Ακολουθήστε μας στο Google news
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1995 ο Ράφα Μπενίτεθ κάθισε για πρώτη φορά σε πάγκο ανδρικής ομάδας πρώτης κατηγορίας. Η Ρεάλ Βαγιαδολίδ, υπό τις οδηγίες του, έπαιξε με τη Μπαρτσελόνα στην πρεμιέρα της Λα Λίγκα.
Έκτοτε έχουν περάσει 30 χρόνια και άλλοι 1.134 (!) αγώνες σε υψηλότατο επίπεδο και σε διάφορα… περιβάλλοντα. Από την Εξτρεμαδούρα και την Τενερίφη στη Σεγκούντα μέχρι τις ευρωπαϊκές επιτυχίες της Βαλένθια και της Λίβερπουλ, τη συνέχεια σε ομάδες-θρύλους (Ίντερ, Τσέλσι, Νάπολι, Ρεάλ Μαδρίτης), μέχρι και την Κίνα και τη Νταλιάν Προ και τους δύο πρόσφατους σταθμούς του σε Έβερτον και Θέλτα.
Το δείγμα του «τι είδους ποδόσφαιρο παίζει» ο Μαδριλένος προπονητής είναι πια τόσο μεγάλο, κι έχει εφαρμοστεί σε τόσο διαφορετικά ρόστερ, που βλέπουμε κάποια βασικά στοιχεία σε όλες του τις ομάδες, ανεξάρτητα από την ποιότητα του ρόστερ τους.
Η φιλοσοφία που έχει δείξει ο Μπενίτεθ σ’ αυτά τα 30 ημερολογιακά χρόνια δράσης του στα γήπεδα συνοψίζεται σε πέντε λέξεις-κλειδιά.
Αν καθίσει κάποιος να δει τα στοιχεία απ’ αυτά τα ματς, να παρακολουθήσει (και να θυμηθεί, αν τα’ χει ζήσει) τι είδους ποδόσφαιρο έπαιζαν οι ομάδες του και – κυρίως – να ακούσει τι έχει πει ο ίδιος κατά καιρούς, τότε καταλήγει σε συγκεκριμένα πράγματα.
Ο Μπενίτεθ δεν πίστεψε ποτέ στο ρομαντισμό του ποδοσφαίρου, αλλά στην ισορροπία του. Στον κόσμο του, η επίθεση και η άμυνα δεν είναι αντίθετα, αλλά συγκοινωνούντα δοχεία. Η Βαλένθια του 2004, που κατέκτησε το πρωτάθλημα και το Κύπελλο UEFA, ήταν η πιο χαρακτηριστική απόδειξη.
Με παίκτες όπως ο Αϊμάρ, ο Μπαράχα και ο Αλμπέλδα, η ομάδα του δεν έπαιζε «τικι-τάκα» όπως η εθνική Ισπανίας των μετέπειτα χρόνων, αλλά ένα προσεκτικά μετρημένο παιχνίδι ελέγχου του ρυθμού: αρκετή κατοχή για να ξεκουράζει την άμυνα, αρκετές κάθετες για να τιμωρεί το λάθος.
Στο Λίβερπουλ της περιόδου 2004–2009, η ίδια αρχή εφαρμόστηκε με άλλο υλικό. Ο Τζέραρντ και ο Αλόνσο ήταν η «ζυγαριά» της μεσαίας γραμμής, με τον Μπενίτεθ να ζητά αυστηρή πειθαρχία όταν η ομάδα δεν είχε την μπάλα και άμεση μετάβαση όταν την ανακτούσε. Δεν ήταν ποτέ το πιο θεαματικό ποδόσφαιρο, αλλά ήταν αυτό που οδήγησε στη μαγική νύχτα της Κωνσταντινούπολης, όπου η Λίβερπουλ κατέκτησε το Champions League στα πέναλτι ενώ έχανε 3-0 από τη Μίλαν στο ημίχρονο.
Η λέξη που περιγράφει καλύτερα τον Μπενίτεθ είναι «οργάνωση». Από τα πρώτα του βήματα στη δεύτερη ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης ως τα χρόνια στην Ίντερ και τη Νάπολι, ο Ισπανός αντιμετώπιζε κάθε προπόνηση σαν άσκηση μηχανικής. Ο τρόπος που τοποθετούσε τις γραμμές του, με απόσταση 25-30 μέτρα μεταξύ άμυνας και επίθεσης, ήταν προϊόν εμμονικής ανάλυσης.
Η Βαλένθια του δεν ήταν η πιο ταλαντούχα ομάδα της Λα Λίγκα, αλλά ήταν η πιο «συνεκτική». Κάθε παίκτης ήξερε τη ζώνη του, την απόσταση από τον συμπαίκτη, τον ρόλο του όταν η ομάδα αμυνόταν με χαμηλό μπλοκ. Ο Μπενίτεθ θεωρούσε ότι το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι χώρων, όχι μόνο παικτών. «Αν οι χώροι σου είναι σωστοί, οι παίκτες σου θα φαίνονται καλύτεροι απ’ όσο είναι», συνήθιζε να λέει.
Η ίδια λογική αποτυπώθηκε και στη Νάπολι (2013–2015): εκεί, μέσα σε μια ομάδα πιο «λατινική» και συναισθηματική, επέβαλε ένα πιο ευρωπαϊκό πλαίσιο πειθαρχίας. Ο Χάμσικ και ο Ιγκουαΐν έγιναν κομμάτια ενός συστήματος που ήξερε ακριβώς πού να πιέσει και πότε να κλείσει χώρους, όχι απλώς να τρέχει πίσω από την μπάλα.
Αν υπάρχει ένας προπονητής που έφερε την επιστήμη στο ποδόσφαιρο πριν από την εποχή των big data, αυτός είναι ο Ράφα Μπενίτεθ. Πολύ πριν η λέξη «analytics» γίνει μόδα, εκείνος κρατούσε αρχείο κάθε φάσης, κάθε στατικής μπάλας, κάθε απόφασης του διαιτητή.
Στη Λίβερπουλ, εισήγαγε ένα σύστημα καταγραφής προπονήσεων και αγώνων που αποθήκευε δεδομένα για κάθε παίκτη. Ο Τζέραρντ έχει δηλώσει πως «δεν υπήρχε προπόνηση χωρίς ανάλυση video, ούτε λάθος που να μην επαναπροβληθεί». Η πληροφορία ήταν όπλο, όχι θεωρία.
Αυτή η προσέγγιση κορυφώθηκε στο 3-3 του τελικού του Champions League το 2005. Ο Μπενίτεθ είχε μελετήσει την Μίλαν του Αντσελότι με τέτοια ακρίβεια που, ακόμη κι όταν η ομάδα του βρέθηκε να χάνει 3-0 στο ημίχρονο, ήξερε τι έπρεπε να αλλάξει: πέρασε τον Χάμαν, έκλεισε τον Κακά και άλλαξε τον τρόπο που η Λίβερπουλ έβγαινε από πίσω. Η ανατροπή της Κωνσταντινούπολης μπορεί να έχει περάσει στη συνείδηση των ποδοσφαιρόφιλων ως θαύμα, αλλά ο Μπενίτεθ είχε «δει» το ματς εκατό φορές πριν παιχτεί, έτσι είπε, και γι’ αυτό μπόρεσε να αντιδράσει.
Ο Μπενίτεθ δεν είναι δογματικός. Είναι μεθοδικός, αλλά όχι άκαμπτος. Έχει την ικανότητα να «μεταφράζει» την ίδια φιλοσοφία σε διαφορετικές ποδοσφαιρικές γλώσσες. Όταν ανέλαβε τη Ρεάλ Μαδρίτης το 2015, βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου η τακτική υπακοή δεν είχε την ίδια αξία με τη λάμψη των αστεριών. Η προσπάθειά του να επιβάλει το μοντέλο του απέτυχε, αλλά ακόμα κι εκεί, η ομάδα του είχε τη δεύτερη καλύτερη άμυνα της La Liga μέχρι να απομακρυνθεί από τον πάγκο της.
Αντίθετα, στη Νιούκαστλ (2016–2019), κατάφερε να προσαρμόσει το στυλ του στα δεδομένα της Τσάμπιονσιπ και αργότερα της Πρέμιερ Λιγκ. Με σχετικά περιορισμένο μπάτζετ για τα δεδομένα της λίγκας, στηρίχθηκε στην επιθετική άμυνα, στην πίεση στον άξονα και στα χτυπήματα από στημένες φάσεις. Το αποτέλεσμα; Ανοδος, παραμονή και αναγέννηση ενός συλλόγου που έμοιαζε χαμένος.
Η ευελιξία του δεν είναι τυχαία. Ο Μπενίτεθ πιστεύει ότι «το σύστημα δεν είναι τίποτα χωρίς τους ανθρώπους». Αν έχεις τον Τόρες, το σύστημα πρέπει να τον απελευθερώνει. Aν έχεις τον Λασέλς, πρέπει να τον προστατεύει.
Ο Μπενίτεθ είναι ο ορισμός του προπονητή-ελεγκτή. Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Από τα στημένα μέχρι την επικοινωνία με τους φυσικοθεραπευτές, κάθε λεπτομέρεια περνά από το μικροσκόπιό του. Ορισμένοι παίκτες το θεωρούν κουραστικό, όμως άλλοι το βλέπουν ως σχολείο.
Στη Λίβερπουλ, υπήρχαν αναφορές ότι ζητούσε από τους ποδοσφαιριστές να μετρούν τις αποστάσεις μεταξύ τους ακόμη και στις προπονήσεις χωρίς μπάλα. Στην Τσέλσι, όπου κατέκτησε το Europa League το 2013, είχε καθορίσει ακριβώς ποιος θα εκτελεί τα κόρνερ, ανάλογα με το ποια πλευρά φυσούσε ο άνεμος στο Στάνφορντ Μπριτζ.
Αυτός ο έλεγχος δεν έχει να κάνει με εμμονή, αλλά με τη φιλοσοφία του: «Αν δεν μπορείς να ελέγξεις τις λεπτομέρειες, δεν μπορείς να ελέγξεις το αποτέλεσμα». Για τον Μπενίτεθ, η τύχη είναι κάτι που χτίζεται με υπολογισμό, όχι κάτι που περιμένεις να συμβεί.
Συμπερασματικά, για τον Μπενίτεθ οι αποστάσεις, οι ρυθμοί, οι μεταβάσεις είναι αριθμοί που μπορούν να ελεγχθούν, αρκεί να υπάρχει πειθαρχία. Ίσως γι’ αυτό ποτέ δεν έγινε λαοφιλής όπως ο Γκουαρδιόλα ή ο Κλοπ. Αλλά λίγοι μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν κατανοήσει τη γεωμετρία του παιχνιδιού τόσο βαθιά. Το ζήτημα, βέβαια, είναι να δούμε αυτά τα κομμάτια της φιλοσοφίας του στο γήπεδο.