Μετά την προσγείωση, μπήκε στο διάδρομο για νέα απογείωση
Καλή η πορεία στην Ευρώπη. Πολύ καλή. Αλλά οι Παφίτες διψούν για τα επόμενα τρόπαια.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, θα ήθελα να μπορούσα να μείνω για να παίξω περισσότερο». Αυτά ήταν τα λόγια του Άντριου Γκέιζ όταν το καλοκαίρι του 2024 η Αυστραλία αντιμετώπισε την Ελλάδα για το Προολυμπιακό τουρνουά. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο συνδετικός κρίκος της Α1 με τον υπόλοιπο κόσμο αφού μιλούσε με διπλή ιδιότητα.
Αυτή του κορυφαίου κατά πολλούς μπασκετμπολίστα όλων των εποχών για το μπάσκετ της Ωκεανίας κι εκείνη του «μπομπέρ» ο οποίος έστω για λίγους μήνες, έπαιξε για λογαριασμό του Απόλλωνα Πατρών κι έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα σχεδόν από όλους. Να κάνει τα καλάθια να αναστενάζουν με το ασύλληπτο σουτ του, κυρίως έξω από στη γραμμή του τρίποντου.
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, πιο συγκεκριμένα στις αρχές του 1995. Το ελληνικό μπάσκετ βιώνει την εποχή της απόλυτης λάμψης του. Μετά την εκτίναξη του αθλήματος στη χώρα χάρη στις επιτυχίες του Άρη στην Ευρώπη και το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάκετ του 1987, πλέον όλοι ασχολούνται με την… σπυριάρα.
Πλέον μπάσκετ υψηλού επιπέδου δεν παίζεται μόνο στην Θεσσαλονίκη, όπου ο ΠΑΟΚ προσπαθούσε να πάρει τα σκήπτρα από τον κίτρινο «Αυτοκράτορα». Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός έχουν μπει για τα καλά στο παιχνίδι και η κόντρα των «αιωνίων», αλλά και τα χρήματα που μπαίνουν από παντού, αναγκάζουν τους πάντες να προσπαθούν να ακολουθήσουν.
Έτσι έρχονται στην Ελλάδα τεράστια ονόματα εκείνης της εποχής, ακόμη και για λογαριασμό ομάδων που δεν πρωταγωνιστούν ή παλεύουν για τον τίτλο. Όχι άδικα, το πρωτάθλημά μας αποκαλείται το καλύτερο της Ευρώπης, προσελκύοντας σπουδαίους παίκτες, όπως και ο Άντριου Γκέιζ. Μάλιστα ο Αυστραλός κατάλαβε πριν καν αγωνιστεί πόσο υψηλό ήταν το επίπεδο. Σύμφωνα με διηγήσεις, είχε ακολουθήσει την αποστολή των Πατρινών για το ματς με το Σπόρτινγκ. Θα ήταν το τελευταίο του Ρέτζι Τζόρνταν του οποίου θα έπαιρνε τη θέση στο ρόστερ, αφού ο Αμερικανός θα επέστρεφε στην πατρίδα του.
Σε εκείνο το παιχνίδι ο Τζόρνταν έκανε τα… δικά του, για όσους τον θυμούνται. Μπορεί το σουτ του να ήταν για τα… πανηγύρια, αλλά με φοβερά καρφώματα κι αέρινες κινήσεις, ο… οδοστρωτήρας πετυχαίνει 35 πόντους. Από την άκρη του πάγκου και φορώντας πολιτικά, ο Γκέιζ αναρωτιέται: «Αυτόν τον τύπο θέλετε να αντικαταστήσω;»…
Ωστόσο πολύ σύντομα θα γίνει ξεκάθαρο ότι ο τότε 30χρονος Αυστραλός δεν είχε κανένα έλλειμμα αυτοπεποίθησης ούτε κόμπλαρε από τις επιδόσεις του προκατόχου του. Αγωνιστικά τους χώριζε μια άβυσσος. Εκρηκτικός και αθλητικός όσο δεν πάει, αλλά… άσουτος ο Ρέτζι Τζόρνταν. Τσακωμένος με την… γυμναστική, αλλά με τρομερή τεχνική και… βρομόχερο ο Γκέιζ. Στο ντεμπούτο του κόντρα στον ΠΑΟΚ των Πρέλεβιτς, Κόρφα, Σάβιτς και Ρεντζιά θα βάλει 17 πόντους, για να ακολουθήσουν λίγο αργότερα οι 34 στην επικράτηση επί της ΑΕΚ και 42 απέναντι στον Άρη!
Με ύψος 2.01, τυπικά ήταν ένας γκαρντ/φόργουορντ, στην πραγματικότητα όμως ήταν ο… Ρέτζι Μίλερ των Αχαιών! Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να του δώσεις την μπάλα έξω από το τρίποντο. Εκείνος θα έβρισκε τον τρόπο να ξεμαρκαριστεί, να σουτάρει να στείλει την μπάλα (συνήθως χλατσωτά κι ασάλιωτα που λέμε) στο καλάθι.
Στην Πάτρα συνάντησε κι άλλους καλούς παίκτες, με δυνατή ελληνική μαγιά. Συμπαίκτες του ήταν το κλασικό δίδυμο Μολφέτας-Βετούλας, ο Παπαπέτρου (που φορούσε το 10, αναγκάζοντας τον Γκέιζ να αποχωριστεί για λίγους μήνες το αγαπημένο του νούμερο και να διαλέξει το 6), ο Χοτοκουρίδης, ο ομογενής Τζάκης, αλλά και ο τίμιος Αμερικανός σέντερ, Σάσκι.
Βέβαια για το ελληνικό πρωτάθλημα εκείνων των χρόνων ακόμη και αυτό το ρόστερ δεν στάθηκε ικανό να χαρίσει στον Απόλλωνα Πατρών τίποτα περισσότερο από την 11η θέση. Αλλά μιλάμε για μια εποχή που ο ανταγωνισμός ήταν του υψηλότερου δυνατού επιπέδου και κάθε ομάδα είχε τη δυνατότητα να υπογράφει πραγματικούς παιχταράδες.
Και παιχταράς πέρα από κάθε αμφιβολία υπήρξε ο Άντριου Γκέιζ. Πριν φορτώσει με 30άρες έστω για ένα 6μηνο τα καλάθια στα παρκέ της χώρας, έκανε… παπάδες στην πατρίδα του. Σε μια άλλη εποχή πολύ σύντομα θα είχε περάσει τα σύνορα, αλλά τότε (προ Μποσμάν) υπήρχαν περιορισμοί στις μετακινήσεις και στον αριθμό ξένων. Αυτός ο τύπος που ως ρούκι στο πρωτάθλημα της Αυστραλίας είχε μέσο όρο 29,1 πόντους έμεινε σχεδόν μία ζωή στου Μέλμπουρν Τάιγκερς.
Στην ομάδα δίπλα στο γήπεδο της οποίας μεγάλωσε, προερχόμενος από μια άκρως μπασκετική οικογένεια. Πρώτους από όλους ο πατέρας του, Λίντσεϊ, ο επί 35 (!) χρόνια προπονητής του συλλόγου. Πρώην παίκτης και αυτός, πήρε μέρος σε 3 Ολυμπιακούς Αγώνες με την εθνική ομάδα των «μπούμερς» και άλλες 4 φορές την καθοδήγησε ως ομοσπονδιακός τεχνικός. Ο θείος του Άντριου, Τόνι, έφτασε να κοουτσάρει την εθνική ομάδα των γυναικών, ενώ με το μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο ασχολήθηκαν ξαδέλφια, ανίψια και σχεδόν οποιοσδήποτε έφερε αυτό το επώνυμο…
Ο ίδιος έπαιξε στην Μελβούρνη για 21 σεζόν! Από το 1984 ως το 2005, έχοντας προπονητή τον πατέρα του. Σε αυτό το διάστημα κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1993, 1997), αλλά ήταν τα προσωπικά κατορθώματά του που εντυπωσιάζουν. 7 φορές αναδείχθηκε MVP και 14 πρώτος σκόρερ! Αντίστοιχα είναι και τα πεπραγμένα του και με την εθνική. Συμμετείχε 5 φορές σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ στο Σίδνεϊ ήταν και ο σημαιοφόρος αλλά και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης. Μάλιστα είναι ο δεύτερος σκόρερ συνολικά όλων των εποχών, πίσω μόνο από τον Όσκαρ Σμιτ! Την πλάτη του Βραζιλιάνου, αλλά και του Λουίς Σκόλα βλέπει και στη λίστα στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, όπου είναι τρίτος, ανεβαίνοντας στην κορυφή το 1994.
Η πρώτη του απόπειρα να παίξει μπάσκετ μακριά από την πατρίδα του ήταν το 1988. Μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, αρκετά κολλέγια ενδιαφέρθηκαν για την περίπτωσή του εντυπωσιασμένα από τις επιδόσεις του στο τουρνουά. Αν και λόγω ηλικίας είχε δικαίωμα να αγωνιστεί μόλις μία χρονιά, βρέθηκε στο Σίτον Χολ. Εκεί δηλαδή όπου… ταβάνι αποτελούσαν τα τρομερά ρεκόρ από το πέρασμα του Νίκου Γκάλη μία δεκαετία νωρίτερα.
Είχε κατά μέσο όρο 13,6 πόντους, 4,5 ριμπάουντ, 2,8 ασίστ και 2,9 κλεψίματα, διεκδικώντας μάλιστα και τον τίτλο του NCAA. Στον προημιτελικό με το UNLV ήταν ο πρώτος σκόρερ με 19 στη νίκη με 84-61 που έστειλε το κολλέγιο στο παρθενικό Final-4 της ιστορίας του! Σημείωσε άλλους 20 στο 95-78 επί του Duke στον ημιτελικό, αλλά δεν… ακούμπησε στην ήττα από το Michigan στον τελικό με 80-79 στην παράταση, περιοριζόμενος σε όλα κι όλα 5 σουτ.
Ακόμη κι έτσι θα μπορούσε να έχει μια θέση στα draft εκείνης της σεζόν, όμως το γεγονός ότι δεν ήταν ιδιαίτερα αθλητικός μάλλον έπαιξε το ρόλο του. Επέστρεψε στην Αυστραλία για να φύγει ξανά το 1991 όταν έγινε ο πρώτος παίκτης της χώρα που έπαιξε επαγγελματικά στην Ευρώπη. Το έκανε για λογαριασμό της Ούντινε, στη 2η κατηγορία της Ιταλίας, αλλά οι 30 πόντοι που είχε κατά μέσο όρο δεν στάθηκαν αρκετοί για να αποσοβήσουν τον υποβιβασμό.
Το όνειρό του να παίξει στο ΝΒΑ πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1994 όταν και υπέγραψε στους Bullets (πλέον Wizzards) έστω για 7 ματς, μόλις. Αλλά η ζωή είχε άλλα σχέδια για εκείνον. Μερικά χρόνια μετά, το 1997-1998 ο Γκρεγκ Πόποβιτς τον καλεί στο Σαν Αντόνιο. Με συμπαίκτες όπως ο Τιμ Ντάνκαν, ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον, ο Μάριο Έλι, ο Έιβερι Τζόνσον, ο Αντόνιο Ντάνιελς, ο Στιβ Κερ και ο Σον Έλιοτ, έχει ελάχιστο χρόνο συμμετοχής. Μικρό το κακό, αν αναλογιστεί κανείς ότι τελικά οι Spurs κατακτούν τον τίτλο και πέρα όλων των άλλων, ο Άντριου Γκέιζ μπορεί να υπερηφανεύεται και για κάτι ακόμα. Το δαχτυλίδι του πρωταθλητή του ΝΒΑ. Not bad at all…
menshouse.gr