ΠΡΟΕΛΑΥΝΕΙ η Πάφος, ανέβηκε τρίτη η Ομόνοια, ΙΣΤΟΡΙΚΗ νίκη για Ομόνοια 29Μ
Με τρία ματς άνοιξε η αυλαία της 11ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Δεν έχει σημασία πώς, δεν έχει σημασία αν αξίζει και γιατί. Ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι το Foreign Office αποχαρακτηρίζει τα αρχεία του μόνο μετά από 30 χρόνια από το εκάστοτε συμβάν στο οποίο αναφέρονται. Οι αντίστοιχες κυβερνητικές υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ το κάνουν και σπανιότερα και πολύ πιο επιλεκτικά και κατά περίσταση, συνήθως μετά από απαίτηση δικαστικών παραγγελιών.
Στη Γερμανία, μετά την πτώση του Τείχους, μετά το γκρέμισμα του… απέναντι κόσμου, τα αρχεία του ανατολικού του κομματιού είχαν μετατραπεί σε φέιγ βολάν. Το πλιάτσικο που έγινε στα κατά τόπους γραφεία των πανίσχυρων υπηρεσιών του καθεστώτος δεν άφησε τίποτα όρθιο. Πιο εύκολα εκείνη την εποχή βρισκόταν ένας ατομικός φάκελος της Stasi, της πανίσχυρης υπηρεσίας ασφαλείας της Ανατολικής Γερμανίας, παρά μια εφημερίδα.
Δεν είναι τυχαίο. Για τα περίπου 17 εκατ. πολίτες -προ της Ένωσης των δύο κομματιών- εκτιμάται πως υπήρχαν με συντηρητικούς υπολογισμούς δεκαπλάσια περισσότερα αρχεία.
Το 1/3 των ενήλικων Ανατολικογερμανών είχαν (είτε μόνιμα είτε περιστασιακά, είτε ως κύρια απασχόληση είτε ως -συνηθέστερα- επικουρική) “απασχοληθεί” ή εκπαιδευτεί στην/από την Stasi, συνδράμοντας στον εμπλουτισμό αυτών των αρχείων και ατομικών (και όχι μόνο) φακέλων.
Η ευκολία που τα πρώτα χρόνια της ενοποιημένης Γερμανίας κυκλοφορούσαν παντού διάφοροι φάκελοι, διάφορα αρχεία, λογιών-λογιών προσωπικά στοιχεία -ανύπαρκτη έννοια η ιδιωτικότητα, τα πάντα καταγράφονταν από ένα κράτος που συντηρούνταν ακριβώς με την κατασκοπία και την παρακολούθηση των πολιτών του- έγινε συνήθεια. Τόσο που προκαλούσε την προσπέρασή τους από την κοινή γνώμη, ειδικά όταν έγινε ευκρινής ο τρόπος με τον οποίον λειτουργούσε το ανατολικό σύστημα.
Και απολύτως φυσιολογικά, όσο περνούσαν τα χρόνια και απομακρύνονταν γενεαλογικά από εκείνες τις παραστάσεις, είτε ενοχικά, είτε ασυναίσθητα, είτε ανθρώπινα, είτε ακόμα-ακόμα και ιστορικά, οι Γερμανοί επέλεγαν, προτιμούσαν να μην σύρουν στο παρόν τους θέματα ενός παρελθόντος που ζούσε μόνο σε ξεθωριασμένα χαρτιά και μουχλιασμένα τεφτέρια.
Σίγουρα δεν το ήθελαν και πιθανώς δεν το θέλουν, αλλά δεν τους σόκαρε πια. Τόσο πολύ τουλάχιστον. Τόσο που έστω μπορούσαν να το συζητάνε χωρίς δαίμονες, ταμπέλες και θύματα. Σε όποιον και σ’ οτιδήποτε και αν αφορούσε.
Μπορούσε, για παράδειγμα, μια ομάδα δημοσιογράφων να ψάξει και να βρει τον αναλυτικό προσωπικό φάκελο (115 σελίδων για την ακρίβεια) ενός εκ των πλέον επιφανών Ανατολικογερμανών της εποχής, ο οποίος εξελίχτηκε σε έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους Γερμανούς της ενοποίησης.
Και μπορούσε να τον καλέσει για μια συνέντευξη, το αντικείμενο και το περιεχόμενο της οποίας θα εξαρτώταν από την ανάγνωση του συγκεκριμένου φακέλου, τον οποίον και θα διάβαζε on camera, σχολιάζοντάς τον επί τόπου, αυτός στον οποίον αφορούσε.
Έτσι κι έγινε. Και παραμονές των Χριστουγέννων του 2017 η «Bild» κυκλοφόρησε με μια από τις πλέον ευφάνταστες συνεντεύξεις της ιστορίας της, φιλοξενώντας τον Ματίας Ζαμέρ να περιγράφει τη ζωή και την καριέρα του, ενόσω βρισκόταν στην Ανατολική Γερμανία, μέσα από τον ατομικό του φάκελο που βρισκόταν στα αρχεία της Stasi, την οποία είχε και ο ίδιος υπηρετήσει.
Ο Κλάους Ζάμερ ήταν από τους θαρραλέους. Δεν θυμάται το τέλος του πολέμου. Ούτε και την ισοπέδωση της Δρέσδης από τις συμμαχικές δυνάμεις, της γενέτειράς του, της περισσότερο βομβαρδισμένης πόλης όλων των εποχών. Μεγάλωσε εκεί, έπαιξε ποδόσφαιρο μόνο εκεί, προπόνησε μόνο εκεί. Την Ντιναμό.
Οτιδήποτε που έφερε τ’ όνομα Ντιναμό στην Ανατολική Γερμανία, από την πρώτη στιγμή του διαχωρισμού, αποτελούσε μέρος ενός κρατικού συνασπισμού που δημιουργήθηκε το 1950 και ελεγχόταν αποκλειστικά από τις εσωτερικές υπηρεσίες ασφαλείας του καθεστώτος. Επικεφαλής εξ αρχής τοποθετήθηκε ο Έριχ Μίλκε, τότε αναπληρωτής Υπουργός Ασφαλείας και από το 1956 ως την πτώση του Τείχους (1989) Υπουργός.
Δικό του δημιούργημα το ασφυκτικά εποπτικό σύστημα της χώρας και όλος ο δομικός μηχανισμός που στηριζόταν στην κατασκοπία των πάντων. Κάτι που τον μετέτρεψε στην πορεία των χρόνων, αν όχι στον πιο ισχυρό αξιωματούχο της Ανατολικής Γερμανίας, σίγουρα μεταξύ των απόλυτα μετρημένων τέτοιων.
Στον Μίλκε λοιπόν υπαγόταν και η επονομαζόμενη Sportvereinigung Dynamo, δηλαδή η Αθλητική Ένωση Ντιναμό. Οι δύο ποδοσφαιρικές ομάδες, του Βερολίνου και της Δρέσδης, μονοπώλησαν το εγχώριο Πρωτάθλημα (11 σερί Πρωταθλήματα ως το 1988 κατέκτησε η Ντιναμό Βερολίνου, οκτώ είχε πανηγυρίσει νωρίτερα η Ντιναμό Δρέσδης), έχοντας φυσικά την απροκάλυπτη υποστήριξη των υπηρεσιών ασφαλείας, και αποτέλεσαν τον πυρήνα αυτού του συνασπισμού, ο οποίος είχε ομάδες και στο χόκεϊ επί πάγου, την πάλη, το δίαθλο και την κωπηλασία.
Κρατικά υποστηριζόμενες αθλητικές ομάδες, κρατικοί υπάλληλοι και οι αθλητές. Λογική προέκταση. Ο Κλάους Ζάμερ αρνήθηκε να την επικυρώσει, τουλάχιστον όσο ο ίδιος ήταν κομμάτι της. Δεν δέχτηκε -όπως ήταν σχεδόν υποχρεωτικό- να γίνει μέλος του SED, του κυβερνώντος δηλαδή Σοσιαλιστικού Κόμματος, με αποτέλεσμα να μην συμπεριληφθεί στην αποστολή της Εθνικής ομάδας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972.
Το πάθημα τού έγινε μάθημα, όταν πέρασε στους πάγκους. Και κυρίως όταν διέβλεψε το ταλέντο που είχε ο κανακάρης του, ο οποίος από τα εννιά του χρόνια ξεκίνησε και αυτός στην Ντιναμό Δρέσδης. Πριν καν την ενηλικίωση, είχε φτάσει στον προθάλαμο της πρώτης ομάδας, με τον πατέρα του να είναι αυτός που του άνοιξε την πόρτα της. Προπονητής ο Κλάους, ντεμπούτο ως επιθετικός ο Ματίας.
Μέσα σ’ έναν χρόνο ήταν βασικός και αναντικατάστατος στην Ντιναμό, αποτελώντας τον πλέον ξεχωριστό ποδοσφαιριστή της Εθνικής Νέων της Ανατολικής Γερμανίας, η οποία κατέκτησε το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1986 και έναν χρόνο αργότερα, στο Παγκόσμιο πλέον, έφτασε ως την τρίτη θέση, με τον ίδιο τον Ματίας να έχει εν τω μεταξύ χριστεί και διεθνής με την ανδρική Εθνική ομάδα.
Μέρος της διαδικασίας, προβλεπόμενης καθ’ όλα κυρίως ως μέλος της Ντιναμό Δρέσδης, ήταν να ενταχθεί στην υπηρεσία του κράτους. Οι επιλογές ήταν δύο.
Το χείριστο σενάριο ήταν να ακολουθήσει το πατρικό παράδειγμα (μέχρι και τηλέφωνο είχε αρνηθεί να βάλει στο σπίτι της οικογένειας του ο Κλάους. «έτσι κι αλλιώς παντού μας ακούνε», έλεγε). Αυτό σήμαινε στρατιωτική θητεία, τριετή, χωρίς την παραμικρή εξυπηρέτηση ή προνομιακή μεταχείριση και πρακτικά τερματισμό της ποδοσφαιρικής καριέρας, πριν αυτή ξεκινήσει.
Το δεύτερο σενάριο ήταν απλώς κακό. Ως μέλος “Ντιναμό”, να εντασσόταν στις υπηρεσίες ασφαλείας. Συγκεκριμένα, όπως συνηθιζόταν για τους ποδοσφαιριστές της Ντιναμό Δρέσδης, θα το έκανε για την Feliks Dzierzynski, την λεγόμενη (σε ελεύθερη μετάφραση) Συνταγματική Φρουρά. Θα απέφευγε την στρατιωτική θητεία, θα αποτελούσε -και με τη βούλα- γρανάζι του κομματικού/κρατικού μηχανισμού και έτσι θα συνέχιζε το ποδόσφαιρο.
«Υπήρχαν περιορισμοί από τους οποίους ήταν αδύνατον να ξεφύγεις. Είναι λυπηρό, αλλά ήταν μέρος ενός σαθρού και λανθασμένου μηχανισμού. Και αυτός, για τους ποδοσφαιριστές της Ντιναμό Δρέσδης, προέβλεπε πως θα εντάσσονταν στα σώματα ασφαλείας του κράτους», το σχόλιο του Ζάμερ, διαβάζοντας το συγκεκριμένο κομμάτι του φακέλου του.
Υπηρέτησε συνολικά 17 μήνες. Όπως αναφέρεται στον φάκελό του, ήταν «παθητικό στέλεχος της Stasi», επόπτευε το κάθε τι που είχε να κάνει με ασφάλεια και σχετικές υπηρεσίες, χωρίς δηλαδή ποτέ να κληθεί να συμμετάσχει σε επιχείρηση. Επιχείρηση για την εποχή και το δικό του background ήταν απλώς να αναλάβει την παρακολούθηση και κατόπιν την αρμόδια ενημέρωση άλλων πολιτών.
Όπως άλλωστε είχαν αναλάβει άλλοι τη δική του. Γιατί ακριβώς έτσι λειτουργούσε το σύστημα. Παρακολουθούσε αυτούς που παρακολουθούσαν. Διαβάζοντας τον φάκελο ο Ζάμερ, πληροφορήθηκε πως αυτοί που είχαν χρεωθεί τη δική του παρακολούθηση ήταν ο συμπαίκτης του στην Ντιναμό, Τόρστεν Γκίτσοβ, και ο φυσικοθεραπευτής της ομάδας, Χορστ Φριντλ.
Σε αυτούς τους 17 μήνες ισχυρίζεται πως ποτέ του δεν είδε όπλο και πως μόνο δύο φορές χρειάστηκε να βάλει την στολή. Την πρώτη για μια φωτογράφιση όταν κατατάχτηκε, τη δεύτερη για την απόλυση.
Ακόμα και ο Κλάους τού συνέστησε υπακοή και προσαρμογή. «Μου είπε να μην μιλάω δημοσίως για οτιδήποτε. Να μην εμπιστεύομαι ποτέ κανέναν, εκτός από τους ανθρώπους της στενής οικογένειάς μου. Θα συνέχιζα να παίζω ποδόσφαιρο, χωρίς να χρειάζεται να κάνω κάτι. Αυτό ήταν κάτι καλό».
Η δική του κρίση. Το εσωτερικό του άλλοθι ενδεχομένως. Και τα έκανε φύση του. Τόσο που όσοι τον επέβλεπαν και φρόντιζαν να γεμίζουν τον φάκελό του το τόνιζαν. «Έχει επιδείξει ξεχωριστεί προσήλωση στη φιλοσοφία του κράτους. Πάντα λειτουργεί υπεύθυνα, σαφώς και ξεκάθαρα ως εκπρόσωπος της σοσιαλιστικής αθλητικής οργάνωσης της χώρας», η σχετική αναφορά, προφανώς ετεροβαρής σε σχέση με οτιδήποτε άλλο που επισυνάπτόταν.
«Η συμπεριφορά του είναι στα πρόθυρα της αλαζονείας. Συχνά υποβιβάζει άλλους ποδοσφαιριστές, θεωρώντας τους -και λέγοντάς το- ανίκανους». Μικρό το κακό. Η αλήθεια είναι πως, πέραν της υποκειμενικότητας που μπορεί να έκρυβε μια τέτοια αναφορά (όπως κάθε αναφορά) για τον χαρακτήρα του, το αντικειμενικό είχε να κάνει με το ταλέντο του. Ξεχείλιζε.
Όπου και αν έπαιζε, όπου και αν τοποθετούνταν σε διατάξεις και σχήματα. Επιθετικός είχε ξεκινήσει, αριστερός εξτρέμ συνέχισε (την αμέσως επόμενη χρονιά της παρθενικής του στην Ντιναμό, με άλλον πλέον προπονητή στον πάγκο και όχι τον πατέρα του) και γενικά σιγά-σιγά οπισθοχωρούσε στο γήπεδο, αγκυροβολώντας στο κέντρο του, με ξεχωριστή πάντα έφεση στο γκολ.
Δεν γινόταν να περάσει απαρατήρητος. Και, αυτονόητα, δεν γινόταν να μην… καταγραφεί. Η συνάντησή του με τον Άρι Χάαν, τότε τεχνικό της Στουτγάρδης, σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης μετά από τον ημιτελικό του Κυπέλλου UEFA το 1989, με τους Σουηβούς να αποκλείουν την Ντιναμό Δρέσδης, έγινε αντικείμενο ερωτήσεων -από την Stasi, εννοείται- για το αν είχε σκέψεις αυτομόλησης.
«Ποιος πίνει μπύρα σε γεμάτο μπαρ ξενοδοχείου, φανερά με δύο αξιωματούχους ομάδας (ήταν και ο αθλητικός διευθυντής της Στουτγάρδης στην παρέα), αν θέλει να αυτομολήσει», η αφοπλιστική απάντηση. Πειστική ή όχι, σημασία δεν είχε. Η ιστορικότητα των στιγμών εκείνης της εποχής επισκίασε τα πάντα και προφανώς πρόλαβε ακόμα και τη γέννηση αυτών των σκέψεων (αν υπήρχαν).
Το Τείχος έπεσε, η χώρα ενώθηκε και ο 23χρονος πλέον Ζάμερ, κατακτώντας τους προτελευταίους ποδοσφαιρικούς τίτλους της Ανατολικής Γερμανίας (Νταμπλ το 1990) και όντας αυτός που πέτυχε τα δύο τελευταία γκολ της Εθνικής της ομάδας (σε μια νίκη με 2-0 επί του Βελγίου στις Βρυξέλλες τον Σεπτέμβριο του ’90), μετακόμισε στην Στουτγάρδη. Και προσωποποίησε ουσιαστικά το νέο status quo. Ήταν ο πρώτος (μαζί με τον Ουλφ Κίρστεν) που φόρεσε το εθνόσημο της ενιαίας Γερμανίας. Και πιθανότατα ο πλέον ξεχωριστός. Τόσο για τον χρονισμό που το πέτυχε, αμέσως δηλαδή μετά την ένωση, όσο και για την καθεαυτήν συμβολή του σε αγωνιστικό επίπεδο.
Τον Σεπτέμβριο του ’90 είχε πετύχει τα δύο τελευταία γκολ της Ανατολικής Γερμανίας, παραμονές Χριστουγέννων έκανε το ντεμπούτο στη «Nationalmannschaft». Στην πόλη που τον δέχτηκε, την Στουτγάρδη, με τον Μπέρτι Βογκτς εκλέκτορα και αντίπαλο την Ελβετία (4-0). Το δικό του στάτους αναβαθμιζόταν συνεχώς.
Πανηγύρισε στην Στουτγάρδη το πρώτο Πρωτάθλημα της ενοποιημένης χώρας και αμέσως πήγε στην πιο… γερμανοποιημένη -εκτός Γερμανίας- ομάδα της Ευρώπης.
Το παρελθόν όμως της Ίντερ σε ομοεθνείς του και η τεχνογνωσία στη διαχείριση και την αξιοποίησής τους δεν ήταν επαρκή. Δεν τον βοήθησαν να προσαρμοστεί, δεν έδωσε και ο ίδιος ούτε μέρα περιθώριο, ζητώντας ουσιαστικά με το που πήγε στο Μιλάνο να επιστρέψει.
Όλα για κάποιον λόγο γίνονται. Γύρισε μετά από μισή σεζόν, μετακομίζοντας στην Ντόρτμουντ, η οποία είχε να πάρει Πρωτάθλημα από το 1963. Δεν τη λες και πρωτοκλασάτη επιλογή για έναν Πρωταθλητή. Στον πάγκο των Βεστφαλών βρισκόταν ο Ότμαρ Χίτζφελντ.
Από την επόμενη σεζόν (1993-1994), δειλά-δειλά στην αρχή, δοκιμαστικά συνήθως (πώς αλλιώς να γινόταν, όταν η αλλαγή αφορούσε σ’ έναν επιτυχημένο μέσο), αλλά με μεγαλύτερη συχνότητα όσο περνούσαν ο καιρός και τα αποτελέσματα κι όσο αυξανόταν η χημεία της ομάδας, χρησιμοποιούσε τον Ζάμερ σε ρόλο λίμπερο.
Κίνηση που άλλαξε μια και καλή τη θέση του στο ποδοσφαιρικό στερέωμα μα και επίσης οριστικά τη δυναμική της Ντόρτμουντ, η οποία, με τον ίδιο αφεντικό στην άμυνά της και αυτόν που όριζε από εκεί το παιχνίδι της, πανηγύρισε δύο διαδοχικά Πρωταθλήματα (1995, 1996), επικυρώνοντας την κυριαρχία της συγκεκριμένης τακτικής καινοτομίας με την κατάκτηση και του Champions League το 1997.
Έναν χρόνο νωρίτερα, έχοντας ακριβώς τον ίδιο ρόλο, οδήγησε την Εθνική Γερμανίας στον θρόνο της Πρωταθλήτριας Ευρώπης, κερδίζοντας τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη του Euro των αγγλικών γηπέδων. Η αλλαγή θέσης και ρόλου δεν είχε μόνο απτά αποτελέσματα για το έμπειρο, καταρτισμένο ποδοσφαιρικά μάτι, αλλά ήταν εμφανή ακόμα και στους πλέον αδαείς.
Και αυτό, ομολογουμένως, δεν συνηθίζεται.
Ο επιθετικός Ζάμερ δεν δοκιμάστηκε πολύ, συνεπώς δεν κρίνεται, ούτε καν με λογική “what if”. Ο μέσος Ζάμερ ξεχώριζε. Ο λίμπερο Ζάμερ άλλαξε τη ρότα όχι μόνο της δικής του καριέρας, το λιγότερο είναι αυτό, αλλά και της θέσης που όρισε και κυρίως της τακτικής λειτουργικότητάς και επίδρασής της.
Η θεωρία του σύγχρονου build up, η οποία τα προπονητικά μανουάλια ευαγγελίζονται πως (πρέπει να) ξεκινάει από την άμυνα και τους κεντρικούς αμυντικούς, θα μπορούσε να τον θεωρεί και γεννήτορά της. Ο τρόπος με τον οποίον λειτουργούσε στο γήπεδο, ως ελεύθερος, τελευταίος παίκτης της αμυντικής γραμμής και ως πρώτος παίκτης της επίθεσης, ως deep lying playmaker σε φάση ανάπτυξης (σε όρους «Football Manager»), ήταν -τουλάχιστον- μπροστά από την εποχή του.
Και προφανώς δεν έκανε απλώς τη διαφορά αλλά την όριζε, είτε σε συλλογικό είτε σε διεθνές επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο που εκείνη τη χρονιά, το 1996, ήταν ο πρώτος αμυντικός που πήρε την Χρυσή Μπάλα μετά από 20 χρόνια. Και αυτός τότε είχε αλλάξει την τακτική προσέγγιση στο άθλημα. Φραντς Μπεκενμπάουερ λέγεται.
Οι τραυματισμοί δεν του ήταν άγνωστοι. Ακόμα και στις καλύτερές του χρόνιες πάντα κάτι θα του τύχαινε. Όχι σοβαρό, όχι τροχιοδεικτικό για κάτι σοβαρότερο ή έστω ευπάθειας. Ένας τέτοιος, ο πρώτος τέτοιος, τραυματισμός τού προέκυψε λίγους μήνες μετά από εκείνη την Χρυσή Μπάλα. Γόνατο. Επίλεξε να ακολουθήσει συντηρητική αγωγή, το πρόβλημα όμως δεν λύθηκε. Και έτσι, το plan b προϋπόθετε επέμβαση.
Αντί όμως να γιάνει το γόνατο, υπέστη ενδονοσοκομειακή βακτηριακή μόλυνση. Η απουσία από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 το λιγότερο κόστος, αφού πλέον το ζήτημα δεν ήταν η καριέρα του αλλά η καθημερινότητά του, η ζωή του. Δεν το ξεπέρασε ποτέ. Έπαιξε για τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 1997. Στα 31 του. Δύο χρόνια μετά ανακοίνωσε και επισήμως αυτό που κάθε μέρα παγιωνόταν ως πεποίθηση, την αποχώρησή του δηλαδή από τα γήπεδα.
Η προπονητική προφανής διέξοδος. Και νομοτελειακή, παρότι με αντίστροφη φορά. Πρώτα Ντόρτμουντ, μετά Στουτγάρδη. Στη δεύτερη σεζόν του στον πάγκο των Βεστφαλών, τους οδήγησε στον τίτλο (2002), με τον ίδιο να γίνεται, στα 35 μόλις, ο νεαρότερος τεχνικός που σήκωσε τη «Σαλατιέρα». Δεν συνοδεύτηκε από έναν ευρωπαϊκό τίτλο, μιας και η Φέγενορντ τον στέρησε στον Τελικό του Κυπέλλου UEFA.
Έμελλε αυτή η σεζόν να αποτελέσει και το προπονητικό του peak. Ανάλογα ψηλά δεν έφτασε. Και έτσι, γρήγορα επίσης, να εγκαταλείψει και τους πάγκους. Μέσα κιόλας στην επόμενη τριετία, έχοντας πρώτα λύσει τη συνεργασία του με την Ντόρτμουντ (2004) και στον χρόνο πάνω και αυτήν που ακολούθησε στην Στουτγάρδη.
Άπραγος δεν έμεινε. Νέος ρόλος, νέο επίπεδο. Αθλητικός Διευθυντής της Γερμανικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Πόστο που υπηρέτησε για έξι χρόνια (2006-2012) και, παρότι δεν συνοδεύτηκε από διακρίσεις, ίσα-ίσα που συνέπεσε στην παντοκρατορία των Ισπανών, του εξασφάλισε και την επόμενη δουλειά του. Ακόμα πιο γκλαμουράτη, μα πολύ, πολύ πιο ηλεκτρική, ριψοκίνδυνη.
Αθλητικός Διευθυντής στην Μπάγερν. Απίθανο. Και έτσι αντιμετωπίστηκε, έγινε δεκτό, αφού ήταν τουλάχιστον ασυνήθιστο να δεχτεί το κονκλάβιο της Μπάγερν έναν παράγοντα που δεν είχε την παραμικρή επαφή, την οποιανδήποτε εμπειρία, έστω για μια μέρα, με το club, σε οποιοδήποτε σημείο της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας.
Το Τρεμπλ του 2014 προφανώς η κορωνίδα της θητείας του στην Βαυαρία, το πιο πολύτιμο πετράδι της όμως μάλλον πρέπει να θεωρηθεί πως… άντεξε. Τέσσερα χρόνια. Και πως ήταν στον δρόμο να γίνει ισότιμος αυτού του κονκλαβίου, το οποίο πολύ δύσκολα ανοίγει πύλες και ακόμα δυσκολότερα τις… κλείνει για όποιον δεν είναι, δεν νιώθει, δεν αντιμετωπίζεται ως “Μπάγερν”.
Για ακόμα μια φορά όμως η υγεία τον πρόδωσε. Ένα ελαφρύ εγκεφαλικό (το καλοκαίρι του 2016) αποκάλυψε κάτι πολύ σοβαρότερο, μια διαταραχή στην κυκλοφορία του αίματος, η οποία τον υποχρέωσε να σηκώσει -οριστικά πλέον- χειρόφρενο στην ενασχόλησή του με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
«Χτύπημα επιφοίτησης», το χαρακτήρισε ο ίδιος. «Πήγαινα με φουλ γκάζι. Ήμουν τυχερός που φρέναρα, αντί να τρακάρω». Έχει δίκιο. Η ατάκα αυτή δεν επικύρωσε μόνο την διαφορετική οπτική ενός ανθρώπου από την στάση ενός επαγγελματία, την επικράτηση της φύσης από τον απόλυτο και αιμοβόρο ανταγωνισμό, αλλά ήταν παράλληλα και κόντρα στη δική του δημόσια εικόνα όλα τα χρόνια της έκθεσής του.
Οι πατριώτες του τον αποκαλούσαν «Μότσκι». Ο Φρίντχελμ Μότσκι ήταν ο (δυτικό)Βερολινέζος πρωταγωνιστής μιας τηλεοπτικής σειράς της γερμανικής τηλεόρασης λίγο μετά την επανένωση, μέσω της οποίας αποτυπώνονταν όλες οι δυσκολίες αυτής της κοσμοϊστορικής κοινωνικοπολιτικής αλλαγής και πώς ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας (συνταξιούχος δάσκαλος οδήγησης ο ήρωας) τις αντιμετώπιζε.
Όχι στωικά, όχι υπομονετικά, αλλά με φόβο για το άγνωστο που η ένωση θα έφερνε και την αντίθεσή του γι’ αυτήν να έρχεται τελικά στην πόρτα του, όταν, μετά το θάνατο της γυναίκας του, ήρθε να ζήσει μαζί του η αδερφή της, η οποία ως τότε έμενε στο Ανατολικό Βερολίνο.
Η γκρίνια του για τα πάντα, αποτυπωμένη κωμικά, γέννησε χαρακτηρισμό. Και έτσι ο Μότσκι έγινε το συνώνυμο του γκρινιάρη. Του καλοκάγαθου γκρινιάρη, του οποίου φταίνε τα πάντα, δεν του κάνει τίποτα από την καθημερινότητά του, αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορεί -και δεν θέλει- να της αλλάξει το παραμικρό.
Προφανώς, η καριέρα και η επαγγελματική πορεία του Ζάμερ δικαιολόγησε με τον δημόσιο λόγο που άρθρωσε τον παραλληλισμό που του αποδόθηκε. Βάσει των όσων αντιμετώπισε, σταματώντας την καριέρα του τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο και ως παράγοντας, όντας και στις δύο περιπτώσεις στο ζενίθ, θα μπορούσε να γκρινιάζει πολύ περισσότερο.
Μπορεί και να το κάνει. Μπορεί και να το νιώθει. Ο ίδιος το ξέρει, ανεξαρτήτως αν το δημοσιοποιεί πλέον ή όχι.
Όπως και να ‘χει πάντως, λόγο να γκρινιάζει για όσα έζησε και όσα διαμόρφωσαν την πραγματικότητα και τη ζωή του δεν (μπορεί να) έχει.
Φτάνει και περισσεύει αυτό για να νιώθει και να είναι ευλογημένος…
athletestories.gr