Σε περίοπτη θέση στην πράσινη λίστα ο Νορβηγός Γιόνσεν!
Ο 33χρονος (06/11/1991) διεθνής Νορβηγός επιθετικός Μπιόρν Γιόνσεν, βρίσκεται σύμφωνα με πληροφορίες, ψηλά στη μεταγραφική λίστα της Ομόνοιας ενόψει Ιανουαρίου.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Το γκρίζο τείχος ακόμη υψωμένο, ένας αδιόρατος φόβος στην ούτως ή άλλως βαριά ατμόσφαιρα.Τα μυστικά πολλά, τα λόγια λίγα, πάντοτε προσεκτικά και μετρημένα.
Η δραματική γερμανική ταινία «Das Leben der Anderen» εκτυλίσσεται σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι πράκτορας της Στάζι (Staatssicherheitsdienst), ονομάζεται Γκερντ Βίζλερ, είναι συστηματικός, σχολαστικός, πάντοτε αφοσιωμένος στην υπηρεσία. Δεν αρνείται ποτέ να υπηρετήσει όπου και όπως του ζητηθεί, έχει πλέριο ταλέντο στην παρακολούθηση, την καταγραφή των κινήσεων, την αποτύπωση των αναφορών του. Ο ίδιος ξέρει πολύ καλά πόσο ξεχωριστός είναι, γι’ αυτό έχει γίνει επικίνδυνα μοναχικός, αγέλαστος, αδίστακτος. Μονάχα όταν γοητεύεται από το ταλέντο του συγγραφέα Γκέοργκ Ντρέιμαν, τον καλύπτει με κάθε προσωπικό κόστος, ακόμα κι αν πρέπει να στραφεί εναντίον του ίδιου του καθεστώτος. Μένει στη σκιά, υποβιβάζει εαυτόν, επωμίζεται λάθη για τα οποία δεν επρόκειτο να τον εγκαλέσει κανένας. Διότι στο βάθος είναι η γοητεία της μεγάλης ιδέας, ο στόχος, η κατάκτηση.
Ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, επτά Πρωταθλήματα, 10 Κύπελλα, ένα Champions League. Ο Φίλιπ Λαμ τα κατέκτησε όλα, παρατηρώντας πάντοτε “τις ζωές των άλλων”.
Δεν επιδίωξε να γίνει το πρώτο όνομα στη μαρκίζα, υπηρέτησε το πλάνο όπου και όπως του ζητήθηκε, άφησε τους προβολείς να τυφλώσουν τους άλλους, έκανε τον χαμάλη, έζησε στη σκιά των πρωταγωνιστών από επιλογή, σε όλη του την καριέρα μόχθησε για να αναδείξει τους άλλους. Πάντα τους άλλους.
Γεννημένος εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (11 Νοεμβρίου του 1983), στο Μόναχο, μεγάλωσαν μαζί με την αδελφή του, τη Μέλανι, μέσα στο κουκούλι που έφτιαξε για εκείνους ένα από τα πιο γνήσια τέκνα της «Zweite Heimat», της πρώτης γενιάς μετά τον εφιάλτη του Ναζισμού, ο παππούς Χέρμαν. Στο προστατευμένο περιβάλλον του ιστορικού προαστίου του Γκερν, εκεί όπου η επιτήδευση της μορφής έγινε κανόνας και η Jugendstil ντύνει με συμβολικό τρόπο τα σπίτια και τα δημόσια κτίρια, πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο. Στη γερμανική ερμηνεία και μετεξέλιξη της Art Nouveau κλήθηκε να απαντήσει στα πρώτα του ερωτήματα, εκεί του έγινε υποσυνείδητο βίωμα η κατάργηση των αποστάσεων, η σύμπτυξη των διαφορετικών μορφών τέχνης, το εκλεπτυσμένο χάρισμα της υπομονής που οδηγεί στην ηγεσία.
Η οικογένεια τον εκπαίδευσε, από τη μήτρα της κοινωνικοποίησής μας τού μεταγγίστηκε το πνεύμα της θυσίας, η έννοια και η σημασία του αλτρουισμού. Μικρό παιδί βοηθούσε τους γείτονες σε διάφορες οικιακές δουλειές, προσέφερε εθελοντική εργασία στην κοινότητα στις εθνικές γιορτές, ένιωθε την υποχρέωση να το κάνει. Turnerschafter από νήπιο, ό,τι εγγύτερο στη δική μας προσκοπική δομή και τις φοιτητικές αδελφότητες των Αμερικανών. Ήταν οικογενειακή παράδοση, καμάρι της οικογένειας Λαμ η συμμετοχή στην Turnerschaft, το mensur (ένα είδος ξιφομαχίας σε αριστοκρατικά πρότυπα) και το ποδόσφαιρο.
Ναι, το ποδόσφαιρο ανάμεσα σε τόσο “ευγενείς” παράπλευρες ασχολίες και αθλήματα. Η FT Gern (Freie Turnerschaft München-Gern ακριβέστερα) ήταν η πρώτη του ομάδα, η ίδια στην οποία είχε αγωνιστεί και ο πατέρας του. Το παιδί ήταν γρήγορο, παρά το μικρό δέμας είχε κουράγιο, θράσος, “καρδιά”. Δεν είχε κλείσει τα 12, όταν πήγαν να τον δουν scouts και της Μπάγερν και της Μόναχο 1860.
Κοντός, πολύ λεπτός, σχεδόν καχεκτικός, αλλά απίθανα γρήγορος, εξαιρετικός και σε φάση άμυνας και σε φάση επίθεσης, με έμφυτο ταλέντο στο μαρκάρισμα. Είναι ταλέντο και δεν μαθαίνεται σε εκείνη την ηλικία η σωστή τοποθέτηση του σώματος, η πρόβλεψη της εξέλιξης της φάσης, η “διάγνωση” των τεχνικών αρετών και αδυναμιών του αντιπάλου. Ο Φίλιπ τα έκανε όλα σε χρόνο πιο γρήγορο από τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν αντιλαμβανόταν τον λόγο, απλώς του έβγαινε.
Όταν ο παππούς ρώτησε τη γνώμη του, δεν υπήρχε περίπτωση να μην επιλέξει την Μπάγερν. Όλι Καν, Τόμας Χέλμερ, Γιούργκεν Κλίνσμαν, Κρίστιαν Τσίγκε, Τσιρίακο Σφόρτσα, Μάρκους Μπάμπελ, Μεχμέτ Σολ, Κρίστιαν Νέρλινγκερ, Αλεξάντερ Τσίκλερ, Ντίτμαρ Χάμαν, Λόταρ Ματέους, Τόμας Στρουντς, Ζαν Πιέρ Παπέν, Εμίλ Κοσταντίνοφ. Στα μάτια του μικρού όλοι ήταν ήρωες, όλοι είδωλα, σαν μεγάλοι πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ. Θα είχε την ευκαιρία να εξασκήσει την αγαπημένη του ασχολία μαζί τους. Να τους παρατηρήσει, να επεξεργαστεί πληροφορίες, γιατί όχι και να τους βοηθήσει με κάποιον τρόπο. Το έκανε.
Το πρόγραμμα των ακαδημιών της Μπάγερν επιβραβεύει τα πιο άξια και εργατικά παιδιά με το φανταστικό προνόμιο των ball boys. Φόρμα με διακριτικά της ομάδας, ειδική φανέλα, περίοπτη θέση πέριξ των ορίων του γηπέδου. Δεν υπήρχε μεγαλύτερο κίνητρο για τον Λαμ από τη μοναδική ευκαιρία να περιεργάζεται τα χολιγουντιανά αστέρια σε κάθε εντός έδρας παιχνίδι. Με τον καιρό “κόλλησε” με τον Έφενμπεργκ που στο μεταξύ είχε επιστρέψει από το τουρ σε Φιορεντίνα και Γκλάντμπαχ.
Ο Στέφαν είχε τα διπλά του χρόνια, αλλά ήταν ο πιο προσιτός από τους “απλησίαστους”, ο πρώτος που ξόδευε χρόνο και δεν τσιγκουνευόταν μια συμβουλή, ένα πατρικό χάδι, μια νουθεσία. Για ένα 15χρονο παιδί η συμβουλή του Έφενμπεργκ είναι νόμος, λόγος να υπερηφανεύεσαι στο σχολείο, αιτία να φύγουν τα μυαλά από το κεφάλι. Όχι για τον Λαμ.
Αυτό το παιδί θαρρείς και ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε σεβόταν την ιεραρχία, τον προπονητή, το πλάνο, το κλαμπ. Σε όλη του την πορεία στις ομάδες νέων της Μπάγερν ήταν πάντοτε ο βασικός δεξιός μπακ. Απαρέγκλιτα. Εκεί τον ξεκίνησε ο πρώτος προπονητής, εκεί απαντούσε ότι του αρέσει να παίζει. Είναι άγνωστο εάν όντως του άρεσε, εάν ήθελε να κινείται και να κόβει προς τα μέσα, εάν υπηρετούσε τη θέση, επειδή έτσι έπρεπε και έτσι επέτασσαν οι περιστάσεις. Γεγονός είναι ότι χάρις στην αφοσίωση και τη μοναδική του προσήλωση έκανε δυο καταπληκτικές σεζόν το 2001 και το 2002 και βρέθηκε στις κορυφές των επιλογών στα εθνικά κλιμάκια. Είναι μέλος της ομάδας που χάνει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων εκείνον τον Ιούλιο του 2002 στο Όσλο. Τότε του είχε σκοτώσει το όνειρο ένας νεαρός και απίθανος Φερνάντο Τόρες, από τους επιθετικούς που συνάντησε πολλάκις στην καριέρα του μετέπειτα και είχε την ευκαιρία να “αντεκδικηθεί”. Το είχε κι αυτό ο Λαμ, δεν ήθελε ποτέ να αφήνει ανοικτούς λογαριασμούς με κανέναν. Ολοκλήρωνε πάντα κάθε κεφάλαιο, δεν έκοβε δρόμο, περίμενε υπομονετικά τη σειρά του.
Πρόλαβε και έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα σε ένα παιχνίδι εναντίον της Λανς στο Champions League, ήξερε όμως ότι πολύ δύσκολα θα έβρισκε χώρο σε εκείνη την Μπάγερν.
Του ανατέθηκε η “αποστολή” δανεισμού στη Στουτγκάρδη. Δεν πτοήθηκε, δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν θεώρησε ότι το όνειρο πάει χαμένο. Ο Μάγκατ τον είδε στις προπονήσεις και δεν δίστασε να του εμπιστευθεί άμεσα φανέλα βασικού. Με την ειδοποιό διαφορά ότι τον τοποθέτησε στο αριστερό άκρο της άμυνας.
Ένα παιδί 19 ετών, στην παρθενική του σεζόν στη Bundesliga, σε ομάδα που αγωνίζεται στους ομίλους του Champions League, με ανάποδο πόδι σε μια θέση όπου δεν είχε αγωνιστεί ποτέ. Ανταπεξήλθε με εξοργιστική ευκολία. Για την ακρίβεια, επαναπροσδιόρισε τη θέση.
Η “ερμηνεία” Λαμ για τον αριστερό μπακ είναι χειρουργικής προσέγγισης, μια εποποιΐα εκμετάλλευσης του halbraum, πριν καν γίνει της μόδας ο όρος. Η απόλυτη αρμονία πειθαρχίας και ταχύτητας, ένας ιδιότυπος συνδυασμός αίσθησης του χώρου και υψηλής τεχνικής στην υπηρεσία της ομάδας. Ναι, θεωρητικά δεν γίνεται, όμως ο Λαμ βρήκε αυτήν την πολύ λεπτή γραμμή ισορροπίας, αυτό το μαγικό όριο που του εξηγούσε σαν παραμύθι κάποτε ο παππούς Χανς στο Γκερν.
Ο Μάγκατ δεν τον έβγαζε σχεδόν ποτέ, έγραψε 38 συμμετοχές, ανάγκασε τον Ρούντι Φέλερ να τον καλέσει, πριν καν έρθει η ώρα του, στη “μεγάλη” Εθνική.
Η Γερμανία του 2002 δεν είχε απολύτως καμία σχέση με το ποδοσφαιρικά συντεταγμένο δημιούργημα που είδαμε αργότερα. Ήταν μια ομάδα σε αναζήτηση ταυτότητας, με τεράστια έλλειψη ταλαντούχων αυτόχθονων ποδοσφαιριστών και δομικά προβλήματα φιλοσοφίας. Ο Λαμ κατόρθωσε να ενσωματωθεί και στο συγκεκριμένο πλαίσιο πολύ σύντομα. Παρατήρησε και εκεί τις αδυναμίες, διέγνωσε τις θεραπείες εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου και νομοτελειακά βρέθηκε βασικός στο ευλογημένο Euro του 2004. Για όλους ήταν μια από τις χειρότερες ομάδες της Γερμανίας σε μεγάλη διοργάνωση. Μια ομάδα φτωχή, με σταρ τον Λούκας Ποντόλσκι και τον Κέβιν Κουράνι και τους παλιούς Καν και Μπάλακ να μοιάζουν κουρασμένοι και χορτάτοι.
Οι προσεκτικοί παρατηρητές όμως δεν παίρνουν τα μάτια τους από δύο άγνωστους Γερμανούς: ο ένας ήταν ο Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ και ο άλλος ο Φίλιπ Λαμ.
Οι δυο τους έζησαν τον ευτελή αποκλεισμό, έλαβαν γνώση και της σκοτεινής πλευράς του νομίσματος, πριν η «Nationalmannschaft» μας τυφλώσει με το συντεταγμένο της φως. Η αποτυχία της Πορτογαλίας ήταν η σημαντικότερη εμπειρία στην καριέρα του Λαμ, το αμόνι στο οποίο σφυρηλατήθηκε η θέληση και η σοφία για τα μελλούμενα.
Ο σοβαρός τραυματισμός στο μετατάρσιο ήταν το πρώτο πραγματικό σοκ της καριέρας του, η πρώτη φορά που τέθηκε εν αμφιβόλω η σιωπηρή κυριαρχία του. Αποχώρησε με συνοπτικές διαδικασίες από το Σβάμπεν, ταξίδεψε στο Κολοράντο για να κάνει εκεί την επέμβαση, αγνόησε τα κελεύσματα για το φιλικό και πιο “οικογενειακό” Βερολίνο. Το ζητούμενο δεν ήταν η ψυχολογία, εκείνη την στιγμή έπρεπε να επιλεγεί το κατάλληλο ιατρικό προσωπικό και περιβάλλον για την επέμβαση. Επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ, έδωσε όλο του το είναι στην αποκατάσταση στο αθλητικό κέντρο της Μπάγερν. Πίεζε τον εαυτό του στο όριο, διέψευδε κάθε μέρα τις “Κασσάνδρες” σχετικά με την ανεπανόρθωτη ζημιά και τη μελλοντική του φυσική κατάσταση.
Σε πέντε μήνες είχε επιτρέψει. Απίθανος χρόνος για το πρόβλημα που αντιμετώπισε. Με το ξεκίνημα του Πρωταθλήματος ήταν εκεί, στήθηκε μπροστά στην κάμερα και με το σοβαρό ύφος που τον διακρίνει είπε ότι οι τραυματισμοί πληθαίνουν μονάχα όταν τους φοβάσαι. Δεν πρόσθεσε τίποτε άλλο. Γύρισε απλώς το κεφάλι, έψαξε τον Μάγκατ, ο οποίος στο μεταξύ είχε μετακομίσει στο Μόναχο, και, όταν τα βλέμματα συναντήθηκαν, έγνεψε απλώς το πιο εκκωφαντικό άλαλο «εντάξει» της καριέρας του.
«Ατσάλινο χαρακτήρα» τον λόγιζε πάντα ο Μάγκατ. Ακέραιο, καθαρό και άφοβο. Ο Λαμ ήταν ο πρώτος ανθεκτικός εύθραυστος ποδοσφαιριστής, ο μοναδικός που έμπαινε στο χειρουργείο, υφίστατο το νυστέρι και έγνεφε «πάμε παρακάτω» και «εντάξει».
Ήταν πολύ κοντινός ο τραυματισμός στον τένοντα του αγκώνα. Πάλι επέμβαση, ξανά εξειδικευμένος ιατρός-χειρουργός, ίδιο μοτίβο αντιμετώπισης από τον Λαμ.
Οι ειδικοί “Τεύτονες” επέμεναν ότι η ευπάθειά του δεν θα του επιτρέψει ποτέ μια κανονική καριέρα. Η αδύναμη σωματική διάπλαση, οι συνεχείς ασύνδετες μεταξύ τους ατυχίες οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι κάποια στιγμή ο Λαμ θα πέσει σε αυτήν τη μεγάλη μαύρη τρύπα όπου πέφτουν οι ποδοσφαιριστές και δεν θα ξαναβγεί ποτέ. Από δυνάμει Πρωταθλητής ανώνυμος βοηθητικός, ούτε καν παίκτης rotation. Ο Λαμ δεν χρειάστηκε να σηκωθεί, δεν είχε πέσει ποτέ. Δεν θα άφηνε τον εαυτό του να πέσει ποτέ.
Επέστρεφε πάντα σε χρόνο ρεκόρ, στο Παγκόσμιο του 2006 θεωρούσε αδιανόητο να λείπει. Το ίδιο και ο Κλίνσμαν. Την πορεία προς το “Άγιο Δισκοπότηρο” την σταμάτησε εκείνη η τρελή Ιταλία του Λίπι, ένα πληγωμένο θηρίο που πάλευε με τους δαίμονες του «calciopolis» και της τιμής των «Azzurri». Μετά τον αποκλεισμό στον ημιτελικό, ο Λαμ παρατήρησε πρόσωπα περίλυπα, διαλυμένα. Η πλειοψηφία δεν είχε ζήσει το 2004, δεν ήξερε τι σημαίνει πραγματική αποτυχία. Εκεί διάλεξε να γίνει ο συναισθηματικός ηγέτης αυτής της ομάδας, εκεί ανέβηκε το τελευταίο σκαλοπάτι. Μετά, ήταν θέμα χρόνου να κατακτήσει όσα στερήθηκε. «Το πιο απογοητευτικό ματς της καριέρας μου», είπε για εκείνον τον ημιτελικό με τους Ιταλούς που κρίθηκε στην παράταση. Αυτό ένιωθε η ομάδα, αυτό ένιωθε η Γερμανία ολόκληρη. Έπρεπε να βρεθεί ένας ηγέτης να εκφράσει με λόγια το συναίσθημα όλων των υπολοίπων.
Από εκείνη τη δήλωση κι έπειτα, ξεπέρασε τον ρόλο του μπακ. Καθοδηγούσε τους χαφ, ξεκινούσε το build up, άλλαζε ρυθμό, έδινε το σύνθημα για να παίρνει μέτρα η ομάδα, αποφάσιζε πότε έπρεπε να δοθεί πλάτος, πότε χρειαζόταν η ατομική ενέργεια. Με αυτή τη διαβολεμένη ακρίβεια και εκείνο το τρομερό αίσθημα χρονισμού και ευθύνης ταυτόχρονα. Το έκανε μαεστρικά, σταματούσε φερειπείν λίγα εκατοστά από τη γραμμή, έδινε τον χρόνο στους συμπαίκτες του να καλύψουν τους εσωτερικούς χώρους, να κερδίσουν τη σωστή θέση στη μεσαία γραμμή για την κόντρα επίθεση. Όταν ανακτούσε την μπάλα, μετατρεπόταν σε ψηλό εξτρέμ, σε άτυπο πλάγιο επιθετικό που διάβαζε τους χώρους και με ακρίβεια υπολογιστή γνώριζε ποιος βρισκόταν πού και πότε.
Μόνον ένας είχε αυτό το ταλέντο, ο Κρόιφ. Με τη διαφορά ότι ο Ολλανδός καλλιτέχνης το είχε στον υπερθετικό βαθμό, στα δικά του επίπεδα ποδοσφαιρικής ευφυΐας που δεν μπορεί να αγγίξει κανένας άλλος. Τον θαύμαζε απεριόριστα τον Κρόιφ ο Φίλιπ. Όταν από πολύ νωρίς έμαθε ποδόσφαιρο και έπαψε να παίζει μπάλα, κατάλαβε ότι ο Κρόιφ δεν δημιουργούσε απλώς την παράσταση. Ήταν ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος κι ο πρωταγωνιστής μαζί. «Εγώ κατόρθωσα κι έγινα ηχολήπτης», λέει γελώντας ο Λαμ. Αυτό που πραγματικά ζήλευε στον Κρόιφ και σε όλους τους κορυφαίους του σπορ ήταν ότι αγνοούσαν τον αντίπαλο, δεν τους ενδιέφερε να τον ελέγξουν. Εκείνο που είχε σημασία ήταν η μπάλα και οι χώροι. Αυτή είναι η ουσία του παιχνιδιού. Και η πεμπτουσία του είναι η ικανότητα και το ταλέντο να μοιράζεται αυτή η γνώση και στους συμπαίκτες, κάνοντάς τους αυτομάτως καλύτερους.
Όσο φειδωλός κι αν είναι ο Λαμ, είναι ο ποδοσφαιριστής που σηματοδότησε την επανάσταση σε έναν ρόλο που μέχρι πρότινος εθεωρείτο παρακατιανός, ασήμαντος στο ποδόσφαιρο.
Οι κορυφαίοι ακραίοι μπακ μέχρι τότε ήταν “μόνο” ταχείς, ντριμπλέρ, υπηρέτες του overlap και του σουτ ή της σέντρας. Με τον Λαμ αναδείχθηκαν οι εσωτερικοί διάδρομοι, οι πρόσθετες επιλογές, η δημιουργία του παιχνιδιού στο άκρο και κατά μήκος του γηπέδου. Ο ακραίος μπακ δεν ήταν είτε επιθετικογενής είτε αμυντικογενής. Έγινε και τα δύο. Τη μια στιγμή μπορούσε να λερωθεί με ένα σκληρό τάκλινγκ και την άλλη να αλλάζει την μπάλα με το εξωτερικό στα τρία τέταρτα με το δεκάρι. Ένας ελιγμός του μπακ άλλαζε τη διάταξη, μετατόπιζε την άμυνα, ανέβαζε μέτρα την ομάδα.
Το μυστικό ήταν στη συνεχή κίνηση, στις αστείρευτες δυνάμεις σε αυτό το “σισσυφικό” μπρος-πίσω ανά τακτά διαστήματα του παιχνιδιού. Ανάμεσα σε δεκάδες σταρ, κόντρα σε μια δύσκαμπτη ποδοσφαιρική φιλοσοφία που εδράζετο στην παράδοση της Γερμανίας των «Πάντσερ», σε απόλυτη σύγκρουση με το στερεότυπο του ψηλού, δυνατού και ανίκητου Γερμανού ποδοσφαιριστή, ο Φίλιπ Λαμ των 170 εκατοστών έγινε ο απόλυτος εκφραστής του νέου ποδοσφαιρικού μοντέλου. Τευτονικός πραγματισμός με ιταλική φινέτσα. Πρωσική πειθαρχία με συμπυκνωμένη ελευθερία.
Η ευφυΐα αυτού του μοντέλου έφερε τη γενιά της λύτρωσης για το γερμανικό ποδόσφαιρο, το οποίο μπορεί να μην είχε πια Κάιζερ, Ρουμενίγκε και Ματέους, διέθετε όμως την πλουραλιστική αυτοδιάθεση του Λαμ.
Προσπαθήστε να προσωποποιήσετε τη Γερμανία του Λεβ. Όπως πολύ εύκολα το κάνουμε για την Μπάγερν του Ριμπερί και του Ρόμπεν ή του Μέλερ και του Λεβαντόφσκι. Δεν είναι προσωποποιήσιμη εκείνη η ομάδα, γιατί ο πρωταγωνιστής της ήταν ο πιο σιωπηλός απ’ όλους. Ανέκαθεν υπήρχαν οι ηγέτες κατ’ όνομα και οι ηγέτες κατ’ ουσίαν. Ο Λαμ παρέμενε ηγέτης, παρότι στην σκιά, παρότι αναδείκνυε τους άλλους.
Προσπάθησαν να τον καλουπώσουν και ο Κλίνσι και ο Φαν Χάαλ στην Μπάγερν. Μαζί τους είχε τις πιο δυνατές ρήξεις, πιθανόν διότι αμφότεροι υπηρέτησαν το δόγμα του προπονητή-ηγέτη. Τους σεβόταν όμως απεριόριστα, πολύ περισσότερο σε σχέση με τον Φέλερ και τον Χίτζφελντ.
Τα χτυπήματα στην καριέρα του πάμπολλα, χαρακτηριστικότερο όλων το δίμηνο που έχασε τα πάντα. Champions League και Μουντιάλ σε απόσταση δύο μηνών. Ο μεταβολισμός του πέταξε τα τοξικά χαρακτηριστικά από εκείνες τις ήττες μέσα σε ένα καλοκαίρι. Εμφανίστηκε στην έναρξη της επόμενης σεζόν απευθείας με το acceptance, έχοντας τρέξει σε χρόνο μηδέν όλα τα υπόλοιπα στάδια της κλίμακας Kubler. Έχασε εκείνον τον Τελικό του Champions League εξαιτίας της πιο σπουδαίας βραδιάς στην καριέρα του Ντιέγκο Μιλίτο και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο λόγω της απαράμιλλης κλάσης του Αντρές Ινιέστα. Ο Λαμ είναι απ’ αυτούς που αντιλαμβάνονται ότι στη ζωή πάντα, κάπου, κάποτε, υπάρχει κάποιος καλύτερος, πιο έτοιμος, πιο κατάλληλος. Όλα είναι ζήτημα χρονισμού.
Δεν είναι μποέμ φιλοσοφία, είναι στάση ζωής και αυθεντική ηγετική ικανότητα και διορατικότητα. Ο Λεβ δεν του εμπιστεύτηκε τυχαία το περιβραχιόνιο, Μπάλακ παρόντος σημειωτέον. Δεν είχε κλείσει τα 25 του χρόνια και ήταν αρχηγός της ομάδας του Μπεκενμπάουερ. Και ταυτόχρονα ο βασικός άξονας που ένα μέρος της κληρονομιάς των ιερών τεράτων πέρασε για πάντα στην ιστορία και έπαψε να κυνηγά σαν Ερινύα τις επόμενες γενιές.
Η Γερμανία του Λαμ ήταν η πιο καινοτόμος ποδοσφαιρική πρόταση, το ποδόσφαιρο που ερχόταν, αυτό που θαυμάσαμε στον Κλοπ, τον Τούχελ, όλους τους Γερμανούς νεωτεριστές. Κυριαρχία στους χώρους, τεχνική σκοπιμότητα, “αγγλικός” ρυθμός, “ισπανική” κατοχή, συνδυασμένα με το τέλειο εγχειρίδιο του gegenpressing. Μια αριστουργηματική σύνθεση φιλοσοφιών, πασπαλισμένη με γερμανικό dna και βάρος φανέλας. Ναι, μην λησμονούμε ότι έχουμε να κάνουμε με τη «Nationalmannschaft», τη μοναδική ομάδα που μάθαμε ότι και δεν σταματάει και δεν τα παρατάει ποτέ.
Ο Λαμ σχετικά με το “καταστροφικό” 2010 αφηγείται ότι ήταν η πιο ευτυχισμένη χρονιά της ζωής του. Παντρεύτηκε την Κλάουντια Σάτενμπεργκ, παγιώθηκε στις συνειδήσεις όλων ως ο απαραίτητος συνδετικός κρίκος των πολλαπλών γραμμών της Εθνικής και της Μπάγερν, αποκάλυψε για πρώτη φορά τον θεμελιώδη ρόλο του στο εσωτερικό των ομάδων του. Καθοδηγεί τους συμπαίκτες του εκλεπτυσμένα, δίχως αναγκαστικότητα και εξωγενείς επιρροές. Επιβάλλεται με το παιχνίδι, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Incognito, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς. Έτσι ήρθε και στην Ελλάδα για τον μήνα του μέλιτος μετά τον γάμο στο Ρέγκενσμπουργκ. Ανενόχλητος, με αυτή την αύρα του απρόσιτου και του ζεν στοιχείου που τον κάνει γοητευτικά αόρατο.
Ο αόρατος πυρήνας του μίτου της Μπάγερν, ενός θωρηκτού στην οικοδόμησή του. Ριμπερί, Ρόμπεν, Σβαϊνστάιγκερ, Λαμ. Αυτή ήταν η τετράδα, αυτοί ήταν ο λόγος της επικυριαρχίας. Όλο το σμίλεμα ήρθε μέσα από ήττες: το κάζο από την Τσέλσι στον Τελικό του 2012, ο αποκλεισμός ξανά από την Ιταλία στο Euro του 2012 (στον μοναδικό χρονισμό της καριέρας του Μάριο Μπαλοτέλι), το φλερτ με τον χαρακτηρισμό του «loser».
Ο Λαμ και πάλι χαμογελάει και θυμάται ότι και το 2012 ήταν μια υπέροχη χρονιά, διότι γεννήθηκε ο γιος του ο Γιούλιαν. Λίγες ημέρες μετά το Euro, απολύεται και ο Αθλητικός Διευθυντής, Κρίστιαν Νέρλινγκερ, από την Μπάγερν και αναζητείται διάδοχη κατάσταση. Ο Λαμ επιλέγει τον Ζάμερ και τα πιο δύσκολα αποδυτήρια της Γερμανίας συμφωνούν μαζί του. Ομόφωνα. Από εκείνο το σημείο ξεκίνησε η επιθετική πολιτική της Μπάγερν στις μεταγραφές, με στόχο να αποδυναμώνονται οι άμεσοι ανταγωνιστές και να ενισχύεται η ομάδα αποκλειστικά στις θέσεις που το έχει ανάγκη. «Πλάνο» η αγαπημένη λέξη του Λαμ.
Στο τέλος της σεζόν, η “ομονοούσα” Μπάγερν γράφει 80 γκολ ενεργητικό και μόνο 18 παθητικό. Κυρίως ζει τη δική της δοξασμένη νύχτα στο Champions League. Απέναντι στην αχαλίνωτη Ντόρτμουντ του Κλοπ η ραψωδία του Ρόμπεν φέρνει το πολυπόθητο τρόπαιο στο Μόναχο. “Bayern’s way”, “με τον τρόπο της Μπάγερν”.
Η κατάκτηση θολώνει την κρίση των ιθυνόντων της ομάδας, ζητούμενο παύει να είναι η φιλοσοφία και το κεντρικό πλάνο και αναζητείται η αλλαγή ταυτότητας. Ο ερχομός του Γκουαρντιόλα τότε φάνταζε ένα καταπληκτικό πέρασμα στο επόμενο επίπεδο, αποδείχτηκε μια επικίνδυνη μείξη ποδοσφαιρικών τεχνασμάτων, ακατάλληλων για την Μπάγερν.
Ο Λαμ μεταλλάχθηκε, από δημιουργός και κατασκευαστής έγινε μη καταστροφέας. Ο Πεπ τον μεταθέτει στη μεσαία γραμμή, πολλές φορές σε διάταξη των “πέντε”, με ατέλειωτο traffic και αποκλειστικό στόχο την κατοχή. Σωματικά ο Λαμ αδυνατεί να υπηρετήσει αυτό το πλάνο, τακτικά ωστόσο παραμένει το εξυπνότερο γρανάζι στη μηχανή. Μέσα από τη θυσία του αναδεικνύεται ο Αλάμπα, προκύπτουν ανάγκες κάλυψης θέσεων, ακόμα και του σέντερ χαφ, θέσης που είχε πάψει να υπάρχει από τα βάθη της δεκαετίας του ’70. Ο Λαμ ανταπεξέρχεται, αλλά η ομάδα δεν αφομοιώνει ποτέ τους νεοπλαστικισμούς του Πεπ. Κάποιες φορές το μέγεθος της ομάδας συντρίβει ακόμα και το μεγαλύτερο όνομα προπονητή. Το έπαθε ο Μου στη Ρεάλ, το έπαθε και ο Πεπ στην Μπάγερν.
Η μοίρα θέλησε στις γκρίζες ημέρες του στον σύλλογο να ζήσει την ύψιστη διάκριση με την Εθνική. Στις 13 Ιουλίου του 2014 ύψωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο στον ουρανό του Ρίο Ντε Τζανέιρο. Πρώτος.
Πέντε μόλις ημέρες μετά το μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας του, ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από την «Nationalmannschaft». Ήταν μόνο 31, αλλά ήξερε ότι το κορμί του δεν είναι ούτε πρόκειται να επανέλθει στο 100% ποτέ ξανά. Είναι τόσο εγωιστής, ώστε θέλει να δίνει πάντοτε το μάξιμουμ, αρνείται να “συντηρεί” δυνάμεις, να παίζει κάτω από το επίπεδό του. Είναι μια διαυγής και ανταγωνιστική νοοτροπία, η οποία του επέτρεψε να παραμένει για πολλά χρόνια στην κορυφή, αλλά κόστισε χρόνια καριέρας.
Το γεγονός ότι έπαιζε πάντοτε στα κόκκινα και σπανίως γινόταν αλλαγή καταπόνησε τον οργανισμό του και, συνυπολογιζόμενων των τραυματισμών, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο πως θα αναγκαστεί να δώσει forfait. Κι αυτό, από τα χρόνια της ξιφασκίας στην Turnerschaft, είχε διδαχθεί πως ήταν ανεπίτρεπτο.
Συμπλήρωσε 617 αγώνες, σε όλους έκανε τον καρατερίστα κι ας ήξερε ότι είναι πρωταγωνιστής. Το χειροκρότημα και τα φανταχτερά βραβεία είναι για άλλους, πιο ματαιόδοξους, λιγότερο ευγενείς ποδοσφαιρικά. Ο Λαμ ήταν από εκείνους που το ποδόσφαιρο το λάτρεψαν, πήραν και έδωσαν πολλά και ήξερε πότε είναι το τέλος. Κυρίως γιατί θα το αποφάσιζε εκείνος, χωρίς να χρειαστεί να του το μηνύσουν οι άλλοι. Οι αρχηγοί είναι παρόντες και στην αρχή και στη μέση και στο τέλος της σεζόν. Ποτέ δεν αυτομολούν, ποτέ δεν εγγυώνται δίχως την πεποίθηση ότι μπορούν να ηγηθούν. Είναι μέγιστη αρετή η αυτογνωσία.
Αποσύρθηκε αθόρυβα για το μέγεθός του το 2017, σε ηλικία 34 ετών. Είχε έρθει στη ζωή και το δεύτερό του παιδί, η κόρη του, θαρρείς σαν αντιστάθμισμα σε ακόμα μια δύσκολη καμπή της ζωής του. Ο καλύτερος και πιο συμβολικός παίκτης της Μπάγερν επί δύο δεκαετίες υποκλίθηκε, χαιρέτησε και χάθηκε στα παρασκήνια. Το αντιλήφθηκαν όλοι στο πρώτο παιχνίδι της Μπάγερν της επόμενης σεζόν. Μέσα στις τέσσερεις γραμμές μια ανεπαίσθητη αλλά ξεκάθαρη αίσθηση κενού. Οι άλλοι κινούνταν όπως πάντα, συντεταγμένα, πειθαρχημένα, με το πλούσιο ταλέντο τους ανά διαστήματα να ξεχειλίζει.
Έλειπε εκείνος που παρατηρούσε, κατέγραφε και δρούσε προκειμένου να συμβούν όλα.