Αν ζούσε κι έπαιζε μπάλα κάποια άλλη εποχή, σίγουρα θα είχε πάρει μεταγραφή… Αν όχι για το εξωτερικό, σε ένα από τα μεγάλα πρωταθλήματα, σίγουρα σε έναν από τους «αιώνιους» που ήθελαν πολύ να τον αποκτήσουν. Όμως ο Πανιώνιος είπε δις «όχι» τόσο στον Ολυμπιακό, όσο και στον Παναθηναϊκό, όπου θα μπορούσε να κάνει απίθανο δίδυμο με τον Μίμη Δομάζο.
Ο λόγος για τον Στάθη Χάιτα. Τον «βιονικό», όπως τον χαρακτήριζαν, ποδοσφαιριστή, τον οποίο λάτρευε ο «Στρατηγός» του τριφυλλιού. Τον παραδεχόταν όσο κανέναν άλλον σύγχρονό του και συνδέθηκε μαζί μου με φιλία μέσα και έξω από τα γήπεδα. Οι δυο τους μάλιστα μοιραζόταν επί σειρά ετών το ίδιο δωμάτιο στις αποστολές της Εθνικής ομάδας, τη φανέλα της οποίας ο Χάιτας πρόλαβε να φορέσει 24 φορές.

Ένα πραγματικά σπουδαίο επίτευγμα αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από 50 και 60 χρόνια ήταν πολύ λιγότερα τα διεθνή ματς που έδιναν τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα αλλά και το γεγονός ότι έπαιζε στον Πανιώνιο που (με κάθε σεβασμό) αν και ομάδα με επιτυχίες, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τους «μεγάλους» του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Μια ζωή στον Πανιώνιο
Βρισκόμαστε στο 1958 και ο τότε προπονητής του Πανιωνίου, Νίκος Ζαρκάδης, «οργώνει» τα γήπεδα της Αττικής σε αναζήτηση νέων ταλέντων. Σε ένα ματς του Εθνικού Κουκακίου βρίσκει αυτό που έψαχνε. Παρακολουθεί τον 18χρονο –τότε- Χάιτα και αμέσως τον προσεγγίζει και τον πείθει να αλλάξει γειτονιά και να γίνει (ποδοσφαιρικός) κάτοικος της γειτονικής Νέας Σμύρνης.
Εκεί θα αρχίσει να παίζει στους «μικρούς» υπό τις οδηγίες του Νίκου Πεντζαρόπουλου και πολύ σύντομα γίνεται αντιληπτό ότι αυτός ο μοντέρνος για την εποχή χαφ είναι για μεγάλα πράγματα. Ήδη πριν καλά-καλά κλείσει ένα χρόνο στην ομάδα, προλαβαίνει να καταγράψει 3 συμμετοχές με τους… μεγάλους κι έκτοτε δεν κοιτά ποτέ ξανά πίσω του.

Φορώντας τα κυανέρυθρα συμμετέχει στο πρώτο πρωτάθλημα με την καθιέρωση της Α’ Εθνικής κατηγορίας την περίοδο 1959-1960 και με εξαίρεση μια σεζόν, αποχωρεί το 1977. Έχοντας περάσει ολόκληρη την καριέρα του στον λατρεμένο του Ιστορικό, εκτός από το 1975-1975, όταν και αγωνίστηκε για λογαριασμό της ΑΕΛ.
Φυσικά είναι ο ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία του συλλόγου, με 460 αγώνες πρωταθλήματος, ενώ κατέγραψε και 25 με τους «βυσσινί» της Λάρισας, συνολικά 485, ένας από τους πρώτους όλων των εποχών στη σχετική λίστα! Αν και δεν ήταν καθαρά επιθετικογενής παίκτης, το ταλέντο του ήταν τόσο μεγάλο που σημείωσε και 70 γκολ!

Το 1969 αναδείχθηκε σε ψηφοφορία καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής, ενώ την ίδια χρονιά του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου, που αποτελεί την ύψιστη διάκριση του συλλόγου.
Οι τίτλοι, η Εθνική και τα ηχηρά «όχι»
Με τον Πανιώνιο κατάφερε να κατακτήσει έναν τίτλο. Το Βαλκανικό Κύπελλο του 1971, επικρατώντας σε διπλό τελικό της Μπέσα Δυρραχίου. Οι Νεοσμυρνιώτες νίκησαν 2-1 στην Ελλάδα και ήρθαν ισόπαλοι 1-1 στην Αλβανία, αλλά δεν είχαν την ίδια τύχη και στις εγχώριες διοργανώσεις.
Έφτασαν δύο φορές μια ανάσα από το Κύπελλο Ελλάδας, αλλά ισάριθμες ηττήθηκαν στον τελικό από τους «αιώνιους». Το 1961 έχασε με 3-0 από τον Ολυμπιακό και 6 χρόνια αργότερα δεν τα κατάφεραν ούτε απέναντι στον Παναθηναϊκό, ο οποίος επικράτησε με 1-0.

Μπορεί να έχασε, πάντως από αυτούς τους δύο ισάριθμους τίτλους, αλλά ο Πανιώνιος πήρε με άλλον τρόπο μια ιδιότυπη ρεβάνς από αυτούς. Με ποιον τρόπο; Μα απαντώντας αρνητικά στις προτάσεις τους για τον Στάθη Χάιτα.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, το 1965 ο Ολυμπιακός προσέφερε περίπου 800.000 δραχμές για την απόκτησή του. Οι κυανέρυθροι αρνήθηκαν και έκαναν το ίδιο και την επόμενη χρονιά, όταν ο Παναθηναϊκός κατέθεσε την πολύ υψηλή για την εποχή πρόταση του 1,2 εκατομμυρίων δραχμών!

Έτσι ο Χάιτας δεν έκανε ποτέ το βήμα παραπάνω στην καριέρα του και δεν μπόρεσε να παίξει ποδόσφαιρο σε διεθνές επίπεδο, με εξαίρεση φυσικά την ιστορική πρόκριση του Πανιωνίου επί της Ατλέτικο Μαδρίτης το 1971-1972 και τις εμφανίσεις του με την Εθνική ομάδα. Εκεί όπου συνυπήρξε με τον «κολλητό» του, Μίμη Δομάζο κι έδειξε ένα κλάσμα των όσων θα μπορούσαν να πετύχουν αυτοί οι δύο εάν μοιράζονταν την ίδια συλλογική ποδοσφαιρική στέγη…
menshouse.gr