Σωφρόνης καλεί.... ΦΑΜΠΙΑΝΟ!
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός θέλει τον Φαμπι στην Εθνική
Ακολουθήστε μας στο Google news
Ρίχνοντας μια ματιά στο βιογραφικό του Έρικ Μίκλαντ θα διαπιστώσει ότι οι σπουδαιότερες βάσει ονομάτων ομάδες στις οποίες έπαιξε ήταν ο Παναθηναϊκός, η Μόναχο 1860 και η Κοπεγχάγη. Αν δεν ήταν (εκτός αγωνιστικών χώρων) τόσο ευάλωτος, ίσως αντί αυτών να βλέπαμε καμιά πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Βλέπεις, το «Κουνούπι», όπως ήταν και ο τίτλος ενός ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για πάρτη του, ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου, μακριά από το πρότυπο του επαγγελματία που έχουν οι περισσότεροι κατά νου.
Μέσα στο γήπεδο ένα πλήρες «8άρι» που είχε το σπάνιο προσόν να ξέρει πού και πώς θα προωθήσει την μπάλα (την οποία συχνά είχε κερδίσει ο ίδιος αναχαιτίζοντας αντιπάλους) και παράλληλα την διάθεση να μαρκάρει σαν σκύλος παίκτες με πολύ εντυπωσιακότερα σωματικά προσόντα από τα δικά του.
Με ύψος που ίσα που ξεπερνούσε το 1.70, ο Νορβηγός χαφ υπήρξε ο ορισμός του μάγκα που δεν καταλάβαινε τίποτα και δεν μάσαγε απέναντι σε κανέναν. Κάτι που αποδείχτηκε περίτρανα σε ένα ματς των «Βίκινγκ» κόντρα στην Βραζιλία. Και με μια εμφάνιση που ανάγκασε ακόμα και τον Ρομάριο (γνωστό παιχταρά αλλά και… γλουτοχαρακτήρα) να παραδεχτεί ότι αυτή η… μισοριξιά έπαιζε μόνος του απέναντι στην ελίτ της μεσαίας γραμμής της «σελεσάο». Κάτι που επανέλαβε αγωνιζόμενος για ένα ημίχρονο και στο ιστορικό 2-1 επί των Νοτιοαμερικανών στο Μουντιάλ του ’98.
Για κάποιο λόγο αυτός ο τύπος βρέθηκε να παίζει σε υποδεέστερες των ικανοτήτων του ομάδες και από μία τέτοια, την αυστριακή Λιντς, τον τσίμπησε ο Παναθηναϊκού μέσω του σκάουτ που του έκανε ο Βλάχος. Και στο περιθώριο μιας αναμέτρησης της Νορβηγίας με την Ουγγαρία, το «Κουνούπι» υπέγραψε στο τριφύλλι το 1997, έχοντας μόλις κλείσει τα 26 χρόνια του.
Πριν καν συμπληρώσει μερικές εβδομάδες παραμονής στην Ελλάδα, αποφάσισε να παντρευτεί και η επιθυμία του να ζητήσει πράσινες φανέλες τις οποίες προόριζε για τους καλεσμένους του τον έβαλε για τα καλά στις καρδιές των οπαδών. Όταν, λίγο αργότερα, τον είδαν να αγωνίζεται κιόλας, η αρχική συμπάθεια μετατράπηκε σε παράφορο… έρωτα για τον μικρόσωμο μακρυμάλλη ποδοσφαιριστή που κυκλοφορούσε με μια Harley, στην οποία ξεχώριζε η αερογραφία «Passenger», από το ομώνυμο κομμάτι του Iggy Pop.
Οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ο λόγος που ένας παίκτης τέτοιου ταλέντου και ικανοτήτων δεν έπαιζε σε μεγαλύτερο σύλλογο δεν είχε την παραμικρή σχέση με τις δυνατότητές του. Η αιτία δεν ήταν άλλη από το αλκοόλ. Στα παρασκήνια γινόταν λόγος για καμιά μπύρα που έπινε πού και πού, αλλά η αλήθεια βρισκόταν πολύ μακριά από αυτό και αποκαλύφθηκε τα χρόνια που ακολούθησαν όταν ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες βγήκαν στην επιφάνεια για την προσωπική του ζωή και τις αυτοκαταστροφικές επιλογές του.
Καθώς ο καιρός περνούσε, ο Μίκλαντ προστάτευε ολοένα και λιγότερο την ιδιωτικότητά του, δίνοντας συνεχώς αφορμές στα media να τον «κρεμάσουν». Κι ενώ κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα και νωρίτερα στην Αυστρία υπήρχαν απλά υποψίες, στη συνέχεια η κατάσταση ξέφυγε τελείως όταν το αλκοόλ έγινε ο μόνιμος σύντροφός του (στο ενδιάμεσο μάλιστα καταστράφηκε και ο γάμος του), ενώ στην εξίσωση μπήκε και η κοκαΐνη.
Τα σκάνδαλα στα οποία ενεπλάκη ήταν αμέτρητα. Κατά την διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998 οι κάμερες τον «έπιασαν» να είναι τύφλα στο μεθύσι… Στην Ελλάδα ακόμα συζητούν για το πόσες φορές τον μάζεψαν από μπαρ αφού δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει σπίτι του. Στην Γερμανία και στην Δανία, όμως, η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη. Ομηρικοί καυγάδες με τον προπονητή της Μόναχο 1860, παρακάλια να επισκεφτεί κλινική αποτοξίνωσης και εικόνες για τις οποίες θα ντρεπόταν και ο ίδιος που τον έδειχναν να βρίζει περαστικούς σε γέφυρες της Κοπεγχάγης ή άλλες με τον Νορβηγό λιώμα έξω από μπαρ να προκαλεί σε… μπρα-ντε-φερ τον κόσμο…
Στη Δανία ήρθε και η σταγόνα που ξεχείλισε (κυριολεκτικά) το ποτήρι. Δημοσιογράφοι της Ekstra Bladet τον είδαν έξω από κλαμπ σε φρικτή κατάσταση από το μεθύσι, ανίκανο να σταθεί στα πόδια του και μάλιστα παραμονές παιχνιδιού της ομάδας του. Ο Μίκλαντ είχε μπει μόλις στα 30, αλλά για εκείνον ήδη όλα είχαν τελειώσει.
Σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αλλά επέστρεψε σε αυτό τέσσερα χρόνια αργότερα, με την μυθική ατάκα «Δεν ξέρω πότε θα είμαι έτοιμος για να παίξω καλά, αλλά γούσταρα να ξαναπαίξω μπάλα. Δεν γ@μιέται, καιρός ήταν να γυρίσω»!
Τα τελευταία επεισόδια του σίριαλ ήταν εκείνα στα οποία βγήκαν στην επιφάνεια τα θέματα που αφορούσαν στη χρήση κόκας. Ο 78 φορές διεθνής Νορβηγός στραπάτσαρε ό,τι είχε απομείνει από την εικόνα του όταν καταδικάστηκε από δικαστήριο, αλλά αυτό αυτή η εξέλιξη αποδείχτηκε ο «πάτος» που του επέτρεψε να πατήσει δυνατά και να επιστρέψει στην κοινωνία.
Αντιλαμβανόμενος ότι χρωστά κάτι στον εαυτό του ως άνθρωπος, καθώς σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο ως οντότητα δεν ήταν τελειωμένος, ο Μίκλαντ αφοσιώθηκε στους γύρω του του. Γνωρίζοντας καλά τι σημαίνει μια ζωή στο περιθώριο, πάλεψε για να βοηθήσει εκείνους που βρίσκονταν εκεί χωρίς να έχουν τις δικές του ευκαιρίες ή το ταλέντο για ένα καλό συμβόλαιο που θα τους απέφερε χρήμα και την δυνατότητα για μια δεύτερη ευκαιρία.
Το «pobelprosjektet», ένα εγχείρημα που φέρει και την δική του υπογραφή, είναι ένα σχέδιο που τρέχει ακόμα και στόχο έχει να στηρίξει νέα παιδιά που έχασαν τον δρόμο τους προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, να βρουν δουλειά και να νικήσουν εκείνους τους δαίμονες με τους οποίους για χρόνια ο Μίκλαντ είχε συγκάτοικους στην ψυχή του. Αλλά αφού τους νίκησε το «Κουνούπι», γιατί όχι κι αυτοί;
menshouse.gr