Ήξερε ότι ζει το παραμύθι του. Και ο Παναθηναϊκός τού δίνει την ευκαιρία για να βάλει το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» φινάλε που ταιριάζει στα παραμύθια.
Ακολουθήστε μας στο Google news
«Ξυπνούσαμε στις δώδεκα το μεσημέρι, ώστε να φάμε κατευθείαν μεσημεριανό. Και πηγαίναμε για ύπνο όσο πιο νωρίς γινόταν. Αν κοιμάσαι, δεν πεινάς».
Καλησπέρα από το ελληνικό ποδόσφαιρο και καλή βραδιά… Τον ελληνικό αθλητισμό, γενικότερα. Εκεί όπου τα όνειρα γίνονται εφιάλτες, οι φιλοδοξίες μεταμορφώνονται σε βαλσαμωμένες επιθυμίες, η διάθεση δίνει τη θέση της στην ανία, τα χιλιάρικα εκατοστάρικα, τα εκατοστάρικα «και πού θες να ξέρω εγώ πότε θα πληρωθείς», και οι καριέρες εν ριπή οφθαλμού καταρρακώνονται από την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι αθλητές σε νεαρή ηλικία. Σε εκείνο που βαφτίζεται «αγροτικό», αλλά στην πραγματικότητα είναι μια σκληρή δοκιμασία αντοχής, θέλησης και αυταπάρνησης.
«Θα έλεγα ότι ήταν μια απαραίτητη εμπειρία. Η ζωή δεν είναι ποτέ εύκολη».
***
Όταν έχεις κουβαλήσει σακιά με πατάτες κάτω από σαράντα βαθμούς Κελσίου, χωρίς καν να εισπράττεις τα νόμιμα, χωρίς καν να είσαι ενήλικας, τότε ξέρεις ότι η ζωή δεν είναι εύκολα. Όταν, όμως, αυτή η ζωή σου δίνεται και δεν σκέφτηκε κανείς να σε ρωτήσεις πώς θα ήθελες να την παραγγείλεις, τότε τη ζεις. Την παίρνεις όπως έρχεται. Και δε σου φαίνεται καν τόσο δύσκολη, παρά μόνο όταν πρέπει να την περιγράψεις σε άλλους. Η Μαρίνα Ανεστίεβνα Στεφανίδου ζούσε στο Βλάντιμιρ. Μια μικρή πόλη περίπου 200 χιλιόμετρα ανατολικά της Ρωσίας, στην οποία σήμερα κατοικούν περίπου 350.000 άνθρωποι. Ναι, για τα δεδομένα της Ρωσίας είναι μικρή. Και στην εποχή μετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης η κατάσταση ήταν ασφυκτική.
«Έπρεπε οπωσδήποτε να φύγουμε. Υπήρχαν σοβαροί οικογενειακοί λόγοι για να το κάνουμε», διηγείται ο Γιούρι, ένας άνθρωπος ομιλητικός, κοινωνικός και πρόθυμος να συζητήσει όλη τη διαδρομή της ζωής του και ο οποίος συννεφιάζει μόνο αν χρειαστεί να μιλήσει για τον πατέρα του. «Η μητέρα μου ήταν πάντα χαμογελαστή, ποτέ δεν παραπονέθηκε», θα σου απαντήσει ξανά, και η μητέρα του αποφάσισε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, να επισκεφτεί στο χωριό καταγωγής της. Νευροκόπι. Τόσο παγωμένο όσο ακούγεται στους Έλληνες, αλλά τώρα μιλάμε για Ρώσους, σωστά; Λάθος!
«Από την πλευρά της μητέρας μου είμαι Έλληνας και από την πλευρά του πατέρα μου, Ρώσος. Γεννήθηκα στο Βλάντιμιρ και επισκέφτηκα την Ελλάδα για πρώτη φορά όταν ήμουν οκτώ χρονών. 10 ετών μετακομίσαμε στο χωριό της μητέρας μου. Πάντα ένιωθα 50% και 50% Ρώσος».
Και τερματοφύλακας; Παράδοξο για παιδί, αλλά πάντα ένιωθε 100% τερματοφύλακας! Η αφορμή ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002. Ο Γιούρι Λοντίγκιν, 12 ετών τότε, έπιασε τον εαυτό του να παρακολουθεί τους γκολκίπερ. Είχε να δει, είναι η αλήθεια. Βίτορ Μπαΐα, Φαμπιάν Μπαρτέζ, Τζιανλουΐτζι Μπουφόν, Ίκερ Κασίγιας, Όλιβερ Καν κι έπειτα ήρθε η πρώτη του προπόνηση. «Πού θες να παίξεις Γιούρα», τον ρώτησαν. «Στο τέρμα», απάντησε και φόρεσε τα μαύρα, πλεκτά γάντια που είχε μαζί του από τη Ρωσία. Το γέλιο που άκουσε, το θυμάται μέχρι και σήμερα. Αυτά είχε, όμως. Και αυτά θα χρησιμοποιούσε.
Τρία χρόνια μετά, το αγόρι με τα μαύρα πλεκτά γάντια, ετοιμαζόταν να πάρει μεταγραφή. Κι εκεί η ζωή είπε να του παίξει ακόμα ένα παιχνίδι. Είπαμε; Δεν είναι φιλέτο για να παραγγείλεις εσύ το ψήσιμο. Η μητέρα του ήθελε να επιστρέψει στο Βλάντιμιρ. Οι δουλειές στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να πληρώνουν λιγότερο και να είναι πιο κοπιαστικές. Η Μαρίνα, η οποία ήταν πωλήτρια σε μαγαζί, είχε αναγκαστεί να δουλεύει σε χωράφια και να χωρίζει τις καλές από τις σάπιες πατάτες. Οι γιοι της έπαιρναν τα καφάσια και τα φόρτωναν σε φορτηγά. Τα λεφτά ήταν λίγα. Η θερμοκρασία ενίοτε έφτανε τους 40 βαθμούς Κελσίου. Αξίζει, αλήθεια, όλο αυτό για να αφήνεις το σπίτι σου;
Επέστρεψαν στην Ρωσία για ένα χρόνο. Όμως η μητέρα του αντιλήφθηκε ότι στην Ελλάδα θα είχε καλύτερη τύχη ο γιος της. Ειδικά στο ποδόσφαιρο. «Αν δεν είχαμε επιστρέψει, υπάρχει περίπτωση να είχε γίνει ο Γιούρι αυτός που είναι», σε ρωτάει κι αν θες πες της το αντίθετο. 15 ετών στη Ρωσία δεν υπήρχε περίπτωση κανείς να ασχοληθεί μαζί του. Εκεί σε τέτοιες ηλικίες δε συμβαίνουν θαύματα. Στην Ελλάδα συνέβη. Το πρώτο σοκ για τον Γιούρι Λοντίγκιν ήταν όταν του έδωσαν τα ίδια λεφτά που έπαιρνε στα χωράφια για να παίξει σε έναν αγώνα. Το δεύτερο σοκ ήταν όταν η Ξάνθη τον εντόπισε, τον δοκίμασε και αποφάσισε ότι «ναι, αυτό το παιδί αξίζει να το κρατήσουμε».
***
«Δεν είχα κουρτίνα στο δωμάτιό μου. Το παράθυρο έβλεπε κάτι σχολεία και ένα τεράστιος προβολέας φώτιζε όλη την ώρα. Έμοιαζε να με τυφλώνει. Πήρα τηλέφωνο τη μαμά μου και της φώναζα: Πάρε με από ‘δω». Ο Γιούρι Λοντίγκιν ήταν πλέον μόνος του στην Ξάνθη, βαθιά μέσα στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Και έκλαιγε! Θα στο πει χωρίς ντροπή. Έκλαιγε όσο συχνά χρειαζόταν να κλάψει μέχρι να γίνει επαγγελματίας. Μέσα σε τρία χρόνια υπογράφει επαγγελματικό συμβόλαιο με την Ξάνθη και παράλληλα την ίδια εποχή έχει γνωρίσει τη γυναίκα, που αργότερα θα γινόταν σύζυγός του. Σε ένα βίντεο κλαμπ. Δέκα χρόνια μεγαλύτερη.
Έξαλλη η κυρία Μαρίνα εκείνη την εποχή και μέχρι να έρθει το εγγόνι, αλλά αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι, με εξίσου αίσιο τέλος. Ο Γιούρι με την Μαριάννα (σ.σ. η σύζυγος που λέγαμε) έμεναν μαζί. Σε ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου, με μισθό από την Ξάνθη 700 ευρώ το μήνα. «Πήγαιναν σχεδόν όλα στα τρέχοντα έξοδα. Αλλά το ποδόσφαιρο είναι και πώς το βλέπεις. Ποτέ δεν έβαλα προτεραιότητα τα λεφτά. Ακόμα και όταν η Ξάνθη με κάλεσε για να ανανεώσουμε το συμβόλαιό μου δεν το έπαιξα ιστορία. Με τα ίδια λεφτά συνέχισε. Τι σημαίνουν για μένα; Ας είναι ό,τι είναι. Το ποδόσφαιρο έρχεται πρώτο».
Φυσικά και έφαγε πάγκο. Ποιος τερματοφύλακας δεν τρώει; Χρειάστηκε να περιμένει τη σειρά του, την ευκαιρία του, τον άνθρωπο που θα τον εμπιστευόταν. Ο Νίκος Κωστένογλου το έκανε. «Έφυγε από την ομάδα και δεν είχα προλάβει καν να τον ευχαριστήσω. Αν δεν ήταν εκείνος, τίποτα μπορεί να μην ήταν το ίδιο για μένα».
Στην Ξάνθη πρόλαβε να παίξει 23 ματς. Μία σεζόν. Η Ζενίτ τον εντόπισε. Ο Γιούρι Λοντίγκιν, που κάποτε δήλωνε ότι θέλει να παίξει στην Εθνική Ρωσίας, αλλά «δε με ξέρει κανείς εδώ», βρέθηκε στον πλουσιότερο σύλλογο της χώρας. Με συμβόλαιο 200.000 ευρώ, αντιστρόφως ανάλογο με όσα λάμβαναν οι διάσημοι συμπαίκτες του. Ε, και; Για αρκετά χρόνια έζησε το απόλυτο όνειρο, έφτασε στην Εθνική ομάδα, έγινε βασικός, κατέκτησε τίτλους, έπαιξε στο Champions League, έγινε σύνθημα – μετά έγινε περιττός. Και για δύο χρόνια έγινε περίπου γυρολόγος. Και δεν μπορούσε πια να διαχειριστεί τον πάγκο.
Γιατί; Αφού είχε διαχειριστεί τόσα και τόσα… Αφού έχει την πιο «ελληνικό ποδόσφαιρο» ιστορία να διηγηθεί.
***
«Υπάρχει μια πολύ αστεία ιστορία. Είχα πάει δανεικός στον Εορδαϊκό. Στο ξεκίνημα της σεζόν όλα ήταν μια χαρά, αλλά μετά κάτι συνέβη και τελείωσαν τα λεφτά στην ομάδα. Δεν παίρναμε τίποτα. Ούτε σεντ. Το αποτέλεσμα ήταν κάποιοι παίκτες που ήμασταν πιο μικροί να ζητάμε λεφτά για να μπορέσουμε να φάμε τουλάχιστον ένα πιάτο μακαρόνια. Πριν τα ματς έτρωγε όλη η ομάδα μαζί, αλλά τις καθημερινές ψάχναμε για λεφτά. Όταν ο δανεισμός μου έφτασε στο τέλος, έπρεπε να επιστρέψω στην Ξάνθη. Η ομάδα, όμως, δεν είχε λεφτά ούτε για τη βενζίνη και έπρεπε να τα δώσει η Ξάνθη, ώστε να μπορέσω να πάω πίσω».
Κατάφερε να επιβιώσει. Και κυρίως; Να μην τα παρατήσει. Δεν τα παράτησε ούτε όταν παροπλίστηκε στη Ζενίτ, δεν τα παράτησε ούτε όταν έπρεπε να αντέχει τον Μιρτσέα Λουτσέσκου, ούτε όταν ναυάγησε η μεταγραφή του στη Νότιγχαμ Φόρεστ, ούτε όταν δεν έβρισκε χρόνο συμμετοχής στον Ολυμπιακό, ούτε όταν ένιωθε ξένος και ανεπιθύμητος στην Τουρκία, ούτε όταν έμεινε χωρίς ομάδα.
Ήξερε ότι ζει το παραμύθι του. Και ο Παναθηναϊκός τού δίνει την ευκαιρία για να βάλει το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» φινάλε που ταιριάζει στα παραμύθια.
sdna.gr