Παραμένει στο... κατόπι της Πάφου ο Άρης, παλικαρίσια νίκη ψυχολογίας για Ανόρθωση - Βαθμολογία και συνέχεια
Με τρία παιχνίδια συνεχίστηκε σήμερα Κυριακή 24 Νοεμβρίου, η 11η αγωνιστική της Cyprus League by Stoiximan.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Ο Βασίλης Σπανούλης γεννήθηκε για να παίξει μπάσκετ. Ήταν Αύγουστος του 1982 και το ημερολόγιο δε θα μπορούσε να μην γράφει το «7». Από πολύ μικρή ηλικία ήξερε τι μονοπάτι ήθελε να ακολουθήσει. Όταν έγινε 10 χρονών, ανακοίνωσε στους γονείς του, Θανάση και Γεωργία, ότι θα γίνει μπασκεμπολίστας.
Τα πρώτα του βήματα στα παρκέ, τα έκανε με τον Κεραυνό Λάρισας. Πιθανόν να μην ήταν ο πιο ταλαντούχος της γενιάς του, όμως ήταν ο πιο αποφασισμένος να πετύχει και δούλεψε πολύ για αυτό. Ο δρόμος του προς την επιτυχία όμως δεν ήταν στρωμένος με... ροδοπέταλα και ο νεαρός ακόμη Βασίλης το κατάλαβε με τον πιο άσχημο τρόπο.
Το 1997 χάνει τον πατέρα του από καρκίνο, κάτι που τάραξε συθέμελα τον κόσμο του. Όμως δε το έβαλε κάτω. Το μπάσκετ ήταν ο τρόπος να ξεχνιέται, να ξεσπά, να αδειάζει το μυαλό του. «Εκείνη την ημέρα αντίκρισα τη ζωή μπροστά μου. Ήμουν 15 χρονών και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να παλέψω για να επιβιώσω. Ο αδερφός μου επηρεάστηκε πολύ, μάλιστα έχει και στα δύο του χέρια τατουάζ με τη μορφή του πατέρα μας. Εγώ σκλήρυνα απότομα και σκέφτηκα ότι πρέπει να βγω απότομα στην επίθεση και να αμυνθώ».
Δύο χρόνια αργότερα στον ημιτελικό του Πανελληνίου Πρωταθλήματος παίδων στο Βόλο σκοράρει 40 πόντους εναντίον του Άρη. Ο Γυμναστικός Σύλλογος Λάρισας δεν αργεί να τον εντάξει στο ρόστερ και κάπως έτσι το όνομά του άρχισε σιγά σιγά να γίνεται γνωστό. Πολύ σύντομα κατόρθωσε να γίνει βασικό γρανάζι στην ομάδα, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και η καριέρα του με το εθνόσημο. Συγκεκριμένα, το 2000 ο Λαρισαίος, τότε Ομοσπονδιακός προπονητής Νίκος Σταυρόπουλος, τον κάλεσε στην εθνική εφήβων, με την οποία κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ, αλλά πολύ περισσότερο «κέρδισε» μια φιλία με τον -πλέον κουμπάρο του- Νίκο Ζήση.
Κάπως έτσι του χτύπησε την πόρτα η... Αθήνα! Με τη βοήθεια του γυμναστή Ανδρέα Γκατζούλη, ο οποίος τον πρότεινε στο Μαρούσι, ο Σπανούλης "κατεβαίνει" στην πρωτεύουσα, συνοδευόμενος από τη μητέρα του για να υπογράψει. Μάλιστα, η παρουσίασή του από τον σύλλογο έγινε στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, λίγες ώρες μετά την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη, κάτι που οδήγησε το Νίκο Λινάρδο να τον βαφτίσει «Μπιλ Λάντνεν».
Στο Μαρούσι βέβαια προέκυψε και το ευρέως γνωστό παρατσούκλι του, «Kill Bill». «Αυτό έχει προκύψει από όταν ήμουν στον Μαρούσι. Εκείνη τη χρονιά έβαζα κάποια μεγάλα σουτ και γενικώς είμαι ανέκφραστος. Έτσι μου κόλλησαν το παρατσούκλι. Δεν σου κρύβω ότι με κολακεύει ο τίτλος».
Η καριέρα του Σπανούλη από εκείνο το σημείο εκτοξεύτηκε σε σημείο που κανείς δε φανταζόταν! Με προπονητή στο Μαρούσι τον Παναγιώτη Γιαννάκη, ο νεαρός ακόμα Λαρισαίος, μέρα με τη μέρα βελτιωνόταν και κατόρθωσε να φτάσει στο ζενίθ το 2004 όταν οι Ντάλας Μάβερικς τον επέλεξαν στο νο.50 του NBA Draft και τον... έστειλαν στους Χιούστον Ρόκετς. Λίγο καιρό νωρίτερα, ο «Δράκος» τον είχε καλέσει στην Εθνική Ανδρών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, με αρκετό κόσμο να κάνει λόγο για «ευνοϊκή μεταχείριση». Φυσικά, ο Kill Bill φρόντισε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Ένα χρόνο μετά θα αρνηθεί ευγενικά την πρόταση ανανέωσης του Αμαρουσίου γιατί ήξερε ότι ήταν η ώρα για κάτι πραγματικά μεγάλο! Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος και ο συνεργάτης του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, επικοινώνησαν με τον Σπανούλη. Η πρόταση έγινε αποδεκτή από το 23χρονο τότε γκαρντ, παρότι τον πλησίασε και ο Ολυμπιακός. Στο «τριφύλλι» η προσαρμογή δεν ήταν δύσκολη και το τέλος της πρώτης του σεζόν τον βρήκε καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο παίκτης της EuroLeague και νταμπλούχο Ελλάδας!
Τα κατορθώματα αυτά, ανάγκασαν τους Ρόκετς να έρθουν ως τα μέρη μας για να τον πείσουν να ξενιτευτεί. Το πλάνο ήταν να αποτελεί τον αναπληρωματικό του Τρέισι Μακ Γκρέιντι. Ο Παναθηναϊκός φυσικά προσπάθησε να τον κρατήσει Ελλάδα, αλλά ο Σπανούλης ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του στο NBA. Παρόλα αυτά, ο Θανάσης Γιαννακόπουλος συνέχισε να πληρώνει για το διαμέρισμα και το αυτοκίνητό του στην Αθήνα «Μήπως και το παιδί ήθελε να γυρίσει».
Έτσι, εκπλήρωσε το παιδικό του όνειρο, όμως η κατάληξη δεν ήταν ανάλογη των προσδοκιών του χαρακτηρίζοντας αυτή την εμπειρία ως μία κακή παρένθεση στην καριέρα του: «Είναι σαν να έγινε μια λάθος συμφωνία μεταξύ ανθρώπων. Ο προπονητής είχε χτίσει την ομάδα ήδη χωρίς εμένα, χωρίς εγώ να το ξέρω. Ήταν όλο λάθος».
Φυσικά, το «τριφύλλι» δεν αθέτησε την υπόσχεσή του και μια θέση στην ομάδα άνοιξε για τον Σπανούλη. Και πάλι ο Ολυμπιακός έκανε μια προσπάθεια να τον «κλέψει», αλλά ο Ζοτς ήταν αυτός που τον έπεισε για το ρόλο που θα έχει στην ομάδα. Η προσαρμογήo του άμεση, αλλά ο πολυπόθητος τίτλος της EuroLeague δεν έρχεται για τον ίδιο. Ταλαιπωρημένος από έναν τραυματισμό στο πέλμα, χάνει το πρώτο μισό της σεζόν 2008-09.
Η επάνοδός του στα παρκέ όμως, έγινε όχι μόνο στο κατάλληλο σημείο, αλλά και με τον καλύτερο τρόπο. Ο Kill Bill ήταν καθοριστικός για την πρόκριση του ΠΑΟ στο Final Four του Βερολίνου στα δύο break κόντρα στη Σιένα, αλλά κυρίως καθόρισε την έκβαση του F4, όντας ο MVP της ευρωπαϊκής στέψης του «τριφυλλιού».
Λίγους μήνες αργότερα, οδήγησε και την Εθνική Ελλάδας στην 3η θέση του Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας, ως ο απόλυτος ηγέτης, μετά την απόσυρση των Διαμαντίδη και Παπαλουκά. Η καριέρα του βρισκόταν πραγματικά στο απόγειο.
Τα θανάσιμα αμαρτήματα είναι εφτά, όπως ο αριθμός του. Ο Σπανούλης όμως φρόντισε να πραγματοποιήσει μονάχα ένα! Το καλοκαίρι του 2010 και ενώ ο τελικός του Μουντιάλ βρισκόταν στο ημίχρονο, ο Ολυμπιακός ανακοινώνει το μεγάλο «μπαμ». Ο Kill Bill άφησε τον Παναθηναϊκό για να ντυθεί στα «ερυθρόλευκα» και η φημολογία γύρω από αυτήν του την απόφαση, έδινε κι έπαιρνε...
«Υπήρχαν πράγματα που με ενόχλησαν την τελευταία χρονιά μου στον Παναθηναϊκό. Υπήρχαν αντίθετες απόψεις. Υπήρχε μία κούραση πνευματική. Εμένα δεν με εξέφραζε. Σέβομαι την άποψη των ανθρώπων της ομάδας. Στο τέλος όμως ο καθένας πρέπει να κάνει την επιλογή του. Δεν ήταν θέμα χρημάτων η αποχώρησή μου από την ομάδα. Κατά περιόδους έχουν ακουστεί πολλά. Ότι ήμουν τσακωμένος με τον Διαμαντίδη -που είμαστε πολύ καλοί φίλοι- και με τον Γιασικεβίτσιους. Αυτά είναι αηδίες. Δεν ήταν τίποτε από αυτά. Απλά χάθηκε η επικοινωνία και η εμπιστοσύνη μεταξύ εμού και των ανθρώπων της ομάδας», δήλωνε ο ίδιος λίγο καιρό αργότερα.
Η πρώτη του σεζόν στον Πειραιά δε θα στεφθεί με επιτυχία, αφού ο Σπανούλης είδε τον Παναθηναϊκό να κατακτά το ευρωπαϊκό στη Βαρκελώνη, ενώ παράλληλα έχασε το πρωτάθλημα στην Ελλάδα από τους «πράσινους». Αν κάτι όμως χαρακτηρίζει τον Βασίλη, αυτό είναι ο εγωισμός και το πείσμα του! Αυτό που έπρεπε να κάνει το έκανε και έγραψε ιστορία οδηγώντας τον Ολυμπιακό σε δύο διαδοχικές κατακτήσεις EuroLeague (2011, 2012).
Ο Σπανούλης μέσα στα χρόνια έγινε συνώνυμο του Ολυμπιακού και το «θρύλος» είναι λίγο για να περιγράψει τα όσα προσέφερε στους «ερυρθόλευκους». Μπόρεσε να οδηγήσει την ομάδα σε ακόμα δύο ευρωπαϊκούς τελικούς (2015, 2017), αλλά το τρόπαιο δεν ήρθε. Παρέμεινε για 11 χρόνια στον Πειραιά κατακτώντας πάντα, έως ότου, φθαρμένος από τον χρόνο, αποφάσισε στις 26 Ιουνίου 2021 να αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να βάλει τέλος σε μια από τις σπουδαιότερες καριέρες Έλληνα καλαθοσφαιριστή.