έκατσα και σκέφτηκα. Με ενοχλούσε ότι ο Αναστασίου μας είχε βάλει κανόνες που δεν μπορούσα να δεχθώ. Έπρεπε, για παράδειγμα, στις 22:30 το βράδυ να είμαστε στο σπίτι. Τέτοια ώρα, ειδικά το καλοκαίρι, είναι μέρα έξω. Εγώ με τον Πράνιτς, τέτοια ώρα πηγαίναμε για φαγητό. Όχι, γιατί κάναμε πάρτι. Αλλά, γιατί έτσι είχαμε μάθει. Όταν, λοιπόν, ο Αναστασίου μου είπε ότι μπορώ να φύγω, πείσμωσα. Σκέφτηκα ότι δεν μπορεί να φύγω επειδή δεν τα κατάφερα και του είπα πως θα ανακάμψω. Πράγματι, επέστρεψα και σταδιακά άρχισα να παίζω όλο και καλύτερα.

Gordon_Scieldenfoeld_ethniki_panathinaikos

Ήταν, λοιπόν, ο Αναστασίου τόσο αυστηρός;

Ναι. Όχι, όμως, με την κακή έννοια. Έτσι, είμαι κι εγώ σήμερα. Του ζητήσαμε για παράδειγμα, να αλλάξει την ώρα που έπρεπε να έχουμε επιστρέψει από 22:30, σε 23:00 και το έκανε. Όταν είδε ότι μπορούσαμε να είμαστε έξω εκείνη την ώρα για φαγητό και ταυτόχρονα να αποδίδουμε καλά, άλλαξε και αυτός τον τρόπο σκέψης του. Έβαζε, πάντως, κανόνες που ποτέ μου δεν είχα, ως τότε, συναντήσει στην καριέρα μου. Κάτι άλλο που θυμάμαι, είναι ότι αν είχαμε προπόνηση στις 10:00 το πρωί, έπρεπε να είμαστε στο προπονητικό στις 09:00. Όμως, από την ώρα που τελείωνε η προπόνηση, για παράδειγμα, στις 11:00, έπρεπε να περιμένουμε ως το μεσημεριανό που ήταν προγραμματισμένο για τις 13:00. Μπορούσαμε, λοιπόν, να φύγουμε μόνο αφού είχαμε φάει όλοι. Εγώ δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό τότε, σκεφτόμουν ότι ήμασταν σε μία υπέροχη πόλη με τόσο ωραίες επιλογές για φαγητό. Προσπάθησα, όμως, να μπω στη θέση του προπονητή. Κάποιοι νέοι παίκτες δεν θα έπρεπε να φάνε μόνοι τους έξω, γιατί έπρεπε να ελέγχεται το τι ώρα θα φάνε, αλλά και το τι θα φάνε. Σταδιακά άρχισα να αποδέχομαι όσα έλεγε. Χρειάστηκε, όμως, χρόνος.

 

 

Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Νίκο Νταμπίζα;

Καλή. Βοήθησε πολύ την ομάδα, να σταθεί στα πόδια της. Θυμάμαι στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που συμμετείχα όταν ήρθα, με ρώτησαν γιατί ήρθα και μου είπαν πως η ομάδα θα πέσει στην δεύτερη κατηγορία. Η ομάδα εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένη. Όπως σε κάθε ομάδα που έχω πάει, όμως, εγώ ονειρεύτηκα να πάμε καλά και να επιστρέψουμε στις επιτυχίες. Έπαιξα για συλλόγους που είχαν καιρό να κατακτήσουν κάποιο τρόπο και τους βοήθησα να επιστρέψουν στον δρόμο των επιτυχιών. Μόνο με την Ντούισμπουργκ δεν κατάφερα να κατακτήσω κάτι. Ήμουν, λοιπόν, σίγουρος πως και με τον Παναθηναϊκό θα τα καταφέρουμε. Ήξερα όταν ήρθα πως η ομάδα είχε περάσει ένα δύσκολο διάστημα, εξαιτίας του Ολυμπιακού. Καταφέραμε, όμως, με τη σειρά μας να κάνουμε τον Ολυμπιακό να περάσει δύσκολα. Θα έλεγα ότι αρχίσαμε να γινόμαστε καλύτεροι από αυτούς.

image

«Θα είχαμε κατακτήσει το πρωτάθλημα αν είχαμε μείνει ως ομάδα, όπως ήμασταν»

Το πρωτάθλημα που θα μπορούσε να κατακτήσει ο Παναθηναϊκός και το περιβόητο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό

Πότε άρχισες να αισθάνεσαι ότι το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα δεν παίζεται μόνο εντός των τεσσάρων γραμμών;

Το είχα δει και στην Κροατία. Είμαι από χώρα που το ποδόσφαιρο είναι παντού, όχι μόνο μέσα στο γήπεδο. Είχα δει τα προβλήματα από την εποχή που ήμουν στον ΠΑΟΚ. Έβλεπα πως στον Ολυμπιακό όλοι έλεγαν μόνο «ναι». Ήταν εύκολο για μένα να το αποδεχθώ.

Δεν σου χαλάει αυτό το μυαλό κάποιες φορές;

Εμένα, προσωπικά, όχι. Κατανοώ πως αυτό συμβαίνει παντού. Αν γυρίσω το κεφάλι μου θα δω παντού κάποιους να ευνοούνται και κάποιους άλλους να υποφέρουν. Άρχισα να το αποδέχομαι νωρίς στην καριέρα μου και να μην επηρεάζομαι. Αν δώσεις σημασία στα στραβά σφυρίγματα, νευριάζεις. Στον Παναθηναϊκό έβαζαν πρόστιμα για χαζές κίτρινες κάρτες για διαμαρτυρίες, ύψους 500 ευρώ. Δεν μπορούσες, έτσι, να παραπονεθείς και να χάσεις την συγκέντρωσή σου. Ήταν πολύ σωστό αυτό που έκαναν, γιατί υπήρχαν παίκτες που έχαναν αγώνες, λόγω καρτών για παράπονα στους διαιτητές. Ο Αναστασίου έβαλε αυτόν τον κανόνα.

Θυμάμαι μία ιστορία που έχεις περιγράψει σε παλαιότερη συνέντευξή σου, στην οποία ένας διαιτητής είχε πει στον Πράνιτς ότι ο πρόεδρος της ομάδας του δεν είχε πληρώσει.

Ήταν απίστευτο. Δεν θέλω να πω ότι κάποιος κάνει κάτι επίτηδες. Δεν θέλω να το πιστεύω. Θέλω, απλά, να σκέφτομαι ότι όλοι είμαστε άνθρωποι και κάνουμε λάθη. Συνάντησα και στην Κύπρο περιστατικά τέτοιων λαθών. Ήταν ένα τρελό διάστημα στην Ανόρθωση. Είχαμε παντού προβλήματα. Δεν ήθελα, όμως, να πω ή να σκεφτώ ότι το έκαναν επίτηδες. Αυτό θα μου χαλούσε τελείως το μυαλό και στο τέλος θα υπέφερα.

Υπήρχε, όμως, ένα πρωτάθλημα που θα μπορούσατε να το έχετε κατακτήσει, αν δεν σας είχαν αφαιρεθεί βαθμοί.

Ναι, πράγματι. Ήμασταν πολύ κοντά εκείνη τη σεζόν στον Ολυμπιακό και αν δεν είχαν αφαιρεθεί οι βαθμοί, θα μπορούσαμε να το έχουμε κατακτήσει. Παρ’ όλα αυτά, εγώ μετανιώνω περισσότερο για το αμέσως επόμενο. Θεωρώ πως θα το είχαμε κατακτήσει, αν είχαμε μείνει ως ομάδα, όπως ήμασταν. Πρώτος αποχώρησα εγώ. Και μετά άρχισαν να αλλάζουν όλα στην ομάδα. Ήρθαν παίκτες όπως ο Εσιέν. Εγώ κάποια στιγμή ήθελα να μείνω, όμως, δεν βρήκαμε κοινό σημείο στις συζητήσεις μας και τελικώς υπέγραψα στην Ντίναμο Ζάγκρεμπ.

Ποια πιστεύεις ότι ήταν, τελικώς, η αιτία της αποχώρησής σου από τον Παναθηναϊκό;

Το γεγονός ότι οι συζητήσεις κράτησαν πολύ. Το συμβόλαιο μου εξέπνεε το καλοκαίρι, είχε φτάσει Απρίλης και κανείς δεν μου είχε πει κάτι για ανανέωση. Μου έλεγαν πως θέλουν να μείνω, μετά χάνονταν. Μία «ναι», μία «όχι». Τους έλεγα πως ήθελα να μείνω και πως δεν με ενδιέφερε τόσο το οικονομικό, αλλά τους είχα καταστήσει σαφές πως αν δεν βρισκόταν σύντομα λύση, θα υπέγραφα αλλού, γιατί δεν θα μπορούσα να μείνω άλλο χωρίς συμβόλαιο. Κάποια στιγμή ήρθε η Ντίναμο Ζάγκρεμπ και όλα τακτοποιήθηκαν μέσα σε 5 λεπτά. Θυμάμαι πως τους είχα πει ότι επρόκειτο να φύγω και μου είχαν απαντήσει «ok, θα τα πούμε αύριο». Αυτό γινόταν, όμως, από τον Ιανουάριο.

 

«Σκέφτηκα “ήρθε η μέρα που θα πεθάνω”, ένας σεκιουριτάς μου λέει “μ@λ@κ@ γιατί ήρθες; Γιατί δεν έκατσες σπίτι σου;”»

Η στιγμή που σκέφτηκε πως... θα πεθάνει και το ματς του Ολυμπιακού στο Champions League με την Παρί

Ποιο ντέρμπι θυμάσαι πιο έντονα;

Για όλους μας το 3-0 στο Καραϊσκάκη, είναι κάτι αξέχαστο. Πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να κερδίσουμε. Εγώ ήμουν σίγουρος ότι θα τους κάνουμε να υποφέρουν. Όμως, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως αυτό θα γινόταν με αυτόν τον τρόπο. Πως θα τους κερδίζαμε τόσο εύκολα, με σκορ 3-0. Έμοιαζε τόσο απλό. Κάναμε όλοι ένα εκπληκτικό παιχνίδι. Εγώ αισθάνθηκα πως αυτοί δεν είχαν καμια ιδέα για το πως να μας αντιμετωπίσουν. Θυμάμαι ότι μετά για μήνες, όταν πήγαινα σε ένα μαγαζί δεν πλήρωνα τίποτα. Μου μιλούσαν για το 3-0 παντού. Καταλάβαινα τότε, πως είχαμε δώσει μεγάλη χαρά σε αυτόν τον κόσμο. Αισθανόμουν τι σήμαινε αυτή η νίκη για τον κόσμο.

Θυμάσαι κάποια άλλη ιστορία από εκείνην την εποχή;

Ήθελα να πάω να παρακολουθήσω το ματς με την Παρί Σεν Ζερμέν στο Καραϊσκάκη για το Champions League. Ζήτησα, λοιπόν, εισιτήρια από τον Παναθηναϊκό για αυτό το παιχνίδι. Τότε με ρώτησαν «είσαι με τα καλά σου; Δεν σου δίνουμε εισιτήρια, θα σε σκοτώσουν εκεί». Τους εξήγησα ότι εγώ ήθελα απλώς να δω ποδόσφαιρο με τον καλύτερό μου φίλο. Νομίζω πως, τελικά, τα εισιτήρια μας τα είχε βρει ο Αναστασίου μέσω του Ζλάταν, που είχαν παίξει και οι δύο στον Άγιαξ. Πήραμε, λοιπόν, ένα ταξί από την Γλυφάδα για να πάμε στο γήπεδο. Ο οδηγός του ταξί δεν ρώτησε απολύτως τίποτα. Όταν φτάσαμε στο γήπεδο, μας άφησε μέσα στους οπαδούς του Ολυμπιακού. Έβλεπα κόσμο μεθυσμένο, να απολαμβάνει τις στιγμές. Φορούσα καπέλο και μέχρι να φτάσουμε στα VIP, είχα το βλέμμα μου χαμηλά. Μόλις, όμως, έβγαλα το καπέλο, με κατάλαβαν αμέσως και άρχισαν να μου φωνάζουν. Δεν έγινε, όμως, κάτι. Γρήγορα έκατσαν όλοι κάτω για να παρακολουθήσουν το ματς.

 

 

Πήγες μετά από αυτήν την εμπειρία να δεις ξανά τον Ολυμπιακό;

Περπατούσα στη Γλυφάδα και άκουγα κροατικά. Σταμάτησα, λοιπόν, τους ανθρώπους και τους ρώτησα που πάνε. Μου είπαν «Σίφο, έλα να δεις κροατικό πόλο. Η Γιουγκ ήρθε να παίξει απέναντι στον Ολυμπιακό». Είπα κι εγώ «ok, πάμε». Δεν θυμάμαι σε ποιο κολυμβητήριο πήγα, αλλά θυμάμαι να φτάνω και απ’ έξω να μην υπάρχει άνθρωπος. Σκέφτηκα «όλα ήρεμα, δεν θα έχουμε κανένα πρόβλημα σήμερα». Μπαίνω μέσα και ξαφνικά βλέπω φλόγες και ακούω φωνές. Τότε σκέφτηκα «ήρθε η μέρα που θα πεθάνω». Η ομάδα της Γιουγκ καθόταν δίπλα στην πισίνα και απλά προσέθεσαν δύο καρέκλες για μένα και τον φίλο μου. Ήρθε ένας σεκιουριτάς και μου λέει «μ@λ@κ@ γιατί ήρθες; Γιατί δεν έκατσες σπίτι σου;». Του εξήγησα πως ήθελα να δω μία κροατική ομάδα. Μου απάντησε «κάτσε κάτω και μην γυρίσεις προς τα πίσω». Φτάνοντας προς το τέλος του αγώνα, το κοινό άρχισε να πετάει αντικείμενα στην πισίνα. Και ξαφνικά με ανακάλυψαν. Έπρεπε να περιμένω μία ώρα μετά το τέλος του αγώνα για να αδειάσει το κολυμβητήριο και να μπορέσω να φύγω για να πάω σπίτι. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο σε έναν αγώνα πόλο. Στην Ελλάδα μετράει ο κάθε αγώνας, σε κάθε άθλημα. Στην Κροατία αυτά συμβαίνουν μόνο στο ποδόσφαιρο, άντε και στο μπάσκετ. Στην Ελλάδα θα δεις το ίδιο πάθος, ακόμα και αν πας να παρακολουθήσεις σκάκι! Αυτός είναι και ο λόγος που αγαπώ τους Έλληνες οπαδούς.

«Όταν κλώτσησαν τον Πράνιτς στην φυσούνα, υπήρχε αστυνομία να μας φωνάζει “μην περπατάτε, τρέξτε”»

Η εμπειρία του Λούκα Μόντριτς στα μπουζούκια και τα ματς με τον ΟΦΗ που δεν θα ξεχάσει

Ανέφερες προηγουμένως ότι ο Παναθηναϊκός ήταν η μοναδική ομάδα που σε έκανε να θέλεις να μείνεις σε αυτήν για το υπόλοιπο της καριέρας σου. Γιατί συνέβη αυτό;

Γιατί μετά τους πρώτους έξι μήνες, έκανα ένα μικρό διάλειμμα και σκέφτηκα «κάτσε, χαλάρωσε και μην περιμένεις τα πάντα». Έπρεπε να προσαρμοστώ εγώ στα ελληνικά δεδομένα. Όταν, λοιπόν, άρχισα να σκέφτομαι έτσι και αφού ξεπέρασα και το διαζύγιό μου, όλα έγιναν καλύτερα. Άρχισα να απολαμβάνω την ζωή και σκέφτηκα πως θέλω να ζήσω σε αυτήν την χώρα. Είχα παρέα τον Ντάνιελ και τον Μλάντεν, περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί. Όταν ήρθαμε, αρχίσαμε να διαμορφώνουμε μία άποψη για το κλαμπ. Στην αρχή δεν ξέραμε τίποτα πέρα από τις ιστορίες που είχαμε ακούσει ή όσα είχαμε δει στην τηλεόραση. Βλέποντας τον τρόπο ζωής στην Ελλάδα, τους ανθρώπους, το φαγητό, τον καιρό, μας άρεσε τόσο πολύ. Θυμάμαι πως όταν έπαιξε η εθνική Κροατίας με την αντίστοιχη της Ελλάδας, πήγαμε τον Μόντριτς και τον Ράκιτιτς στα μπουζούκια! Δεν είχαν νιώσει ξανά έτσι. Μας έλεγε ο Λούκα πως είχε βγει έξω στην Μαδρίτη, αλλά δεν ήταν το ίδιο.

Πώς σχολίασε ο Μόντριτς την εμπειρία στα μπουζούκια;

Του έκανε εντύπωση πως μπορεί στο μαγαζί να είχε πολύ κόσμο, όμως, κανείς δεν τον πλησίασε για να τον ενοχλήσει. Δεν ήρθε κανείς, όπως θα έρχονταν στην Μαδρίτη ή στην Κροατία, που θα τον έκαναν να μην μπορεί να προχωρήσει στον δρόμο. Σίγουρα θα σε αναγνωρίσει ο κόσμος έξω, όμως, κανείς δεν σε ενοχλεί. Στην Ισπανία, αν ο Μόντριτς βγει από το σπίτι, επικρατεί χάος.

Gordon_Scieldenfoeld_panathinaikos_ofi

Του άρεσε η μουσική;

Ναι! Δεν θυμάμαι το σχήμα! Θυμάμαι, όμως, ότι ήταν ένας μεγάλος χώρος με σκαλοπάτια. Η Αθήνα έχει τόσες επιλογές!

Ποια ήταν η σχέση σου με τον Γιάννη Αλαφούζο;

Εκείνη την περίοδο, δεν είχαμε κάποια ιδιαίτερη σχέση. Είχαμε προπονητή και αθλητικό διευθυντή, οπότε δεν συναντούσαμε συχνά την διοίκηση. Όσα θυμάμαι, όμως, από εκείνον, ήταν όμορφα. Θα έλεγα ότι περισσότερο θυμάμαι πράγματα από τους ανθρώπους γύρω του στη διοίκηση του κλαμπ, παρά από τον ίδιο.

Ποιους αγώνες θυμάσαι πιο έντονα, αν αφήσεις εκτός τα ντέρμπι;

Αυτούς με τον ΟΦΗ στην Κρήτη. Θυμάμαι τον Πράνιτς να βγαίνει από την φυσούνα και να τον κλωτσάνε. Περνάς μπροστά από τους φανατικούς οπαδούς του ΟΦΗ. Υπήρχε αστυνομία να μας φωνάζει «μην περπατάτε, τρέξτε». Αυτή η στιγμή μου έχει μείνει χαραγμένη στην μνήμη. Ήταν όμορφο να παίζεις σε αυτό το γήπεδο και να εισπράττεις αυτήν την τρέλα, αυτό το πάθος. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να κερδίσεις εκεί.

Αισθάνθηκες, όμως και φόβο;

Όχι. Ποτέ. Θυμάμαι ακόμα και το ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ στην Λεωφόρο, όταν ήρθαν οι οπαδοί τους στην έδρα μας. Ούτε τότε, ένιωσα φόβο. Είχαμε και στην Κροατία αντίστοιχα σκηνικά. Όταν αγαπάς τον αθλητισμό, πρέπει να αποδέχεσαι το πάθος του κόσμου. Αυτό το πάθος εκφράζεται τόσο όταν κερδίζεις, όσο και όταν χάνεις.

image

«Συμφωνήσαμε να επιστρέψω στον Παναθηναϊκό, αλλά ποτέ δεν έγινε»

Η επιστροφή στον Παναθηναϊκό που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ

Αν μπορούσες να αλλάξεις ένα πράγμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ποιο θα ήταν αυτό;

Τίποτα. Η Ελλάδα έχει ένα εξαιρετικό πρωτάθλημα με τέσσερις πολύ μεγάλες ομάδες, που χαίρουν της εκτίμησης όλου του κόσμου.

Ποιο είναι το ματς που θα ήθελες να παίξεις ξανά;

Θα ήθελα να παίξουμε ξανά το ματς με τον Ολυμπιακό, μετά το οποίο μας αφαίρεσαν τους τρεις βαθμούς. Κερδίσαμε εκείνο το ματς 2-1. Θα ήθελα να μην μας έχουν αφαιρέσει εκείνους τους βαθμούς και να παλέψουμε για το πρωτάθλημα ως το τέλος. Μετά την τιμωρία, γνωρίζαμε ότι πια δεν είχαμε πιθανότητες. Σε διαφορετική περίπτωση, θα τους είχαμε βάλει πίεση και κανείς δεν ξέρει τι θα γινόταν μετά.

Υπήρξαν ξανά σενάρια για επιστροφή σου στον Παναθηναϊκό.

Ναι, υπήρχε ένα story. Υπήρχε ενδιαφέρον και από τις δύο πλευρές. Συμφωνήσαμε, αλλά ποτέ δεν έγινε. Ήθελα πολύ να γυρίσω. Ήταν μετά την Ντίναμο Ζάγκρεμπ.

Σκέφτηκες ποτέ να ολοκληρώσεις την καριέρα σου στον Παναθηναϊκό;

Σκέφτηκα πολλές φορές να τελειώσω την καριέρα μου στον Παναθηναϊκό. Αν είχα υπογράψει ένα ακόμα συμβόλαιο με την ομάδα, θα είχε γίνει έτσι. Είχα, βέβαια και την σκέψη να τελειώσω στην Σίμπενικ, αλλά ούτε αυτό συνέβη, εξαιτίας των ανθρώπων που ανέλαβαν την ομάδα. Είδα τα προβλήματα κι έτσι αποφάσισα μετά την Ανόρθωση, να συνεχίσω στον Άρη Λεμεσσού.

Πώς πέρασες στην Κύπρο;

Είδα τον τρόπο ζωής και μου άρεσε πολύ. Επίσης μου άρεσε ότι δεν υπήρχαν μακρινά ταξίδια. Είσαι συνέχεια στο σπίτι σου. Η οικογένειά μου πέρασε καλά. Η Ανόρθωση ήταν ένα σοκ για μένα. Δεν είχα συναντήσει ξανά κάτι σαν αυτό. Ήξερα παίκτες που είχαν περάσει από τον ΑΠΟΕΛ ή την Ομόνοια. Αλλά στην Ανόρθωση είδα ξανά γεμάτα γήπεδα, αγάπη, τον κόσμο να βγαίνει μπροστά όταν το κλαμπ είχε οικονομικά προβλήματα. Η ομάδα δεν κατάφερε ποτέ να κάνει το βήμα προς τα πάνω, αλλά το πάθος ήταν εντυπωσιακό. Κόσμος υπήρχε όπου και αν παίζαμε, μέσα – έξω. Δεν περίμενα κάτι σαν αυτό.

Ποιο ήταν το story της μετακίνησής σου στην Ανόρθωση;

Είχα πει στην γυναίκα μου να επιλέξει που θέλει να πάμε, είχα πρόταση από την Τουρκία και από την Ρωσία. Μου είπε τότε η γυναίκα μου πως στην Τουρκία δεν έχει θάλασσα και πως στην Ρωσία έχει κρύο. Μου είπε να κοιτάξω στην Κύπρο και τελικά πήγα στην Κύπρο. Με βοήθησε πολύ όλο αυτό. Ήθελα, φυσικά, να πάω σε μία ομάδα που να παλεύει για κάποια διάκριση. Είχα την τύχη όλες οι ομάδες μου να παλεύουν για τίτλους και αυτό είχε περάσει στη νοοτροπία μου.

Καταλάβαινες από τότε πως θα γίνεις προπονητής;

Μου έλεγαν πως ήμουν προπονητής και όταν έπαιζα. Μιλούσα πολύ μέσα στο γήπεδο, όλοι περίμεναν από μένα να γίνω προπονητής. Τώρα που ξεκίνησα, το αγαπώ κι έχω πάθος γι’ αυτό. Δεν θα έλεγα, λοιπόν, ποτέ όχι!

Κλείνοντας, λένε πως οι αμυντικοί γίνονται καλύτεροι προπονητές;

Ναι, όπως και οι μέσοι. Γιατί έχουμε καλύτερη εικόνα του γηπέδου. Το πιο δύσκολο, όμως, είναι ότι όταν πηγαίνεις στην προπόνηση, όντας, ποδοσφαιριστής, σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου. Ως προπονητής πρέπει να οργανώσεις όλους τους ανθρώπους που θα έρθουν στην προπόνηση. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Ήταν όμορφο για μένα που στην Κροατία κερδίσαμε την άνοδο, γιατί ταίριαξε με τη νοοτροπία νικητή που έχω. Αν κάποιος δεν έχει παίξει σπορ, δεν μπορώ να του εξηγήσω αυτό το συναίσθημα.

 

Ακολουθήστε το Themasports.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις

 

 

 

Mεντιλίμπαρ, a man out of time: O αντιμοντέρνος τύπος από το Ζαλντίμπαρ που δεν ακολούθησε το σύστημα και δικαιώθηκε

Mεντιλίμπαρ, a man out of time: O αντιμοντέρνος τύπος από το Ζαλντίμπαρ που δεν ακολούθησε το σύστημα και δικαιώθηκε

Ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ δεν είναι ένας ακόμη επιτυχημένος προπονητής. Δεν έγινε θρύλος επειδή ακολούθησε τις τάσεις, αλλά επειδή έμεινε πιστός στον εαυτό του και στις απλές, αλλά ξεκάθαρες αρχές του.