Η ΚΟΠ και η Ομοσπονδία της Δανίας υπογράφουν συμφωνία ανταλλαγής διαιτητών
Η Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου και η Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Δανίας ανανεώνουν τη συμφωνία τους για ανταλλαγή διαιτητών.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Το 1992, στην πρώτη χρονιά της Premier League, οι 22 σύλλογοι που την απάρτιζαν, της απέφεραν 205 εκατομμύρια λίρες, με τον μέσο παίκτη να κερδίζει 2.050 λίρες την εβδομάδα.
Τριάντα χρόνια αργότερα, και παρά το γεγονός ότι είχε στις τάξεις της δύο λιγότερους συλλόγους, τα έσοδα του πρωταθλήματος είχαν αυξηθεί κατά το αστρονομικό ποσοστό του 2.850%, δηλαδή σε 6,1 δισεκατομμύρια λίρες και ο μέσος παίκτης κέρδιζε 93.000 λίρες την εβδομάδα.
“Στο επίκεντρο αυτής της τρομερής ανάπτυξης βρίσκεται μια αμερικανική επανάσταση”, γράφει χαρακτηριστικά το Conversation. “Κατά την πρώτη σεζόν της Premier League, το ποδόσφαιρο βρισκόταν ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τη φρίκη των καταστροφών στα γήπεδα του Χίλσμπορο και του Χάισελ. Οι ιδιοκτήτες έτειναν να προέρχονται από την τοπική περιοχή και να έχουν ένα απλό επιχειρηματικό υπόβαθρο. Ο μόνος ξένος ιδιοκτήτης ήταν ο Σαμ Χάμαν της Γουίμπλεντον, ένας Λιβανέζος εκατομμυριούχος που αγόρασε τον σύλλογο από καπρίτσιο, ενώ φέρεται να ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για το τένις. Η σεζόν ολοκληρώθηκε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (υπό τον Άλεξ Φέργκιουσον) να κατακτά το κορυφαίο πρωτάθλημα του αγγλικού ποδοσφαίρου για πρώτη φορά μετά από 26 χρόνια”.
Τώρα, αν η πρόσφατη συμφωνία της Friedkin Group με έδρα το Τέξας για την αγορά της Έβερτον πραγματοποιηθεί, αυτό θα σημαίνει ότι 11 από τους 20 συλλόγους της Premier League θα ελέγχονται ή θα ανήκουν εν μέρει σε Αμερικανούς επενδυτές.
Ξαφνικά δηλαδή στις ΗΠΑ δεν μπορούν να χορτάσουν από αγγλικό “soccer” τη στιγμή που ξέρουμε ότι οι θεατές εκει δεν πολυτρελαίνονται ακόμα γενικά για αυτό το άθλημα.
Έτσι, λοιπόν έχουμε τις τέσσερις από τις “έξι μεγάλες” ομάδες της Premier League να είναι αμερικανικής ιδιοκτησίας (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ, Άρσεναλ και Τσέλσι) ενώ μια πέμπτη, η Μάντσεστερ Σίτι, έχει μια σημαντική αμερικανική μειοψηφική συμμετοχή.
Παράλληλα, η Άστον Βίλα, η Φούλαμ, η Μπόρνμουθ, η Κρίσταλ Πάλας, η Γουέστ Χαμ και η Ίπσουιτς Τάουν ανήκουν επίσης ως έναν βαθμό σε Αμερικανούς ιδιοκτήτες.
Οι αμερικανικές επενδύσεις είναι σημαντικές και στα χαμηλότερα στρώματα της ποδοσφαιρικής πυραμίδας, με αιχμή του δόρατος την εξαγορά της Ρέξαμ από τους ηθοποιούς Ράιαν Ρέινολντς και Ρομπ ΜακΈλχενι και την αγορά της Μπέρμιγχαμ Σίτι από Αμερικανούς επενδυτές, μεταξύ των οποίων και ο επτά φορές νικητής του Super Bowl, Τομ Μπράντι.
“Πώς προέκυψε, λοιπόν, αυτή η αμερικανική εμμονή με το αγγλικό ποδόσφαιρο;”, αναρωτιέται το Conversaton; “Και πόσο αληθινές είναι οι ανησυχίες ότι αυτοί οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες θα μπορούσαν να συνωμοτήσουν για να ‘αμερικανοποιήσουν’ τις παραδόσεις της Premier League, είτε μειώνοντας τον κίνδυνο υποβιβασμού είτε εισάγοντας κάποια μορφή συστήματος ‘draft pick’ είτε μεταφέροντας αγώνες ή ακόμη και συλλόγους σε άλλες πόλεις;”.
Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν ο πρώτος σύλλογος της Premier League που πέρασε σε αμερικανική ιδιοκτησία. Μέχρι το 2005, η Γιουνάιτεντ ανήκε σε διάφορους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των Ιρλανδών επιχειρηματιών και ιδιοκτητών ιπποδρομιών, Τζον Μάγκνιερ και Τζ.Π. ΜακΜάνους. Εκείνοι πούλησαν τις μετοχές τους μέσα από μια παράξενη ιστορία που περιλαμβάνει τον Άλεξ Φέργκιουσον και ένα άλογο, στην αμερικανική οικογένεια των Γκλέιζερ.
Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν ήδη εμπλακεί στον αθλητισμό ως ιδιοκτήτες μία ομάδας του NFL, είχαν ήδη κάτι λίγες μετοχές της Γιουνάιτεντ, αλλά η ξαφνική διαθεσιμότητα των ιρλανδικών μετοχών επέτρεψε στον Μάλκολμ Γκλέιζερ να αποκτήσει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών έναντι 790 εκατομμυρίων λιρών (περίπου 1,5 δισεκατομμύριο λίρες σε σημερινές τιμές).
Το γεγονός ότι οι Γκλέιζερ δεν διέθεταν στην πραγματικότητα επαρκή κεφάλαια για να πληρώσουν για τις μετοχές αυτές ήταν ένα πρόβλημα που μπορούσε να επιλυθεί. Στον, ας πούμε, εμπορικά αφελή κόσμο του κορυφαίου αγγλικού ποδοσφαίρου πριν από την Premier League, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν ένας σύλλογος χωρίς χρέη, που πλήρωνε τα έξοδά του χωρίς να αξιοποιεί τη θέση του ως ένας από τους πιο διάσημους ποδοσφαιρικούς συλλόγους του κόσμου. Οι Γκλέιζερ είδαν την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε και κανόνισαν μια μοχλευμένη εξαγορά (LBO), με την οποία ο ποδοσφαιρικός σύλλογος δανείστηκε περισσότερα από 600 εκατομμύρια λίρες με εγγύηση τα δικά του περιουσιακά στοιχεία για να “αγοράσει στην ουσία τον εαυτό του” το 2005.
Παρά την ανάγκη να καλύψει το υψηλό κόστος των τόκων για τη χρηματοδότηση της LBO, η Γιουνάιτεντ συνέχισε να κερδίζει τρόπαια υπό τον Φέργκιουσον -συμπεριλαμβανομένων τριών συνεχόμενων τίτλων στην Premier League το 2007, το 2008 και το 2009, καθώς και την κατάκτηση του Champions League το 2008. Εν μέσω αυτής της επιτυχίας, ο σύλλογος θεώρησε ότι οι τιμές των εισιτηρίων ήταν πολύ χαμηλές και άρχισε να τις αυξάνει, με τα έσοδα από τις ημέρες των αγώνων να αυξάνονται από 66 εκατομμύρια λίρες το 2004/05 σε πάνω από 101 εκατομμύρια λίρες μέχρι το 2007/08.
Τα εμπορικά έσοδα ήταν ένας άλλος τομέας που οι Γκλέιζερς ήθελαν να τον δουν να ανεβαίνει. Η Γιουνάιτεντ δημιούργησε γραφεία στο Λονδίνο και άρχισε να ψάχνει να συνάψει εμπορικές συμφωνίες σε όλο τον κόσμο, από σνακ μέχρι προμηθευτές τρακτέρ και ελαστικών -διπλασιάζοντας τα έσοδα της και από αυτή την πηγή εσόδων.
Ωστόσο, τα χρέη παρέμεναν και οι περισσότεροι οπαδοί της Γιουνάιτεντ παρέμεναν καχύποπτοι απέναντι στους Αμερικανούς ιδιοκτήτες της ομάδας.
Σήμερα, παρά τη μερική εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και την πώληση του 27,7% του συλλόγου τον Φεβρουάριο του 2024 στον Βρετανό δισεκατομμυριούχο Τζιμ Ράτκλιφ έναντι 1,25 δισεκατομμυρίου λιρών, η Γιουνάιτεντ εξακολουθεί να έχει δανεισμό άνω των 546 εκατομμυρίων λιρών, έχοντας πληρώσει σωρευτικά έξοδα τόκων ύψους 969 εκατομμυρίων λιρών από την εξαγορά της το 2005. Αλλά με την ομάδα να αποτιμάται πλέον στα 6,55 δισ. δολάρια ΗΠΑ (περίπου 5 δισ. στερλίνες), αποτελεί μια πολύ έξυπνη επένδυση για την οικογένεια Γκλέιζερ.
Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι της Ευρώπης εξακολουθούν να θεωρούνται φθηνές επενδύσεις σε σύγκριση με τις κορυφαίες ομάδες του αμερικανικού αθλητισμού. Ο ετήσιος κατάλογος του Forbes με τις πιο πολύτιμες αθλητικές ομάδες στον κόσμο έχει τις ομάδες του αμερικανικού ποδοσφαίρου (NFL), του μπέιζμπολ (MLB) και του μπάσκετ (NBA) να καταλαμβάνουν τις δέκα πρώτες θέσεις, ενώ μόνο τρεις σύλλογοι της Premier League (η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Λίβερπουλ και η Μάντσεστερ Σίτι) βρίσκονται στις 50 πρώτες θέσεις.
Με τις ομάδες του NFL να έχουν μέση αξία franchise 5,1 δισεκατομμύρια δολάρια και το NBA 3,9 δισεκατομμύρια δολάρια, πολλοί αγγλικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι εξακολουθούν να μοιάζουν με μεγάλη ευκαιρία για τους Αμερικανούς επενδυτές.
Ο τελευταίος που εντάχθηκε σε αυτό το αμερικανικό άρμα, ο όμιλος Friedkin Group, ένα χαρτοφυλάκιο εταιρειών με έδρα το Τέξας που διευθύνεται από τον Αμερικανό επιχειρηματία και παραγωγό ταινιών, Νταν Φρίντκιν, φέρεται να έχει προσφέρει 400 εκατομμύρια λίρες για να αγοράσει την Έβερτον, παρά την κακή οικονομική κατάσταση του συλλόγου.
Και εδώ έρχεται στην επιφάνεια ένα “πρόβλημα” για εκείνους.
Αυτό που απασχολεί, συζητιέται και ίσως ενοχλεί τους πιθανούς επενδυτές είναι ο κίνδυνος υποβιβασμού μία ομάδας, κάτι που δεν υπάρχει στα κλειστά πρωταθλήματα των περισσότερων αμερικανικών αθλημάτων. Ενώ η απειλή του υποβιβασμού (και η υπόσχεση της ανόδου) αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας του αγγλικού και του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ο κίνδυνος που αυτό συνεπάγεται για τα οικονομικά ενός συλλόγου δεν υφίσταται πχ στο NBA.
Ωστόσο, ένα επιπλέον δέλεαρ για τους Αμερικανούς επενδυτές είναι η δυνατότητα που τους δίνεται να εισέλθουν ταυτόχρονα με μία μόνο εξαγορά σε δύο αγορές: μία έτοιμη (ανδρικό ποδόσφαιρο) και μία ουσιαστικά νεοσύστατη (γυναικείο ποδόσφαιρο). Βλέπεις, στις ΗΠΑ, οι κορυφαίοι σύλλογοι ανδρών και γυναικών είναι εντελώς ξεχωριστοί αλλά στην Ευρώπη, οι περισσότερες κορυφαίες γυναικείες ομάδες είναι συνδεδεμένες με ανδρικές ομάδες.
Δεδομένων, λοιπόν, των κινδύνων που ενέχει η ιδιοκτησία μιας ποδοσφαιρικής ομάδας -και εφόσον το σχέδιο να φτιάξουν την European Super League ναυάγησε- γιατί οι Αμερικανοί συνεχίζουν να τις αγοράζουν;
“Τα κίνητρα είναι εν μέρει οικονομικά, εν μέρει τεχνολογικά και, όπως συνέβαινε πάντα με την αθλητική ιδιοκτησία, εν μέρει έχουν να κάνουν με τη ματαιοδοξία”, γράφει το Conversation. Και συνεχίζει:
“Η αμερικανική οικονομία αναπτύχθηκε πολύ ταχύτερα από την οικονομία της ΕΕ ή του Ηνωμένου Βασιλείου τα τελευταία χρόνια. Κατά συνέπεια, υπάρχουν πολλοί δικαιούχοι αυτής της ανάπτυξης που έχουν πλεόνασμα μετρητών, και εδώ το ποδόσφαιρο γίνεται μια ελκυστική πρόταση. Στην πραγματικότητα, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι είναι πιο ανθεκτικοί στην ύφεση από ό,τι άλλοι κλάδοι, διατηρώντας καλύτερα την αξία τους, καθώς είναι ουσιαστικά μονοπωλιακοί προμηθευτές για τους οπαδούς τους, οι οποίοι έχουν μια αφοσίωση στο εμπορικό σήμα που σπάνια συναντάς σε άλλους κλάδους.
Από το 1993 έως το 2018, μια περίοδο κατά την οποία η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου υπερδιπλασιάστηκε, η συνολική αξία των συλλόγων της Premier League αυξήθηκε 30 φορές περισσότερο. Και πολλοί οπαδοί είναι δεμένοι με την υποστήριξη ενός συλλόγου, γεγονός που συμβάλλει στο να είναι οι μεγαλύτεροι σύλλογοι πιο ανθεκτικοί στις οικονομικές αλλαγές από ό,τι άλλοι κλάδοι. Ενώ το ποδόσφαιρο, όπως και πολλά τμήματα της βιομηχανίας ψυχαγωγίας, επλήγη από λουκέτο κατά τη διάρκεια του Κόβιντ, κανένας σύλλογος δεν έβαλε λουκέτο, παρά τις προκλήσεις των αγώνων που διεξήχθησαν σε άδεια γήπεδα”.
Επιπλέον, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες για τα δολάρια ΗΠΑ ήταν πολύ ευνοϊκές μέχρι πρόσφατα, καθιστώντας τις αμερικανικές επενδύσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη φθηνότερες για τους Αμερικανούς επενδυτές.
Έτσι, ενώ οι οπαδοί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα ισχυρίζονταν ότι η οικογένεια Γκλέιζερ δεν έκανε καλό στον σύλλογο, ωστόσο η Γιουνάιτεντ θα λέγαμε ότι έκανε καλό στους Γκλέιζερ. Και η Fenway Sports Group (FSG), η οποία αγόρασε τη Λίβερπουλ για 300 εκατομμύρια λίρες το 2010, έχει αποσβέσει σχεδόν όλα αυτά τα χρήματα με μικρότερες πωλήσεις μετοχών, ενώ παραμένει μεγαλομέτοχος της Λίβερπουλ.
Παρόλα αυτά, το τίμημα των 2,5 δισεκατομμυρίων λιρών που κατέβαλε για την Τσέλσι η αμερικανική κοινοπραξία Clearlake-Todd Boehly τον Μάιο του 2022 αιφνιδίασε τις αγορές.
Η πώληση, η οποία πραγματοποιήθηκε αφού η βρετανική κυβέρνηση πάγωσε τα περιουσιακά στοιχεία του Ρώσου ιδιοκτήτη του συλλόγου, Ρομάν Αμπράμοβιτς, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, πραγματοποιήθηκε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την πώληση της Newcastle United στο Σαουδαραβικό Ταμείο Δημόσιων Επενδύσεων έναντι 305 εκατομμυρίων λιρών -περίπου το διπλάσιο των ετήσιων εσόδων του συλλόγου. Ωστόσο, η Clearlake-Boehly ήταν πρόθυμη να πληρώσει πάνω από πέντε φορές τα ετήσια έσοδα της Τσέλσι για να αποκτήσει τον σύλλογο, παρόλο που βρισκόταν σε επισφαλή οικονομική θέση.
Η Clearlake είναι ένας όμιλος ιδιωτικών μετοχών, του οποίου κύριος στόχος είναι να αποκομίσουν κέρδη οι επενδυτές τους. Αλλά σε αντίθεση με τους περισσότερους τέτοιους επενδυτές, οι οποίοι τείνουν να επικεντρώνονται στην περικοπή του κόστους, η ιδιοκτησία της Τσέλσι ήρθε με μια στρατηγική υψηλών δαπανών χρησιμοποιώντας νέες ιδέες οικονομικής διάρθρωσης, όπως η προσφορά μεγαλύτερων συμβολαίων παικτών για να αποφύγει να πέσει θύμα των κανόνων κερδοφορίας και βιωσιμότητας του ποδοσφαίρου.
Η τοποθεσία της Τσέλσι σε μία από τις πιο ακριβές περιοχές του Λονδίνου, σε συνδυασμό με την αγωνιστική επιτυχία της υπό τον Αμπράμοβιτς, όλα αυτά συνέβαλαν στην έλξη, φυσικά. Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι για τους οποίους η Clearlake, μαζί με τον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία Μπόελυ, ήταν πρόθυμοι να διαθέσουν τόσα πολλά για τον σύλλογο.
Η εικονική πραγματικότητα θα μπορούσε να δώσει στους οπαδούς σε όλο τον κόσμο την αίσθηση ότι παρακολουθούν έναν αγώνα ζωντανά, όπου κάθονται δίπλα στους φίλους τους και τραγουδούν μαζί με το υπόλοιπο πλήθος (πληρωνοντας φυσικά).
Ορισμένοι επενδυτές είναι μάλιστα βέβαιοι ότι οι εξελίξεις στην τεχνολογία θα μπορούσαν μια μέρα να επιτρέψουν στους οπαδούς να παρακολουθούν ζωντανά ακόμη και τρισδιάστατες προσομοιώσεις αγώνων της Premier League σε γήπεδα σε όλο τον κόσμο. Το πλεονέκτημα του πρωτοπόρου, με το να είσαι στην ελίτ των ιδιοκτητών που μπορούν να κάνουν χρήση αυτής της τεχνολογίας, θα μπορούσε να αποδειχθεί όλο και πιο προσοδοφόρο.
Πιο βραχυπρόθεσμα, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι αγώνες ελίτ αγγλικών ομάδων ποδοσφαίρου θα μπορούσαν σύντομα να διεξαχθούν σε αμερικανικό έδαφος. Ο Μπόελυ, συνιδιοκτήτης της Τσέλσι, έχει ήδη προτείνει την υιοθέτηση κάποιων αμερικανικών αθλητικών βασικών θεσμών, όπως ένας αγώνας All-Star, για την περαιτέρω ενίσχυση των εσόδων. Και πράγματι, το 2008, η Premier League συζήτησε ένα “39ο παιχνίδι” που θα διεξαγόταν στο εξωτερικό, με την ιδέα όμως να μπαίνει γρήγορα στο συρτάρι.
Τα πιθανά οφέλη από τη φιλοξενία αγώνων στο εξωτερικό περιλαμβάνουν υψηλότερα έσοδα από την ημέρα του αγώνα, αυξημένο brand awareness και πιο προσοδοφόρα δικαιώματα μετάδοσης. Αν και είναι πιθανό να υπάρξουν σημαντικές αντιδράσεις από τους Άγγλους οπαδούς, τουλάχιστον οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες γνωρίζουν ότι δεν θα αντιμετωπίσουν την ίδια εχθρότητα σχετικά με την αύξηση των τιμών κατά τη διάρκεια των αγώνων στις ΗΠΑ.
“Οι σημερινοί ιδιοκτήτες της αμερικανικής Premier League που έχουν εμπορική συνείδηση και επιδιώκουν το κέρδος καταλαβαίνουν ότι υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αξία στις αγγλικές ποδοσφαιρικές ομάδες από απλώς το ποδόσφαιρο”, γράφει το Conversation. “Και μπορεί αυτό να μην αρέσει στους οπαδούς, αλλά η επανάσταση του αγγλικού ποδοσφαίρου υπό αμερικανική ηγεσία δεν έχει τελειώσει ακόμα”.
news247.gr