Με όπλο (και) την παράδοση στο «Στέλιος Κυριακίδης»
Ο αυριανός αγώνας του ΑΠΟΕΛ με αντίπαλο την Πάφος FC στο «Στέλιος Κυριακίδης» αποτελεί κομβικό σημείο για τη συνέχεια της σεζόν.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Είναι Δευτέρα αργά το βράδυ σε ένα από τα πολλά σπίτια μεταναστών στο προάστιο Πραν της Μελβούρνης κι αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Δεν έχει σημασία η ώρα, δεν έχει σημασία το πρωινό ξύπνημα για τη δουλειά και το σχολείο, γιατί είναι Δευτέρα αργά το βράδυ και σημασία έχει η μπάλα. Ο Δημήτρης παίρνει τον μικρό του Άγγελο στο πλάι και, όσο μαμά και αδερφή κοιμούνται, εκείνοι συνδέονται στο «Match of the Day», την καθιερωμένη δευτεριάτικη ποδοσφαιρική εκπομπή.
Εκείνος μαλακώνει, το σκληρό προσωπείο πέφτει, όταν σε αυτό αντανακλάται από την τηλεόραση το πράσινο του χορταριού και ο μικρός του γιος γοητεύεται. Δεν έχει συνηθίσει να τον βλέπει τόσο προσιτό. Όμως να ‘τος, νευριάζει ξανά, με μια ομάδα που παίζει χαμηλά στο γήπεδο, σα να αμύνεται για τη ζωή της. Πάντα το είχε αυτό, ανέκαθεν του την έδινε το παθητικό ποδόσφαιρο, μισούσε τους Ιταλούς του κατενάτσο, λάτρευε τις ντρίμπλες, τα γκολ, το πραγματικά όμορφο παιχνίδι. Και ο Άγγελος γρήγορα κατάλαβε πως, για να συνδεθεί με εκείνον, αυτός ήταν ο μόνος δρόμος. Το όμορφο παιχνίδι.
Οι τηλεοπτικές Δευτέρες, αργότερα οι Κυριακές στο γήπεδο για την Ελλάς Μελβούρνης, η εμμονή του μπαμπά του με την πρωτοβουλία και την κυριαρχία, όλα τα μικρά κομμάτια της σχέσης τους δημιούργησαν τις πιο σημαντικές αλυσίδες του DNA του.
Έγιναν οι βάσεις της μοναδικής, σχεδόν δογματικής φιλοσοφίας ενός φοβερά επιτυχημένου ποδοσφαιρανθρώπου, καθόρισαν τη ζωή και την καριέρα του. «Συχνά ξεχνάμε τι σημαίνει ο αθλητισμός, μα εγώ έχω καταλάβει αυτό: Δεν έχει να κάνει με τη νίκη ή την ήττα αλλά με τους δεσμούς που δημιουργεί. Συνδέει ανθρώπους, πόλεις, χώρες, γονείς με τα παιδιά τους», έχει γράψει ο ίδιος. Και για χάρη της δικής του σύνδεσης με τον δικό του ήρωα, τον μπαμπά του, ο Άγγελος Ποστέκογλου έχτισε το δικό του ποδόσφαιρο γύρω από τις τρεις αγαπημένες λέξεις εκείνου.
Γύρω από το «Κάτω η μπάλα», εις το όνομα του πατρός.
Τα νερά σκίζονται στο διάβα του. Πρώτα αυτά της Μεσογείου κι έπειτα εκείνα του Ινδικού ωκεανού. Ένα ακόμα υπερωκεάνιο για το Αθήνα – Μελβούρνη που εκτός από τους επιβάτες κουβαλά τα όνειρα και τους στόχους τους, την ελπίδα για κάτι καλύτερο. Ήταν 1970, όταν οι Ποστέκογλου πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους στην Αυστραλία, τη γη που ο μπαμπάς Δημήτρης έβλεπε ως ευκαιρία για απόδραση από την Ελλάδα της χούντας. Εκεί οδήγησε την οικογένειά του, εκεί έφτιαξε το νέο τους σπίτι.
Όταν έφτασαν, ο Άγγελος ήταν μόλις πέντε ετών, η χώρα των καγκουρό έγινε γρήγορα και η δική του χώρα. Σε αυτή μεγάλωσε κι έγινε αυτός που είναι, πάντα με σταθερό γνώμονα την αγάπη του πατέρα, το ποδόσφαιρο. Στο μυαλό του δεν υπήρχε επιλογή, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα που να μην είχε σχέση με αυτό, με την μπάλα. Κι έτσι, όπως κάθε πιτσιρίκι, ονειρευόταν να γίνει κι αυτός επαγγελματίας.
Από εννιάχρονος μπόμπιρας εντάχθηκε στις ακαδημίες της Ελλάς Μελβούρνης, μιας ομάδας με ξεχωριστή σημασία για τους ομογενείς της Αυστραλίας. Εκείνος όμως, στα αλήθεια, δεν ήταν τόσο ξεχωριστός. Δεν είχε ποτέ το ταλέντο που θα άφηνε τον θεατή άφωνο, δεν ήταν ποτέ εντυπωσιακός. Ίσως για αυτό από νωρίς περιορίστηκε στη θέση του αριστερού μπακ. Βέβαια, δούλευε σαν σκυλί στο γήπεδο και τις προπονήσεις, δούλευε για να εξισορροπήσει τα πράγματα και να κάνει τον μπαμπά του περήφανο.
Ο ίδιος θυμάται τον εαυτό του να νευριάζει με το κορμί του, να νιώθει πως αυτό δεν μπορεί να γίνει το εργαλείο της έκφρασης όσων το κεφάλι του μπορούσε να αντιληφθεί και σκεφτόταν να υλοποιήσει. Μα το πείσμα, η αποφασιστικότητα έκαναν τη δουλειά. Και η ηγετικότητά του ήταν επίσης φανερή από νωρίς. Τα κατάφερε, έπαιξε στην ομάδα με την οποία μεγάλωσε, έγινε αρχηγός της κι άφησε τη δική του κληρονομιά στον σύλλογο.
Ο «Τζιμ» λογικά θα φούσκωσε σαν παγώνι όταν είδε τον Φέρεντς Πούσκας να επιλέγει στην ομάδα του τον γιο του.
Συνήθιζε να του μιλά για τον σπουδαίο Μαγυάρο, να του λέει πόσο θαυμάζει την επιθετική του φιλοσοφία και τώρα εκείνος, στο πέρασμά του από την Ελλάς, εμπιστευόταν το δικό του παιδί. Το αγόρι που σπάνια εντυπωσίαζε είχε φτάσει εκεί που δεν περίμενε κανείς και ο πατέρας του το χαιρόταν.
Όμως κανείς δεν έμαθε τελικά σε τι ύψη θα μπορούσε να σκαρφαλώσει πραγματικά. Μόλις στα 27 του η καριέρα του κόπηκε απότομα και σκληρά, όταν ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο τράβηξε μια κόκκινη γραμμή σε αυτή. Ήταν βασανιστικό για εκείνον, επίπονο, μα στην πραγματικότητα κατέληξε να του χαρίσει χρόνο, να του δώσει την ευκαιρία να κυνηγήσει αυτό στο οποίο εν τέλει θα διέπρεπε.
Ανέκαθεν τον κοιτούσε και γέμιζε. Άλλωστε, για τον Άγγελο, πριν από οτιδήποτε ποδοσφαιρικό, ο πατέρας του ήταν ο ήρωας της ζωής του. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γιατί του εξασφάλισε το καλύτερο δυνατό “αύριο”. Πάντα θαύμαζε το κουράγιο του, τις θυσίες του, τον τρόπο με τον οποίον δεν δίστασε να τα αφήσει όλα πίσω του για να κυνηγήσει τα πιο πολλά και τα καλύτερα.
Και, ακριβώς όπως έγινε με τον μπαμπά του, στον δρόμο του κόουτς «Άντζι» τίποτα δεν ήταν στρωμένο, ούτε το παραμικρό. Δεν βρήκε τίποτα έτοιμο. Μα τα έχτισε όλα. Τα έχτισε, ανακαλύπτοντας για αρχή την πνευματική δύναμη μέσα του να συνεχίσει να ασχολείται με το πάθος του, ακόμα και μετά τον σοβαρότατο τραυματισμό του. Και τα έχτισε πάντα με πυξίδα τον μπαμπά του.
«Ανέκαθεν του άρεσαν όσα έκανα σε κάθε ομάδα μου, πάντα τα θαύμαζε. Αλλά εγώ δεν το ήξερα. Αυτό έλεγε σε άλλους», θυμάται. Στον ίδιο πάντα επεσήμανε τις ατέλειες με τρόπο εμμονικό, ο οποίος σχεδόν εξόργιζε τον Άγγελο, μα ταυτόχρονα τον ωθούσε να γίνεται όλο και καλύτερος, μόνο και μόνο για να ακούσει ένα πολυπόθητο «μπράβο» από αυτά τα χείλη. Πάντα συνήθιζε να λέει στους παίκτες του πως, αν έχουν αμφιβολίες, η καλύτερη επιλογή είναι να προχωρήσουν μπροστά.
Και ο ίδιος αυτό έκανε, πάντα προχωρούσε μπροστά και πάντα χωρίς καν να σκεφτεί να συμβιβαστεί με κάτι που δεν ταίριαζε σε εκείνον.
Από παίκτης έγινε προπονητής στην Ελλάς Μελβούρνης, κατέκτησε τίτλους, μέχρι να τον ψαρέψει η Ομοσπονδία της Αυστραλίας, να του δώσει τις ομάδες Νέων.
Επτά χρόνια έκατσε στους μικρούς «Socceroos» κι από εκεί έκανε το βήμα για την Ελλάδα και την Παναχαϊκή. Μα ένας άνθρωπος με τη δική του επιμονή και τις δικές του αξίες δεν θα μπορούσε να αντέξει στην τοξικότητα και την παράνοια της Γ’ Εθνικής στην Ελλάδα των 00s.
Έφυγε τρέχοντας για να επιστρέψει ξανά στη δεύτερη πατρίδα του. Μπρίσμπεϊν, Μέλμπουρν Βίκτορι, νίκες, τίτλοι, διακρίσεις. Το παιχνίδι του σιγά-σιγά ξέφευγε από την αφάνεια, η ώρα της μεγάλης του ευκαιρίας είχε έρθει.
Η Εθνική Αυστραλίας θα γινόταν ο τόπος έκφρασης του πρώτου μεγάλου του άλματος. Πρόκριση στο Μουντιάλ του 2014, Κύπελλο Ασίας το 2015, ξανά πρόκριση στο Μουντιάλ του 2018. Όλα με το δικό του εντυπωσιακό ποδόσφαιρο, ορκισμένο στο θέαμα και την πρωτοβουλία.
Και τότε… παραίτηση. Ξαφνική, λίγους μήνες πριν από το τουρνουά στη Ρωσία. Η ασυμβίβαστη φύση του δεν του επέτρεπε να μείνει κι άλλο σε ένα περιβάλλον που οι ιδέες του δεν έχαιραν απόλυτης εμπιστοσύνης. Οι πάντες ζητούσαν μια πιο συντηρητική προσέγγιση εν όψει Παγκόσμιου Κυπέλλου, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί. Ο Άγγελος δεν θα μπορούσε να αφήσει το ξίφος του κι έτσι αποφάσισε για λίγο να το μπήξει στην καρδιά του και να πάρει τη δύσκολη απόφαση.
Και κατά κάποιον τρόπο θα δικαιωνόταν λίγο καιρό μετά. Σε μια άλλη χώρα, βυθισμένος σε μια άλλη κουλτούρα, μα ορκισμένος στο ίδιο παιχνίδι. Επίθεση, γκολ, κυριαρχία, κατοχή. Πάντα έτσι, μόνο έτσι. Προσγειώθηκε στην Ιαπωνία και την άλλαξε σαν αληθινός πρωτοπόρος.
Οι δικοί του Γιοκοχάμα Μαρίνος έγιναν αντικείμενο μελετών, όχι τόσο για την επιτυχία τους αλλά κυρίως για το πώς έφτασαν σε αυτή, ή μάλλον πώς ο Ποστέκογλου τους οδήγησε σε αυτή.
Στη «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» για τρία χρόνια θα χόρευε τον τελευταίο του “αφανή” χορό. Ένας τύπος σαν αυτόν, ένα μυαλό σαν το δικό του, δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά από την Ευρώπη για πολύ.
«Ειλικρινά, το διασκεδάζω, όταν με αμφισβητούν. Η αμφισβήτηση μού γεννά μια ανθεκτικότητα», δήλωνε και, αν κρίνουμε από αυτά του τα λεγόμενα, τότε σίγουρα διασκέδασε πολύ τον πρώτο του καιρό στη Σέλτικ. Γιατί γρήγορα βρέθηκε πνιγμένος στην αμφισβήτηση. Η απόφαση της διοίκησης των Σκωτσέζων δεν περιτυλίχθηκε από εμπιστοσύνη. Οι Κέλτες είχαν μείνει για καιρό στη σκιά της μισητής Ρέιντζερς και τα “πειράματα” με έναν κόουτς που δεν είχε βρεθεί ποτέ στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο δεν ήταν καλοδεχούμενα από κανέναν. Κανείς δεν ήθελε πασούλες και θέαμα, κανείς δεν νοιαζόταν για φιλοσοφία, όλοι διψούσαν για τίτλους και επιτυχία.
Μα ίσως τελικά αυτό να καθιστούσε ανέκαθεν τον Άγγελο τόσο ξεχωριστό. Ο τρόπος του να φέρνει τις διακρίσεις με τους δικούς του όρους, δίχως απόκλιση από τις αρχές του. Αυτό και το γεγονός πως ποτέ δε δίστασε. Πάντα άκουγε τους γύρω του να μην το πιστεύουν, να τον υποτιμούν. «Όπου κι αν πήγε, έβγαζε λάθος τούς γύρω του. Ποτέ του δεν υπήρξε πρώτη επιλογή, ούτε στην Ελλάς Μελβούρνης», έχει αναφέρει για εκείνον ο άλλοτε Γενικός Αρχηγός της ομάδας, Πέτρος Φιλόπουλος.
Χωρίς ξεκάθαρο λόγο, σε κάθε πρώτη ματιά έδειχνε να μην ικανοποιεί, να μη φαντάζει αρκετός, μα σε κάθε τελευταία έδειχνε θαυμαστός. Ερχόταν με ένα πέπλο γκρίνιας και έφευγε με ένα θριάμβου.
Όπως ακριβώς συνέβη και στη Σέλτικ. Τα άλλαξε όλα. Άλλαξε τον τρόπο με τον οποίον έπαιζε η ομάδα, τον τρόπο με τον οποίον αγόραζε ο σύλλογος, το πώς λειτουργούσε. Και θριάμβευσε. Πιο γρήγορα και πιο εμφατικά από όσο θα μπορούσε να προβλέψει ο οποιοδήποτε. Κατέκτησε τους πέντε από τους έξι πιθανούς εγχώριους τίτλους στον καιρό που έκατσε εκεί, αλλά πάλι τα κατάφερε μέσα από το δικό του παιχνίδι και με τον δικό του εκκωφαντικό τρόπο.
«Σου μιλάει, σου λέει ιστορίες και σε κάνει να αισθάνεσαι πράγματα, επικαλείται τα συναισθήματά σου και σου δίνει δύναμη. Όταν είσαι στην ομάδα του Ποστέκογλου, νιώθεις πως βρίσκεσαι σε κάτι μεγαλύτερο, πως εκείνη τη στιγμή γράφεται η ιστορία», έχει πει για εκείνον ο Αυστραλός Τζέιμς Χόλαντ. Ενώ ο ίδιος έχει δηλώσει πως θέλει οι παίκτες μαζί του να βιώνουν μια εμπειρία που δεν έχουν ζήσει ξανά.
Ο Άγγελος έχτισε ένα παλάτι στη Σκωτία με τα θρύψαλα που βρήκε αφημένα στη Σέλτικ. Κι έτσι, ο Ντάνιελ Λέβι, όταν είδε τα απομεινάρια του δικού του συλλόγου, ήξερε ποιος ήταν αυτός που έπρεπε να εμπιστευτεί για τη συναρμολόγησή τους. Το 57χρονο παιδί της Ελλάς Μελβούρνης, το παιδί του μπαμπά Δημήτρη και του «Κάτω η μπάλα».
Δυο χέρια που κουνιούνται ήρεμα, καθησυχαστικά. Λυγισμένα σε γωνία 90 μοιρών και ανοιχτά, με τις παλάμες να κοιτούν το έδαφος. Πάνω και κάτω, πάνω και πάλι κάτω. Σταθερά. Αν ρίξεις το βλέμμα σου σε εκείνον, δεν μπορεί, θα τον δεις όρθιο, στο όριο της περιοχής στην οποία επιτρέπεται να κινείται, να κουνά τα χέρια του με αυτόν τον τρόπο. Να προστάζει την ψυχραιμία, τη σιγουριά, να δίνει κουράγιο στους παίκτες του, όσο χτίζουν τις επιθέσεις τους από τη μικρή τους περιοχή με κοντινές, επικίνδυνες πάσες.
Από τα χωράφια της Αυστραλίας ως το πιο σύγχρονο στάδιο του κόσμου, την Τότεναμ και τον μαγικό κόσμο της Premier League. Έφτασε στις δικές του κορυφές σκαλί το σκαλί, μα τα χέρια του πάντα εκεί. Στην ίδια κίνηση, πάνω κάτω αρμονικά, σαν να ψελλίζουν «Κάτω η μπάλα, ήρεμα».
Με τον ίδιο τρόπο που κι ο Άγγελος το ψέλλισε στο αφτί του πατέρα του σε μια από τις τελευταίες του στιγμές. «Η απώλεια του μπαμπά μου ήταν η μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής μου. Όταν έφυγε, του είπα πως τον αγαπάω και του ψιθύρισα τις τρεις λέξεις που για εμάς σήμαιναν τόσα πολλά: “Κάτω η μπάλα, μπαμπά”», έγραψε ο ίδιος το 2018, γυρνώντας, μέσα από το κείμενό του «Τρεις λέξεις που σήμαιναν τα πάντα», στην πιο δύσκολη στιγμή του.
Όλο το πάθος, όλη η αγάπη του πατέρα του για το καλό ποδόσφαιρο περικλειόταν στην αγαπημένη του φράση, σε αυτό το «Κάτω η μπάλα». Τρεις λέξεις που σήμαιναν τα πάντα, αλλά έγιναν ακόμα περισσότερα. Η πυξίδα μιας μοναδικής φιλοσοφίας, μιας εμμονικής επιθυμίας για πρωτοβουλία και κυριαρχία, η σφραγίδα ενός σκοπού ζωής.
Ο Άγγελος Ποστέκογλου είδε την μπάλα να τον φέρνει κοντά με τον ήρωά του, τον είδε να γίνεται ένας άλλος άνθρωπος, χαρούμενος και προσιτός, σε κάθε γκολ, σε κάθε ντρίμπλα. Κι έτσι, βάλθηκε όχι απλώς να κυνηγήσει τη διάκριση μέσα από το ποδόσφαιρο αλλά να παραγάγει το παιχνίδι που ο πατέρας του θα γούσταρε να παρακολουθεί, το θέαμα που θα τον ενθουσίαζε.
Κι έτσι, έφτασε στην κορυφή, με ένα ποδόσφαιρο που -σύμφωνα με τον ίδιο- αποτελεί προέκταση του εαυτού του, ακριβώς επειδή χτίστηκε σε όσα ο σημαντικότερος για εκείνον άνθρωπος πίστευε, σε όσα λάτρευε.
Έχει νικήσει και έχει ηττηθεί, έχει διαλύσει και έχει διαλυθεί. Και θα συνεχίσει να το κάνει. Όμως για τον «Άντζι» δεν υπάρχει συμβιβασμός, δεν υπάρχει απόκλιση από τις αρχές και τη φιλοσοφία του, γιατί για πάντα θα είναι το παιδί που δεν θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει την πλάτη στον ήρωά του, Δημήτρη.
«Συχνά απογοητεύω όσους με ρωτάνε για την έμπνευση της φιλοσοφίας μου. Τους λέω πως δεν ήταν κάποιος συγκεκριμένος. Δεν ήταν η Μπαρτσελόνα ή η Λίβερπουλ, ο Πεπ Γκουαρδιόλα ή ο Γιόχαν Κρόιφ. Κανένας προπονητής ή συμπαίκτης μου. Η απάντηση βρίσκεται σε αυτές τις τρεις λέξεις, στον μπαμπά μου», γράφει στο ίδιο κείμενο ο Άγγελος Ποστέκογλου.
Ο άνθρωπος που ορκίστηκε να δημιουργήσει το πιο όμορφο παιχνίδι. Το πιο όμορφο ποδόσφαιρο, εις το όνομα του πατρός.