Με πηγαίναν από οκτώ χρονών «στα σκαλοπάτια και στα τσιμέντα» του Καραϊσκάκη. Μετά πήγαινα με τον Ηλεκτρικό, ενίοτε και με τα πόδια. Όταν απέκτησα «ρόδα», όπως έλεγαν τότε, πάρκαρα πάντα προς τη μεριά της οδού Πειραιώς και ποδαράτο για το γήπεδο.
Εκεί, πίσω από την παλιά Θύρα 7, συναντούσα έναν θαλερό ηλικιωμένο. Πάντα με φόρμα του Ολυμπιακού. Συχνά με σορτ, πόδια στραβά αλλά «χτισμένα», να τα βλέπεις και να ντρέπεσαι για τη μαλθακότητά σου. Κάτι θύμιζε το πρόσωπό του. Όταν είδα μια φωτογραφία στο ΦΩΣ, έγινε η σύνδεση: δεν ήταν άλλος από τον Αντρέα Μουράτη!
Στο βιβλίο μου Ένας Θρύλος με πολλά πρόσωπα έγραψα: «Αν έπρεπε να επιλέξουμε ένα πρόσωπο που να συμπυκνώνει όσα συμβολίζει διαχρονικά ο Ολυμπιακός […], θα δυσκολευόμασταν. […] Έστω και αδικώντας όλους αυτούς τους θρύλους του Θρύλου, η πλειοψηφία θα κατέληγε στο πρόσωπο αυτού του αγράμματου εργάτη, του λοχία – μαχητή του ΕΛΑΣ, του υποδειγματικά τίμιου ανθρώπου, του κορυφαίου αμυντικού που έχει αναδείξει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Θα κατέληγε στον Αντρέα Μουράτη. Το δικό του “πρόσωπο” είχε και έχει ο “δικός” μας Ολυμπιακός».
Η ζωή του αληθινό παραμύθι. Κι εγώ που είχα και τα δυο σαράκια, και της Ιστορίας και του Ολυμπιακού, κάθε φορά τον ζάλιζα με ερωτήσεις. Από τη Μάχη της Ηλεκτρικής με τους Γερμανούς μέχρι τα γκολ με τα τρομερά του φάουλ.
Στην αρχή ήταν διστακτικός. Κάθε φορά όμως λυνόταν λίγο παραπάνω. Μιλούσε με ενθουσιασμό για κάθε στιγμή του στον Ολυμπιακό, σαν παιδί που γύρισε από το σχολείο και περιέγραφε τις σκανταλιές του.
Έκανε τον ντροπαλό όταν τον ρώτησα για την περίφημη σκηνή με τη Φρειδερίκη. Η «Φρίκη» είχε πάει να συγχαρεί τους διεθνείς για μια επιτυχία τους. Ο Μουράτης, ως αρχηγός, είχε απαντήσει στις κολακείες της: «Έτσι ξηγιόμαστε εμείς, κυρούλα μου», προκαλώντας εγκεφαλικό στα αυλικά τσιράκια της. «Με έβρισαν μετά, αλλά εγώ δεν της είπα τίποτα κακό»!