Ομόνοια ή αλλού ο Γιάννου;
Πριν από περίπου δυο εβδομάδες (22/11) κυκλοφόρησαν φήμες, ότι ο Παναγιώτης Γιάννου, μετά την αποτυχημένη του «αποστολή» να χτίσει ανταγωνιστική ομάδα στην ΑΕΛ, πιθανόν να μετακομίσει στην Ομόνοια.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Τη μισή του ζωή ο Μπρούνο Άλβες την πέρασε παίζοντας επαγγελματικά ποδόσφαιρο, συνεχίζοντας την από γενιά σε γενιά παράδοση.
Σε αυτή την εικοσαετή διαδρομή, όλα τα βρήκε, όλα τα έζησε, όλα τα αντιμετώπισε. Και Κύκλωπες και την Κίρκη και Λωτοφάγους και Σειρήνες. Και ακόμη κρατάει, συνεχίζει, χωρίς να δείχνει διάθεση ή έστω να αφήνει υπόνοιες πως μπορεί να σταματήσει.
Μόνο, ίσως μόνο, το γεγονός ότι επέστρεψε εδώ όπου γι’ αυτόν ουσιαστικά ξεκίνησαν τα πάντα να μαρτυρά πως η ώρα που θα σταματήσει το ταξίδι του ζυγώνει…
Δέκα χρόνων παιδάκι ξεκίνησε ν’ ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του. Ο Ουάσινγκτον Ζεράλντο Ντίας ήταν, είναι και θα παραμείνει το πρότυπό του, ο μέντοράς του. Βραζιλιάνος, άφησε την πατρίδα του για την χώρα των εποίκων στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Στην Πορτογαλία κρέμασε τα παπούτσια του, στην Πορτογαλία έγινε προπονητής, χωρίς ποτέ να ξεχωρίσει, στην Πορτογαλία έκανε την οικογένεια του, βλέποντας τα παιδιά του να λογίζονται πλέον Πορτογάλοι.
Κεντρικός αμυντικός και αυτός, ως τέτοιον φρόντισε να γαλουχήσει τον κανακάρη του. Άλλη θέση, άλλον ρόλο, άλλη δουλειά στο γήπεδο ο Μπρούνο δεν θυμάται ούτε να ζήλεψε, ούτε να ζήτησε, ούτε και να επωμίστηκε ποτέ, από την πρώτη πρώτη κιόλας μέρα που αποτέλεσε μέρος μιας ομάδας.
Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στη Βαρζίμ, ομάδα που τότε (1992) προπονούσε ο πατέρας του, ομάδα μια τζούρα δρόμο από τη δική του γενέτειρα, το ψαροχώρι του Κασίνιας, το οποίο πέραν από ψαράδες έβγαλε στα τέλη του 20ού αιώνα και ποδοσφαιριστές. Από εκεί άλλωστε κατάγονται οι Έλντερ Ποστίγκα και Φάμπιο Κοεντράο.
Ο Ζεράλντο για έναν χρόνο έμεινε στα ηνία της Βαρζίμ. Η μοίρα του προπονητή. Ο μικρός άντεξε πολύ και πολλά περισσότερα, επτά συνολικά. Και ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίον ουσιαστικά κράτησε στην… ανεργία τον πατέρα του, αφού επέλεξε να παραμένει δίπλα του, συμβουλεύοντας, νουθετώντας, όντας εκεί μέχρι να πάρει τον δικό του επαγγελματικό δρόμο. Καλύτερος δεν θα μπορούσε να του στρωθεί, όταν λίγο πριν την ενηλικίωση εμφανίστηκε η Πόρτο.
Από τη διαδικασία όμως δεν προβλεπόταν να ξεφύγει. Του πήρε πέντε χρόνια, τρεις δανεισμούς σε ισάριθμες διαφορετικές ομάδες για τρεισήμισι σεζόν και την πρώτη του ξενιτιά, προκειμένου να φτάσει σε σημείο να υπολογίζεται ως εν δυνάμει, έστω, στέλεχος της πρώτης ομάδας.
Η τελευταία του σεζόν, αυτή της ξενιτιάς, ήταν η πειστικότερη. Στα 23 του ήρθε στην ΑΕΚ, κατόπιν εισήγησης του Φερνάντο Σάντος. Ακόμα και σήμερα μακαρίζει την τύχη του για την εμπειρία.
Δεν ξεχνάει τα συνθήματα της εποχής, τον Πρόεδρο Ντέμη, την πρώτη πρώτη του επαφή με ομάδα και συνθήκες πρωταθλητισμού.
Την Αθήνα την ήξερε, αφού είχε έρθει με την Ολυμπιακή ομάδα της Πορτογαλίας το 2004, χωρίς να ξεπεράσει τη φάση των ομίλων.
Πέρασε καλά, δέθηκε και το πιθανότερο είναι πως, αν περνούσε από το χέρι του, ίσως και να επέκτεινε την παραμονή του. Του ζητήθηκε άλλωστε, με την Ένωση να το διεκδικεί. Οι «Δράκοι» όμως είχαν άλλα σχέδια. Είχαν πειστεί πως θα μπορούσε να αποτελεί κομμάτι του δικού τους rotation.
Για βασικός ούτε λόγος. Οι θέσεις στην καρδιά της άμυνας ήταν κατειλημμένες από τα τότεμ της εποχής, τον Ρικάρντο Κόστα και τον Ζοάο Πάουλο. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη που έπρεπε να ξεπεράσει για να επιβιώσει. Ξόδεψε μια σεζόν (2005-2006) μόνιμα παγκίτης. Δέκα μόλις παιχνίδια ξεκίνησε σε όλες τις διοργανώσεις και η… θυσία του ήταν μια αποβολή σε ένα clássico με την Μπενφίκα, όταν κουτούλησε τον Νούνο Γκόμες.
Θυσία που είχε αντίκρισμα λίγους μήνες αργότερα. Ο Ζεσουάλδο Φερέιρα ανέλαβε τους «Δράκους», κρατώντας ως μόνη παρακαταθήκη από το 3-4-3, το οποίο είχε αφήσει ως κληροδότημα ο Ολλανδός Κο Αντριάανσε, τον έναν της πρώτης τριάδας, τον Πέπε , και δίπλα του προτίμησε να χρησιμοποιήσει τον Μπρούνο Άλβες. Διόλου περίεργο που θεωρεί τον… «παππού», όπως μάθαμε να αποκαλούμε τον Πορτογάλο προπονητή από τη θητεία του στον Παναθηναϊκό, ως τον πλέον καταλυτικό στη διαμόρφωση της καριέρας του…
Πέντε χρόνια, τέσσερα Πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα. Ο απολογισμός του στο Πόρτο. Καθόλου άσχημα. Για τα δεδομένα όμως των «Δράκων» και την εξαγώγιμη διαδικασία τους είχε… μπαγιατέψει. Εντεκαετία αισίως συμπλήρωσε στο ρόστερ -σε διάφορους ρόλους και διαφορετικά στάτους- περπατώντας στα 28 του. Μεγάλος αρκετά. Πού να ‘ξέρε…
Καλοπληρωτές βέβαια πάντα βρίσκονται. Εκείνη την εποχή, καλοκαίρι του 2010, η καλύτερη όλων και αυτή που είχε ανοίξει νταραβέρια με το πορτογαλικό σύστημα προώθησης ποδοσφαιριστών ήταν η Gazprom, η ιδιοκτήτρια χορηγός εταιρεία της Ζενίτ. Μετά τους Ντάνι λοιπόν και Φερνάντο Μέιρα, ακολουθεί μετακομίζοντας συν γυναιξί και τέκνοις, τη σύζυγο Κουτ, την κόρη Αντριάνα και τον γιο Λεονάρντο, στην Αγία Πετρούπολη.
Ο βαρύς ρωσικός χειμώνας, τον οποίον ποτέ δεν είχε ζήσει, πρόβλημα που δεν τον απασχόλησε. Οι ιδιαίτερες και τελείως κόντρα συνθήκες σε σχέση με αυτές που είχε γνωρίσει μεγαλώνοντας, επίσης. Το μεγάλωμα των παιδιών του σε αυτές, το πλέον απαιτητικό, ο Κύκλωπας όμως που χρειαζόταν να τυφλώσει, το γνωστό ρατσιστικό background που κυριαρχούσε (και εν πολλοίς υφίσταται ακόμη) στις τάξεις των σκληροπυρηνικών οπαδών της νέας του ομάδας.
Τον τύφλωσε (ή τυφλώθηκε), όρκο δεν παίρνει κανείς. Στα τρία χρόνια που πέρασε στο «Petrovsky» ορκίζεται πως δεν αντιμετώπισε, δεν βίωσε το παραμικρό σχετικό πρόβλημα. Τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδου. Τα δύο Πρωταθλήματα που πανηγύρισε με τους «Μπλε» πιθανώς (αν και όχι δεδομένα…) έπαιξαν τον ρόλο τους.
Η αλήθεια είναι πάντως πως δεν αρκούσαν για την υπερκοστολογημένη επένδυση εκείνης της εποχής της Ζενίτ. Ο ίδιος είχε καλομάθει. Και στα… εξωτικά και στα πολλά μηδενικά. Και έτσι, μετά την τριετία στον Βορρά, κατέβηκε νοτιότερα, αναζητώντας περίσσια θέρμη, στο μόνο μέρος όπου μπορούσε να τη συνδυάσει με ανάλογα των Ρώσων χρήματα.
Άκουσε τις τουρκικές Σειρήνες, χωρίς όμως να δεθεί στο κατάρτι για να τις αποφύγει. Συμφώνησε με τη Φενέρ με απολαβές ασύλληπτες για την εποχή (3 εκατ. ευρώ ετησίως). Το ότι υπέκυψε όμως δεν σήμαινε πως αφέθηκε. Ηγέτης και στο «Saracoğlu», οδήγησε τα «Καναρίνια» στο τελευταίο ως και σήμερα Πρωτάθλημά τους (2014), έστω και αν ήταν το μόνο παράσημο στην τριετή του (και) παραμονή στην Πόλη.
Άλλοι, στα 35 τους πατημένα, με πολλά μηδενικά στον τραπεζικό τους λογαριασμό, με εμπειρίες, παραστάσεις, τίτλους, αναγνώριση, θα σκεφτόντουσαν σοβαρά πως η ώρα της παράδοσης στην αγκαλιά μιας Κίρκης θα είχε φτάσει. Μιας οποιασδήποτε Κίρκης που θα σηματοδοτούσε είτε μια καλή, τελευταία αρπαχτή είτε μια επιστροφή κάπου στην πατρίδα, χωρίς πίεση και άγχος, για τα ύστατα ένσημα που θα κολλούσε πριν τη συνταξιοδότηση.
Δεν το έκανε. Είτε γιατί ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει και την ώρα που έμοιαζε έτοιμος να πιάσει ξανά λιμάνι τον παρέσερνε μακριά είτε γιατί -το πιθανότερο βάσει χαρακτήρα- δεν το ήθελε ακόμη, δεν το σκεφτόταν καν. Φύσει ανταγωνιστικός γαρ. Έτσι ένιωθε, έτσι ήθελε να δείχνει. Χωρίς οικονομικό κίνητρο λοιπόν πηγαίνει στη -νεοφώτιστη τότε, καλοκαίρι του 2016- στη Serie Α, Κάλιαρι.
Ένα χρόνος στη Σαρδηνία, φευγιό μετά για άλλο νησί. Σκωτία και άλλος ένας χρόνος στη Ρέιντζερς. Όσο πιο κοντά μπόρεσε ποτέ να πλησιάσει στο μεγάλο του απωθημένο, σε μια ευκαιρία, μια γεύση από Premiership.
Συμφωνίες που πλέον είχαν και την στάμπα του Πρωταθλητή Ευρώπης. Στην αποστολή της Εθνικής Πορτογαλίας για το Euro 2018, έχοντας ξανασμίξει πλέον στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα με τον -φίλο του, όπως τον αποκαλεί πλέον- Φερνάντο Σάντος.
Μόνο και μόνο ότι πήγε στα γήπεδα της Γαλλίας, 37 χρονών, ενδεικτικό του σεβασμού που απολάμβανε. Της αξίας και της αναγνώρισης που είχε κερδίσει. Και της πολυεπίπεδης χρησιμότητάς του. Μα και της δικής του παθιασμένης αφοσίωσης. Θα μπορούσε να ξεχάσει και να μείνει στη χώρα των Λωτοφάγων, στο αμέσως προηγούμενο τουρνουά (Euro 2012), όταν ήταν ένας από τους δύο Πορτογάλους που αστόχησαν στη διαδικασία των πέναλτι στον ημιτελικό με την Ισπανία, στερώντας τότε μια ευκαιρία για το τρόπαιο.
Κλήθηκε όμως. Και πήγε. Παρότι, αγωνιστικά, λογιζόταν ως ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Ενδεικτικό ότι ένα παιχνίδι πήρε όλο κι όλο στην διοργάνωση. Κατά διαβολική σύμπτωση και πάλι ημιτελικό. Κόντρα στην Ουαλία. Φρόντισε να μην σπαταληθεί και άλλη ευκαιρία. Και αυτό ήταν. Άλλο, περισσότερο, δεν προβλεπόταν να παίξει. Δεν χρειαζόταν να παίξει. Το ήξερε και ο ίδιος.
Πιότερη η χρησιμότητά του ως λοχαγού στ’ αποδυτήρια.
Να είναι εκεί, τρέχοντας ν’ ακολουθήσει τον κολλητό του, Κριστιάνο Ρονάλντο, όταν στον Τελικό κλαίγοντας αποχώρησε τραυματίας. Να του πει δυο γρήγορες κουβέντες, να τον παρηγορήσει και να του υπενθυμίσει πως ακόμα και ως “Ελ Σιντ”, ακόμα και όρθιος στον πάγκο, χρήσιμος θα ήταν για όσους πατούσαν μέσα από τις γραμμές και, έτσι, να τον φέρει ξανά στο γήπεδο.
Και στο φινάλε, έτσι, να καταφέρει να βάλει παράσημο στο πέτο του, το πιο λαμπρό απ’ όλα της καριέρας του, το Χρυσό μετάλλιο του νικητή του Euro.
Είπαμε όμως, ούτε καν τότε βαρέθηκε, χόρτασε. Συνέχισε. Και με το εθνόσημο ακόμα, πηγαίνοντας -έστω χωρίς επιτυχία- σε δύο ακόμα μεγάλες διοργανώσεις , το Συνομοσπονδιών του 2017 και το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018, χωρίς πάλι σε δαύτο να παίξει ούτε λεπτό.
Μαράζι του πως δεν κατάφερε να φτάσει τις 100 διεθνείς συμμετοχές. Η τελευταία του, σε ένα φιλικό προετοιμασίας για τα γήπεδα της Ρωσίας κόντρα στην Αλγερία. Θα το ‘θελε, το προσπάθησε, παρέμεινε… ακμαίος και σε πρωταγωνιστικό επίπεδο, μετακομίζοντας και πάλι στο Campionato και ανανεώνοντας συνεχώς, χρονιά την χρονιά, την παρουσία του στην Πάρμα ως και το καλοκαίρι του 2021, άλλη κλήση όμως δεν δέχτηκε.
Η Ιθάκη φάνηκε το καλοκαίρι του 2021. Η Πάρμα υποβιβάστηκε. Δεν τον σήκωνε άλλο το κλίμα, παρότι δεν ήταν ο πρεσβύτερος του ρόστερ. Άλλο ο Τζίτζι Μπουφόν όμως. Ειδικά για τους «Parmenci». Δεν το ήθελε και ο Άλβες να μείνει άλλο. Έντεκα χρόνια συμπληρωμένα περιπλανήθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη. Και είπε να γυρίσει για μια τελευταία -ποιος ήξερε, ποιος ορκιζόταν- περατζάδα στην πατρίδα.
Τα έσπασε όμως γρήγορα, πολύ γρήγορα, με τον προπονητή της Φαμαλικάο και, πριν καν συμπληρώσει δύο εβδομάδες, έλυσε το συμβόλαιό του. Και τότε, ναι, το σκέφτηκε σοβαρά. Το είχε σχεδόν αποφασίσει να σταματήσει. Δεν το ένιωθε, αλλά το σύμπαν έμοιαζε να του το φωνάζει. Ε, και; Δεν χρειάζονταν πολλά. Ο Κριστιάνο του τηλεφώνησε και του σύστησε, του πρότεινε, τον εμψύχωσε να συνεχίσει, εφόσον ακόμη η περδικούλα του το έλεγε.
Και έτσι κι έγινε. Βγήκε ξανά στη γύρα, διαφημίζοντας την αγωνιστική του ετοιμότητα με βιντεάκια των προπονήσεών του μαζί με τον γιο του και τον ανιψιό του, επίσης εκκολαπτόμενοι ποδοσφαιριστές (και ο αδερφός του στη φάμπρικα ήταν, όχι όμως με ανάλογη επιτυχία).
Η απόκριση, ω Θεοί, από Ελλάδα ήρθε. Εδώ, μερικά χιλιόμετρα μακριά μόνο από εκεί όπου τα πάντα για τον ίδιο, ουσιαστικά, ξεκίνησαν. Καμία σημασία δεν είχε, δεν έχει το στάτους του Απόλλωνα. Αδιάφορο.
Του δόθηκε η ευκαιρία να συνεχίσει να παίζει. Και να μπει, με μπάλα στα πόδια, στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Ως πότε; Ως όποτε. H ψυχούλα του το τράβαγε.
«Θέλω να γεράσω νέος. Μεγαλώνοντας με την ποιότητα ζωής που θέλω. Πλέον είμαι 40. Κοιτώντας πίσω, το καλύτερο κομμάτι των όσων έχω ζήσει ως τώρα είναι πως μαθαίνω. Από εδώ και πέρα, πιστεύω και ελπίζω πως θα μπορέσω να αξιοποιήσω, να απολαύσω όσα έχω μάθει.
Δεν ήθελα να κάνω τίποτα διαφορετικό. Και ούτε θα έκανα. Αυτό είναι το μονοπάτι μου, αυτό έχω επιλέξει.
Αυτή είναι η ιστορία μου. Και ούτε μπορώ ούτε και θέλω να την αλλάξω».
athletestories.gr