Ομολογουμένως, ο τίτλος παράγει ίντριγκα, είναι ικανός επίσης να προκαλέσει… δημοψήφισμα. Εντούτοις, δεν μπορεί να υποβαθμιστεί ο ρεαλισμός που εμπεριέχει. Επί τούτου μιλούν οι αριθμοί και η σπουδαία ικανότητα του Ισπανού φορ ο οποίος, πλέον, στρογγυλοκάθεται στην κορυφή του πίνακα των πρώτων ξένων σκόρερ στην ιστορία του Άρη καθότι είναι ο μοναδικός που πάτησε στα «…άντα». Σαράντα στον αριθμό, περισσότερα από κάθε άλλον και με συντριπτικά μικρότερο αριθμό αγώνων. Ο Λορέν Μορόν πέτυχε 40 σε 75 αγώνες, λιγότερους από τους μισούς σε σύγκριση με τον Λιούμπισα Μιλόγεβιτς ο οποίος έφτασε έως τα 39 σε 153 παιχνίδια αλλά και από τον Σέρχιο Κόκε καθώς αυτός ο Ισπανός χρειάστηκε 176 αγώνες για να πετύχει, επίσης, 39 γκολ.
Παραμένοντας στη μαγεία που προσφέρουν οι αριθμοί, τα λεπτά συμμετοχής του Μορόν αντιστοιχούν (περίπου) στο 1/3 αυτών του Κόκε. Συμπεριλαμβανομένων κι αυτών της πρόσφατης αναμέτρησης με τον Ατρόμητο το κοντέρ έγραψε 5.830 ενώ ο Κόκε ήταν στο χορτάρι για 14.694’. Ο Λιούμπισα Μιλόγεβιτς μέτρησε 11.739 αγωνιστικά λεπτά. Ως εκ τούτου, η συχνότητα σκοραρίσματος του Μορόν αγγίζει τα 0.53 γκολ ανά αγώνα και φυσικά αυτή η επίδοση αναδεικνύει την αδιαμφισβήτητη ικανότητά του. Υπάρχουν όμως και συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία απαιτείται να ληφθούν υπόψη, όπως για παράδειγμα οι θέσεις και τα σχήματα.
Πρόσφατα, συζητώντας με τον Λιούμπισα Μιλόγεβιτς, ο Σέρβος επιθετικός (μου) είπε ότι… «ο Μορόν είναι τρομερός επιθετικός, χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να σκοράρει με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο, εγώ δεν ήμουν μόνος στην κορυφή της επίθεσης». Δεν είπε ψέματα. Ο Μιλόγεβιτς φόρεσε για πρώτη φορά τα κιτρινόμαυρα σε εκτός έδρας αναμέτρηση με την ΑΕΚ, συνθέτοντας επιθετικό δίδυμο με τον Ζόραν Λόντσαρ στο 5-3-2 του Γιώργου Φοιρού. Στους εντός έδρας αγώνες – της επόμενης διετίας – αυτή η διάταξη γινόταν 3-5-2 καθώς οι πλάγιοι μπακ ανέβαιναν ψηλά. Τότε το ποδόσφαιρο ήταν διαφορετικό, ομοίως και η τακτική προσέγγιση. «Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει τόσο πολύ, σε σημείο να νομίσουμε ότι μιλάμε γι’ άλλο άθλημα», συμπλήρωσε ο Σέρβος και στο δίλημμα μεταξύ Μορόν και Λόντσαρ πήρε ξεκάθαρη θέση. «Θα πάω με τον πατριώτη μου (γέλια). Εντάξει, ο Ζόρανε είχε μοναδική ικανότητα να παίζει με πλάτη (σαν τον φουνταριστό στο πόλο) και να εκπλήσσει με την ταχύτητα του καθώς γυρνούσε το σώμα του και εκτελούσε». Πράγματι, αυτή η κίνηση ήταν το σήμα κατατεθέν του Λόντσαρ.
Πηγαίνοντας στον Σέρχιο Κόκε, ούτε αυτός ήταν αυθεντικός σέντερ φορ. Στην πραγματικότητα διέθετε όλο το πακέτο με κινητήριο δύναμη το υψηλότατο επίπεδο τεχνικής κατάρτισης αλλά και την ταχύτητα – όσο πρόσεχε τον εαυτό του καθώς στην πορεία απώλεσε μέρος αυτής. Η εκτέλεση δεν ήταν δα και το δυνατό σημείο του. Γι’ αυτόν τον λόγο, μετά την παρθενική σεζόν του (2006-07), ο Άρης άρχισε να «κουμπώνει» πάνω του διάφορους φορ και τον έστειλε λίγα μέτρα πιο πίσω, αντιλαμβανόμενος ότι ο Κόκε επιζητούσε την ελευθερία κινήσεων. Συνεπώς ο ρόλος του «ψευτοδεκαριού» ή δεύτερου επιθετικού μπροστά από δύο εργάτες του κέντρου δίχως την υποχρέωση να τρέχει πολλά χιλιόμετρα, ήταν ιδανικός γι’ αυτόν.
Τελικά, είναι ο Μορόν ο κορυφαίος ξένος σέντερ φορ;
Βάσει αριθμών, τούτο είναι αδιαμφισβήτητο. Διατηρώντας τους Έλληνες εκτός συζήτησης, μόνο ο Ζόραν Λόντσαρ θα μπορούσε να βάλει βάσιμο προβληματισμό. Ο Σέρβος ήταν εντυπωσιακός στην πρώτη διετία του (1992-94) στον Άρη με 25 γκολ σε 55 αγώνες αλλά από τις αρχές της επόμενης περιόδου (1994-95) αντιμετώπισε προβλήματα τραυματισμών με συνέπεια την απώλεια αγωνιστικής φόρμας και στην πορεία, στοιχείων του παιχνιδιού του. Έχασε την αγωνιστική σπιρτάδα και την ταχύτητα στην εκτέλεση των κινήσεων που χαρακτήριζαν το παιχνίδι του γι’ αυτό εξάλλου περιορίστηκε στα δέκα γκολ στα επόμενα 45 παιχνίδια που έπαιξε έως και το τέλος της σεζόν 1995-96. Σε στοιχεία παιχνιδιού, ο Λορέν Μορόν είναι πιο πληθωρικός με υψηλότερο επίπεδο τεχνικής κατάρτισης και περισσότερους χώρους δράσης.