Ο Ανδρέας Μπουχαλάκης, όμως, και ο Έλληνας ποδοσφαιριστής είναι συχνά-πυκνά το «εύκολο θύμα» και κάποιος που θα ακούει την γκρίνια. Παρότι δεν είναι τυχαίο πως κάθε προπονητής του τον εμπιστεύεται τυφλά, γιατί προφανώς κάτι καλό κάνει στο γήπεδο…
Ακολουθήστε μας στο Google news
Είναι αγαπημένο συνήθειο του Έλληνα οπαδού το… κράξιμο. Βάζουν στο «κάδρο» πολλές φορές ποδοσφαιριστές που είναι «εύκολα θύματα» διότι δεν αντιδρούν, είναι χαμηλών τόνων και οικειοποιούνται τις διάφορες φήμες περί «παιδιών προέδρων και προπονητών, βυσμάτων κλπ».
Οι Έλληνες ποδοσφαιριστές έχουν την τιμητική τους. Διότι πάντα «προτιμάμε» τον ξένο ποδοσφαιριστή, ακόμη και ας μην γνωρίζουμε «τι κουμάσι είναι». Ακόμα και να ακούσει τα… μπινελίκια του που λέμε ο ξένος, δεν θα το καταλάβει και η εύκολη δίοδος είναι προς τους συμπατριώτες που «ξέρουν τι σημαίνει Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Άρης ή… πέρα ραχούλα».
Το «κράξιμο» είναι διαχρονικό χόμπι και αγαπημένη συνήθεια που τα τελευταία χρόνια ολοένα και εντείνεται. Όπως για παράδειγμα με τον Πέτρο Μάνταλο που έφτασε στο «αμήν» και θέλησε να αποχωρήσει από την ΑΕΚ, αλλά μετά την κουβέντα του με τον Δημήτρη Μελισσανίδη πείστηκε να συνεχίσει. Δεν είναι, όμως, μόνο ο αρχηγός της Ένωσης που τα έχει ακούσει κατά καιρούς, αλλά αρκετοί. Το sportfm.gr βάζει ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις στο κάδρο, ενώ στέκεται, παράλληλα, στο… πλάι των ποδοσφαιριστών.
Εξ αρχής, αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία. Διότι το «10» μιας ομάδας που παλεύει για τίτλους «πρέπει» να είναι ξένος, βιρτουόζος και να περνάει πέντε-έξι φορές έναν αντίπαλο πριν σκοράρει ή δώσει μια ασίστ. Ο Πέτρος Μάνταλος, όμως, ήρθε στην ΑΕΚ από την Ξάνθη και αυτό από μόνο του αρκούσε για να «υποτιμηθεί» από την αρχή. Η πορεία του στην Ένωση δεν ήταν ποτέ στρωμένη με ροδοπέταλα. Ίσα-ίσα που ήταν από αυτούς που πάντοτε έφταιγαν και τα άκουγαν όταν η ομάδα δεν πήγαινε καλά.
Η αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του ήταν από την αρχή μεγάλη. Ένας μπακ που ήρθε από τον Πανηλειακό για να αντικαταστήσει τον Γιούρκα Σεϊταρίδη του πρόσθεσε ένα βαρύ φορτίο εξ αρχής, με τον Βύντρα τεχνικά να μην είναι σαφώς το ίδιο καλός με τον Έλληνα διεθνή φουλ-μπακ που κατέκτησε μετά το Euro με την Εθνική. Αποτέλεσε στη συνέχεια τον αποδιοπομπαίο τράγο μετά τους… Γκουμομπασινάδες, ενώ έπεσε σε μια εποχή που υπήρχε κόντρα των οπαδών του Παναθηναϊκού με την τότε διοίκηση και η μπάλα τον πήρε, επίσης.
Σίγουρα, ο Βύντρα δεν ήταν ο καλύτερος τεχνίτης, ούτε το μπακ που ανεβοκατέβαινε την πλευρά και έβγαζε σέντρες πάρε-βάλε (αχ, αυτές οι σέντρες)… Παρόλα αυτά, αμυντικά ήταν πολύ καλός, ένα σκληρό παιδί με χαμηλό προφίλ που όσα και να άκουσε, δεν απάντησε ποτέ. Το αν άξιζε τόσο βρίσιμο; Προφανώς και όχι, πόσω μάλλον όταν προέρχεται από τους οπαδούς της ομάδας που αγωνίζεται.
Ο «Σάλπι» είναι ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος, όπως ακριβώς προαναφέραμε για τον Βύντρα. Ένα «παιδί» που δεν δημιουργούσε προβλήματα με τον χαρακτήρα του, ένας ήσυχος θα λέγαμε άνθρωπος. Και μάλιστα, θα λέγαμε κάτι παραπάνω από ένας, τίμιος ποδοσφαιριστής. Αθόρυβα πήγε στον ΠΑΟΚ και αθόρυβα έφυγε, με τον μεγάλο «ντόρο» να γίνεται ενδιάμεσα. Όταν αποφάσισε να πάρει μεταγραφή από τον «δικέφαλο του βορρά» στον Παναθηναϊκό το καλοκαίρι του 2006. Με τους Θεσσαλονικείς να βάζουν στα ταμεία τους και το ποσό των 1,8 εκατ. ευρώ. Αυτό το «έγκλημα» έκανε ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης.
Από τότε και μέχρι σήμερα, παρότι επέστρεψε στην Τούμπα μετά από τέσσερα χρόνια, χαρακτηρίζεται ως ο «κοντός προδότης» από πολλούς οπαδούς του ΠΑΟΚ. Ο τρίτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου πίσω από τα… ιερά τέρατα Κούδα και Σαράφη, συνεχίζει ακόμη και σήμερα να τα «ακούει» για μια επιλογή που έκανε ως επαγγελματίας. Είχε φτάσει σε σημείο να πηγαίνει σε ψυχολόγο, σύμφωνα με ρεπορτάζ, λόγω των έντονων αποδοκιμασιών και των ύβρεων που άκουγε από την κερκίδα. Δεν απάντησε ποτέ, δεν θέλησε καν να προστατέψει τον εαυτό του. Συνέχιζε αυτό που ήξερε πάντα να κάνει: Να δίνει το 100% ακόμη και αν δεν ήταν ποτέ το πρώτο όνομα στην ομάδα του.
Υποτιμημένος από τον κόσμο, με τη δουλειά του όμως να φαίνεται τόσο από τα νούμερά του (358 ματς, 113 γκολ, 37 ασίστ) όσο και από το γεγονός πως οι προπονητές πάντα τον εμπιστεύονταν.
Έχει παίξει σε ΑΕΚ, Μπενφίκα, Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ, Πούνε Σίτι (σσ. Ινδία) μεταξύ άλλων, κατέκτησε Euro με την Εθνική, Λιγκ Καπ Πορτογαλίας, το νταμπλ με τον Παναθηναϊκό στο ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε επίσης σε τρία Euro, δύο Παγκόσμια Κύπελλα, σε UEFA, Champions και Europa League. Ο Έλληνας οπαδός, όμως, θεωρούσε τον Κώστα Κατσουράνη ως βύσμα, ως τον… παίκτη-προπονητή της Εθνικής και το κακό παιδί των αποδυτηρίων που έκανε παράλληλα και κουμάντο.
Σε σημείο να φτάσουν να φτιάχνουν γκρουπάκια στα social media με τίτλο «Όχι Κατσουράνη με Κόστα Ρίκα» πριν από το ματς των «16» του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ελλάδας με αντίπαλο την χώρα από την Κεντρική Αμερική. Γιατί τους «χαλούσε» ποδοσφαιρικά ο Κατσουράνης, ο οποίος έχει δείξει σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του την αξία του και αν ήταν κακός παίκτης και… παλιοχαρακτήρας, παίζοντας σε μεγάλες ομάδες της Ελλάδας και μια τριετία στην Μπενφίκα (117 συμμετοχές είναι αυτές) με συμπαίκτες τους Λουιζάο, Νταβίντ Λουίς, Πετί, Ρουί Κόστα, Σιμάο, Μίκολι, Ντερλέι, Ντι Μαρία, Αϊμάρ, Σουάσο και Ρέγες.
Προφανώς ο Έλληνας χαφ έκλεινε τα αυτιά του σε αυτά, ενώ φαινόταν πως και οι προπονητές του δεν είχαν «οικειοποιήσει» αυτές τις απόψεις, που ακούγονταν από συμπατριώτες του όταν έπαιζε στο Παγκόσμιο Κύπελλο με τον εθνόσημο στο στήθος.
Η σχέση του Αλέξανδρου Πασχαλάκη με τον ΠΑΟΚ πέρασε από χίλια κύματα στην πενταετία του με τα ασπρόμαυρα. Ένας τερματοφύλακας με τεράστιες ικανότητες και τρομερά αθλητικά προσόντα, που σίγουρα άξιζε να κάνει ακόμη μεγαλύτερη καριέρα και να δοκιμάσει την τύχη του στο εξωτερικό, έφτασε αρκετές φορές να λοιδορείται από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ. Η κύρια αφορμή ήταν οι κατά καιρούς κακές εμφανίσεις του, όταν είχε ένα ντεφορμάρισμα για παράδειγμα και μπορεί να μην είχε καλές αντιδράσεις στους αγώνες.
Οι σχέσεις του Πασχαλάκη με τους οπαδούς του ΠΑΟΚ βρέθηκαν σε τεντωμένο σχοινί τον Μάρτιο του 2021 μετά από μια εντός έδρας ήττα από τον Άρη. Οι οπαδοί έβριζαν και αποδοκίμαζαν έντονα τους ποδοσφαιριστές της ομάδας τους, με τον Πασχαλάκη να βρίσκεται κοντά τους στην εξέδρα (σσ. όταν οι παίκτες λόγω του κορωνοϊού καθόντουσαν στην κερκίδα αντί για τον πάγκο) και να απαντάει. Η ένταση ανέβηκε, υπήρξαν εκατέρωθεν υβριστικές επιθέσεις και παραλίγο αψιμαχίες. Η παρεξήγηση λύθηκε μετά τη δημόσια «συγγνώμη» του Πασχαλάκη.
Γενικότερα, ο Έλληνας κίπερ τα άκουσε από την κερκίδα των οπαδών του ΠΑΟΚ και μάλιστα αρκετές φορές. Βρέθηκε στο επίκεντρο, παρότι δεν το άξιζε. Το να γίνει κριτική προφανώς επιτρέπεται στον καθένα και όλοι πρέπει να την δέχονται. Είναι διαφορετικά, όμως, τα παραπάνω με τις αποδοκιμασίες. Ο Πασχαλάκης πάντως δεν το κράτησε… μανιάτικο, όπως φάνηκε και στον συγκινητικό αποχαιρετισμό του στον «δικέφαλο του βορρά» προ ημερών.
Από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα, παρέα με αυτό του Πασχαλάκη, είναι και του Ανδρέα Μπουχαλάκη. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ο… Μάνταλος του Ολυμπιακού; Όχι, διότι ποτέ δεν το έβρισαν οργανωμένα με συνθήματα. Κάτι που πριν από αρκετά χρόνια είχε γίνει για παράδειγμα με Ανατολάκη και Ελευθερόπουλο, όταν τα είχαν ακούσει από την εξέδρα. Ωστόσο, ο Μπουχαλάκης δεν είναι… Μπουχαλάκιτς, ενώ έχει και την «ατυχία» να είναι ποδοσφαιριστής του «στιλ Μάτιτς, Φαμπιάν Ρουίθ, Ντεντόνκερ» δηλαδή ψηλά κορμιά και «άχαροι» όπως λένε πολλοί.