ΑΠΕΔΡΑΣΑΝ και... ελπίζουν Άρης και Ομόνοια
Με δύο αναμετρήσεις έπεσε η αυλαία της 12ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Διαφορετικά ανεξίτηλη η στιγμή του Αγουέρο, διαφορετικά ανεξίτηλη κι η δική του όμως. Θα μπορούσε να έχει κάνει μόνο αυτό, θα ήταν αρκετό. Θα μπορούσε να ήταν μόνο ο ήρωας εκείνου του ηλιόλουστου αλλά για ώρα παγωμένου απογεύματος στο Etihad. Αυτός που, όταν η Άστον Βίλα βρέθηκε να νικά 2-0 και η Λίβερπουλ ήταν έτοιμη να αρπάξει τον τίτλο, αρχικά κράτησε ζωντανή την ελπίδα και έπειτα, λίγο πριν το φινάλε, σκόραρε ξανά, για να ολοκληρώσει την ανατροπή και σχεδόν μονάχος να κρατήσει το στέμμα στο κεφάλι της Μάντσεστερ Σίτι. Θα μπορούσε να ήταν μόνο αυτό.
Ή θα μπορούσε να ήταν μόνο ο απόλυτα συνεπής μετρονόμος, το πολύτιμο γρανάζι σε κάθε κούρσα τίτλου. Θα μπορούσε να είναι μόνο αυτός που τη χρονιά του ιστορικού πρώτου Τρεμπλ νίκησε μόνος του με δύο γκολ την άσπονδη Γιουνάιτεντ στον Τελικό του FA Cup. Μόνο αυτός που με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο σήκωσε στον αέρα της Κωνσταντινούπολης το λυτρωτικό παρθενικό Champions League της Μάντσεστερ Σίτι.
Μόνο ο άνθρωπος των κρίσιμων στιγμών ή μόνο αυτός που για επτά χρόνια υπηρέτησε τον σύλλογο με μοναδικό τρόπο, με πίστη, με αγάπη, με αυταπάρνηση. Ο Ιλκάι Γκουντογκάν θα μπορούσε να ήταν μόνο κάτι από όλα αυτά.
Και αυτό θα ήταν αρκετό για να μείνει σκαλισμένος για πάντα στη μυθολογία της Μάντσεστερ Σίτι. Κι όμως εκείνος ήταν όλα αυτά. Μαζί. Ταυτόχρονα. Σε ένα μοναδικό ταξίδι δημιουργίας ενός ξεχωριστού δεσμού. «Ήρθα κουτσαίνοντας και φεύγω πετώντας στα σύννεφα», είπε στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του στους «Πολίτες», όταν είχε πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα. Μα σύντομα θα καταλάβαινε πως αυτός ο δεσμός ήταν μεγαλύτερος από τα όνειρά του, πιο δυνατός, πιο σπουδαίος. Άσπαστος.
«Οι μάχες πάντα αξίζουν κάτι στο τέλος». Είναι μια από τις αγαπημένες του εκφράσεις, από αυτές που αρέσει να επαναλαμβάνει στον εαυτό του, όταν ψάχνει με αγωνία κίνητρο να συνεχίσει.
Θυμάται ακόμη την πρώτη φορά που την αισθάνθηκε στο πετσί του. Ήταν ακόμα ένα διάλειμμα στο σχολείο, την τελευταία χρονιά πριν αποφοιτήσει, ακόμα ένα άραγμα με τους φίλους του. Είδε το αμάξι από μακριά, πρώτα να γκαζώνει και μετά να φρενάρει απότομα μπροστά στα κάγκελα του σχολείου του. «Σκέφτηκα: “Τι, στον διάολο, θέλει ο θείος μου εδώ τέτοια ώρα;”». «Ιλκάι, έλα, πάμε να μαζέψεις τα πράγματα σου», φώναξε εκείνος. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ρωτήσει γιατί. «Φεύγεις για Νυρεμβέργη. Μόλις σου έκαναν πρόταση».
Αυτό ήταν. Τα πάντα άλλαξαν, τόσο γρήγορα. Αποχαιρέτησε τους γονείς και την οικογένειά του, άφησε το σπίτι του και δεν γύρισε ποτέ. Έφυγε τα ξημερώματα του επόμενου πρωινού με ένα μείγμα φόβου, ενθουσιασμού και λύτρωσης στο στήθος του. Το ήθελε πάντα, ακόμα κι αν από νωρίς σκέφτηκε πως δεν θα τα καταφέρει. Εκείνη η πληγή μέσα του έτσουζε ακόμη.
Γεννήθηκε από Τούρκους γονείς στο Γκεζελκίρχεν και γρήγορα πραγματοποίησε το όνειρο κάθε παιδιού της περιοχής, βρέθηκε στην ακαδημία της Σάλκε. Ο σύλλογος ανανέωνε τα συμβόλαια των πιτσιρικάδων του χρόνο με τον χρόνο, αλλά ο Ιλκάι τραυματίστηκε σοβαρά στον αστράγαλό του στο δεύτερο μισό της σεζόν κι έμεινε εκτός για έξι μήνες. Όταν η σεζόν τελείωσε, η Σάλκε τον αποδέσμευσε. Ήταν μόλις οκτώ ετών.
«Ένιωσα ότι η Σάλκε με άρπαξε από τον σβέρκο και με πέταξε έξω από την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν η καριέρα μου να είχε τελειώσει». Η ίδια απογοήτευση έμεινε μέσα του τόσο που, όταν πέντε χρόνια μετά η Σάλκε τον προσκάλεσε ξανά στην ακαδημία της, αρνήθηκε να πάει.
Με κάποιον τρόπο, το να γίνει ποδοσφαιριστής δεν ήταν ακριβώς η παιδική κι εφηβική προτεραιότητά του, όσο κι αν το ήθελε. Σε εκείνη τη διαδρομή πάντως, από το Γκεζελκίρχεν μέχρι τη Νυρεμβέργη, δεν σταμάτησε να σκέφτεται πως επιτέλους οι μάχες του απέκτησαν αξία, γιατί πια έβλεπε το αντίκρισμά τους. Κι αυτό ήταν που τον κράτησε δυνατό στα πρώτα του βήματα. Σε μια νέα πόλη, σε μια νέα ομάδα, σε μια νέα ζωή, μακριά από ό,τι ήξερε έως τότε. Πάντα πίστευε πως, αφού ξεπέρασε εκείνη την πρώτη του ποδοσφαιρική απογοήτευση, μπορούσε να ξεπεράσει τα πάντα, πάντα έλεγε πως «όσο πιο πολύ αργήσεις να αντιμετωπίσεις κάποια δυσκολία στη ζωή σου τόσο πιο δύσκολο είναι να μάθεις να τις διαχειρίζεσαι».
Ίσως για αυτό να έμεινε όρθιος στο πρώτο πραγματικό κύμα πίεσης που τον χτύπησε. Η Ντόρτμουντ είχε μόλις κατακτήσει το Πρωτάθλημα στη Γερμανία, το πρώτο της μετά από εννέα χρόνια. Παίκτης της χρονιάς στην Bundesliga είχε αναδειχθεί ο Νούρι Σαχίν, τον οποίον η Ρεάλ Μαδρίτης θα έκανε άμεσα δικό της, και η Μπορούσια θα έβλεπε τον ιδανικό του αντικαταστάτη στα μάτια ενός άλλου μέσου με τουρκική καταγωγή.
Ο Γκουντογκάν στα χαρτιά φόρεσε τα κιτρινόμαυρα το καλοκαίρι του 2011, αλλά στην πραγματικότητα τα φόρεσε μήνες μετά, γιατί ζορίστηκε πολύ να βρει τα πατήματά του. Σύμφωνα με τον ίδιο βέβαια, όταν ζορίζεσαι να πετύχεις κάτι, συνήθως στο τέλος αποδεικνύεται πως η μάχη άξιζε.
Στην αρχή έμενε εκτός αποστολής, έπειτα στον πάγκο. Μέχρι που σε ένα παιχνίδι κόντρα στο Αννόβερο ένας τραυματισμός τού άνοιξε τον δρόμο. Ο Κλοπ τον πέρασε πολύ νωρίς ως αλλαγή στο ματς. Δεν πρόλαβε καν να κάνει ζέσταμα, αλλά η εμφάνισή του ήταν ικανή να τον βάλει για τα καλά στα πλάνα του Γερμανού και να στρώσει έδαφος για μια φανταστική πρώτη σεζόν. Η Μπορούσια πήρε ξανά το Πρωτάθλημα, ο Γκουντογκάν σκόραρε το νικητήριο γκολ στον Τελικό του Κυπέλλου για το Νταμπλ, έπαιζε σε κάθε παιχνίδι.
Ήταν πια κομβικός, χρειάστηκε να κάνει υπομονή, αλλά βρισκόταν στην κορυφή. Ανάμεσα στα υπόλοιπα κιτρινόμαυρα prodigies ήταν κι αυτός. Σε πρωταγωνιστικό ρόλο, δίπλα στον Λεβαντόφσκι, τον Ρόις, τον Γκέτσε την επόμενη σεζόν.
Στο κέντρο της πιο υπερηχητικής έκδοσης εκείνης της Ντόρτμουντ, παρότι δεν συνόδευσε τη φύση της με τους τίτλους που μάλλον άξιζε, βρισκόταν ο Γκουντογκάν και ήταν μαγικός.
Και για αυτούς που δεν είχαν φροντίσει να τον θαυμάσουν βάσει όσων έκανε στη Γερμανία, ο Ιλκάι στην Ευρώπη δεν άφησε επιλογή. «Από όταν τον πήραμε, έχει γίνει κάτι σαν στρατηγός μας, είναι εκπληκτικό. Δεν μπορούν να το κάνουν πολλοί παίκτες αυτό. Πολλοί μπορούν να παίξουν σε μικρό χώρο, με ταχύτητα. Αλλά το ότι κάνει και αυτό και έχει τέτοια διόραση, αυτές τις μεταβιβάσεις, την ικανότητα να διαβάζει καταστάσεις… Είναι εκπληκτικός», είπε ο Κλοπ λίγο μετά τις απίθανες εμφανίσεις του κόντρα στη Ρεάλ στα ημιτελικά του Champions League το 2013.
Η Ντόρτμουντ πέρασε σαν σίφουνας στον Τελικό απέναντι στην Μπάγερν και εκεί ο Γκουντογκάν ξεδίπλωσε ξανά τον υπέροχο εαυτό του. Έκοβε κι έραβε στη μεσαία γραμμή, έτρεχε, σκόραρε. Αλλά το τέλος τον βρήκε με σκυμμένο το κεφάλι και μια νέα πληγή, ακόμα μεγαλύτερη αυτή τη φορά, στο στήθος. Ήταν η πρώτη από τις χαμένες του ευκαιρίες να κατακτήσει το τρόπαιο που για πάντα ήθελε σχεδόν εμμονικά και αυτή η απογοήτευση θα έμενε χαραγμένη μέσα του.
Η Ντόρτμουντ του Κλοπ δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Το άστρο της θα έσβηνε σταδιακά, αλλά αυτό του Γκουντογκάν θα παρέμενε φωτεινό.
Ακόμα κι αν οι τραυματισμοί θα του χτυπούσαν συχνά την πόρτα και θα τον ανάγκαζαν να χάσει το Μουντιάλ του 2014. Ο Ιλκάι θεωρούταν πια ένας από τους καλύτερους μέσους στην Ευρώπη. Και ήταν. Ρεάλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μπάγερν, όλες βρέθηκαν στο κυνήγι του. Μα ο ίδιος ήξερε μέσα του πως το επόμενό του βήμα ήθελε να το σκεφτεί καλά.
Θυμόταν εκείνη τη φορά που ο Γκουαρδιόλα έπεσε πάνω του στη φυσούνα της Allianz Arena, τάχα μου καταλάθος, αλλά στη συνέχεια τού χαμογέλασε όλο νόημα. Θυμόταν να του λένε πως ο Πεπ τον θαύμαζε ως παίκτη. Και θυμάται μέχρι σήμερα εκείνο το απόγευμα που είδε στις ειδήσεις πως ο Γκουαρδιόλα είχε πάρει την απόφαση να αποχωρήσει από την Μπάγερν και να συνεχίσει στη Μάντσεστερ Σίτι. Δεν κρατήθηκε. «Φαντάσου να παίξω για τον Πεπ», είπε στον εαυτό του.
Ίσως να έφταιγε το ότι είχε ήδη φτάσει σε τέλμα στη Ντόρτμουντ, ότι ένιωθε δυνατή την ανάγκη για μια νέα πρόκληση. Αλλά όχι, δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα από όσα θα έκανε με τον Γκουαρδιόλα, δεν γινόταν. Εκείνη τη στιγμή μπορούσε μόνο να ονειρεύεται και να επιθυμεί.
«Πριν υπογράψω στη Σίτι, ήθελα να σιγουρευτώ για ένα πράγμα. Θα μπορούσα να ρωτήσω τον Γκουαρδιόλα για τακτική ή για τα πλάνα του στην ομάδα. Το μόνο που τον ρώτησα ήταν αν με ήθελε πραγματικά. Πόσο με ήθελε».
Κρίνοντας από τη συνέχεια, η απάντηση του Γκουαρδιόλα ήταν καταφατική. Ήταν η πρώτη του μεταγραφή στη νέα του θέση. Τον ήθελε, όσο και ο ίδιος ο Ιλκάι ήθελε να παίξει για εκείνον. Και μαζί θα όριζαν μια ολόκληρη εποχή στο αγγλικό ποδόσφαιρο.
Φυσικά, όχι από την αρχή. Ο «Γκούντο» θα ακολοθούσε το γνωστό του μοτίβο: «Οι μάχες πάντα αξίζουν κάτι στο τέλος». Θα φτάσει τραυματίας στη Μάντσεστερ Σίτι και, πριν προλάβει να αναρρώσει, θα σκίσει τον χιαστό του, θα μείνει εκτός για όλη την πρώτη του σεζόν. Μα, όπως πάντα, θα βρει τον τρόπο να επανέλθει και να γίνει σταδιακά ο παίκτης που ήθελε να γίνει.
Μια προέκταση του Πεπ στο χορτάρι, ένα κινούμενο κέντρο ελέγχου, το οποίο τυγχάνει να παίζει και ποδόσφαιρο. Και παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρό του, όσο μεγαλώνει, όσο γίνεται ολοένα και πιο σημαντικός. Σαν κατσαρόλα που βράζει υπομονετικά και σιγανά, μέχρι το περιεχόμενό της να κατέβει, να συμπυκνωθεί σε γεύση και ένταση.
Δεν υπήρχε κάτι που να μην έκανε στα γαλάζια του Μάντσεστερ, κάποια θέση που να μην έπαιξε στο κέντρο, κάποιος ρόλος που να μην επιτέλεσε. Πιάνει την πρώτη του κορυφή το 2021, όταν μετατρέπεται στον απόλυτο goal-scoring μέσο, αυτόν που πρώτα εγγυάται τον έλεγχο κι έπειτα φτάνει την κατάλληλη στιγμή στην περιοχή για να τελειώσει τις φάσεις. Η Σίτι κατακτά το Πρωτάθλημα που αρχίζει να χτίζει τον μύθο της αναπόφευκτης φύσης της, με εκείνον πρώτο σκόρερ και πρωταγωνιστή, μα λίγο καιρό μετά, στο Πόρτο, ο θρίαμβος οριακά σβήνει.
Οι «Πολίτες» κόντρα στην Τσέλσι χάνουν τον πρώτο Τελικό Champions League της ιστορίας τους, ο Γκουντογκάν τον δεύτερο. Νέα μαχαιριά σε μια ήδη ανοιχτή πληγή.
Η ομάδα αλλάζει, οι παλιές σειρές αποχωρούν μία προς μία, εξελίσσεται, έρχονται νέοι παίκτες. Εκείνος εκεί. Σταθερά. Μια από τις ελάχιστες της εποχής του Πεπ, πάντα παρών, να δίνει τον ρυθμό σαν αναντικατάστατο βιολί στην ορχήστρα. Και κυρίως με σχεδόν μαγικό τρόπο να γίνεται ολοένα και πιο καλός, πιο σημαντικός σε κάθε λειτουργία, σε οτιδήποτε του ζητούσε εκείνος ο τρελός στον πάγκο. Σαν κλώνος του Γκουαρδιόλα στο χορτάρι. Αυτός και ο Πεπ ήταν το τέλειο συναπάντημα, κάτι που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ.
«Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το τελευταίο σφύριγμα. Απλώς διαλύθηκα κάπου κοντά στο τέρμα μας. Ήταν πάρα πολύ. Έβαλα το κεφάλι μου στο γρασίδι, προσπαθούσα να το διαχειριστώ». Δέκα χρόνια μετά την πρώτη του απόπειρα, ο Γκουντογκάν ήταν Πρωταθλητής Ευρώπης. «Οι μάχες πάντα αξίζουν κάτι στο τέλος». Η Σίτι κατακτούσε το πρώτο Champions League της ιστορίας της κι εκείνος το σήκωνε στον ουρανό της Κωνσταντινούπολης. Αρχηγός στο Τρεμπλ των «Πολιτών».
Τι άλλο να ζητήσει; Μια χρονιά ονειρεμένη και μια υπόκωφη πορεία προς τη δόξα με τον ίδιο να κρατά την μπαγκέτα. Ήταν ίσως η πιο “Γκουντογκάν” χρονιά του. Γιατί είχε κάθε στιγμή που τον χαρακτήριζε ως ποδοσφαιριστή και άνθρωπο.
Ο Ιλκάι έκανε τα πάντα στο χορτάρι και έβρισκε τον τρόπο να ορίζει τα πράγματα στις πιο κρίσιμες στροφές του ρολογιού. Και ταυτόχρονα ήταν ο αρχηγός, ο ηγέτης που κρατούσε όλο το οικοδόμημα ενωμένο. Και εκείνο το βράδυ ήταν, μεταξύ άλλων, και η δική του κορυφή, η δική του λύτρωση.
«Για μένα το Champions League ήταν λίγο εμμονή τα τελευταία χρόνια. Εντάξει, όχι λίγο εμμονή για την ακρίβεια. Μια πραγματική εμμονή. Όταν έχασα τον Τελικό με την Ντόρτμουντ το 2013, με διέλυσε. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να χάνεις έναν Τελικό. Ειλικρινά με στοίχειωνε για 10 χρόνια. Κάθε απόφαση που πήρα στην καριέρα μου από τότε ήταν για να σηκώσω αυτό το τρόπαιο. Για αυτό ήρθα στη Σίτι», θα πει.
Και για αυτό θα έφευγε κιόλας. Γιατί πλέον η εμμονή του, το Champions League, είχε ικανοποιηθεί, όμως και όλα τα υπόλοιπα όνειρά του στην Αγγλία είχαν εκπληρωθεί. Ο Γκουαρδιόλα το έλεγε: «Έχει γίνει υπερβολικά σημαντικός για εμάς». Δεν ήθελε να τον χάσει, ούτε ο σύλλογος το ήθελε, αλλά ταυτόχρονα δεν θα έφτανε ως τα άκρα για να τον κρατήσει. Και το σαράκι της αποχώρησης είχε ήδη προσβάλει τον Γκουντογκάν.
Τα είχε κάνει όλα. Όλα. Ό,τι είχε φανταστεί. Πίστεψε πως το τέλος είχε έρθει, πως ήταν η κατάλληλη στιγμή. «Μετά το Tρεμπλ είπα στον εαυτό μου: “Πώς θα μπορούσε να πάει καλύτερα από αυτό; Τι παραπάνω θα μπορούσες να έχεις καταφέρει; Πώς θα μπορούσες να γράψεις κάτι πιο τέλειο;” Και η απάντηση ήταν πως δεν μπορούσες», έγραψε στο αντίο του μετά από επτά υπέροχα χρόνια.
Μα σύντομα κατάλαβε πως έκανε λάθος. Χρειάστηκε να βρεθεί στην κορυφή του κόσμου, να κρατήσει στα χέρια ό,τι θέλησε ποτέ, τους καρπούς του ιδρώτα και της επιμονής του. Για να συνειδητοποιήσει πως στην πραγματικότητα δεν ήθελε τίποτα άλλο πέρα από αυτό που ήδη είχε, πέρα από το να παίζει για την αγαπημένη του Σίτι.
Άντεξε έναν χρόνο μακριά της. Και ακόμα κι αν φόρεσε τη φανέλα της Μπαρτσελόνα, κάτι που πάντα έλεγε πως θέλει να κάνει, κατάλαβε πως ούτε αυτό ήταν αρκετό. Πως δεν υπήρχε όνειρό του πιο μεγάλο, πιο σπουδαίο, από αυτό που ένιωθε για τη Σίτι. «Θέλω να ξέρετε πως θα είμαι πάντα Σίτι. Τίποτα δεν θα μπορέσει να σπάσει αυτόν τον δεσμό. Είναι ένας έρωτας του υψηλότερου επιπέδου», είπε, πριν φύγει.
Και 12 μήνες μετά απέδειξε πως αυτός ο δεσμός ήταν άσπαστος, επιστρέφοντας στην αγκαλιά της. Τα είχε ζήσει όλα μαζί της. Τα είχε κερδίσει όλα. Τα πάντα. Είχε φτιάξει ολόκληρη συλλογή με μυθολογικές στιγμές του στη γαλάζια φανέλα. Κι όμως τίποτα από αυτά δεν ήταν το ίδιο δυνατό με εκείνη την ανάγκη που εντόπισε μέσα του, όταν έφυγε μακριά της. Την επιθυμία του απλώς να παίζει για αυτόν τον προπονητή, με αυτή τη γαλάζια φανέλα. Τη γαλάζια φανέλα-σύμβολο αυτού του άσπαστου δεσμού.