ΠΡΟΕΛΑΥΝΕΙ η Πάφος, ανέβηκε τρίτη η Ομόνοια, ΙΣΤΟΡΙΚΗ νίκη για Ομόνοια 29Μ
Με τρία ματς άνοιξε η αυλαία της 11ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος.
Ακολουθήστε μας στο Google news
Η μαγεία ενός πόστερ ξεπερνά τον φραγμό της πραγματικότητας, δημιουργεί μια αδιόρατη γραμμή με τον κόσμο των ονείρων και το άπειρο.
Η ταινία που προβάλλει το παιδί, κοιτώντας τη γιγαντοαφίσα του ειδώλου του, είναι η πιο αγνή, η πιο ρεαλιστικά σουρεαλιστική εξέλιξη του εαυτού του.
Αρκεί ένα βλέμμα για να ξεκινήσει ένα ταξίδι που είναι μια βαθύτατα προσωπική στιγμή, η οποία συνήθως μένει ανομολόγητη ακόμα και στους πιο οικείους.
Ο μουσικός, ο ηθοποιός, ο καλλιτέχνης. Αυτές είναι συνήθως οι αφίσες στα εφηβικά δωμάτια, μεγάλες στιγμές ειδώλων που επιτρέπουν τη φαντασιακή θέσμιση κατά Καστοριάδη, την προβολή ενός μέλλοντος που προσομοιάζει με παραμύθι.
Καλλιτέχνες είναι και οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές, δίνουν τακτικά τις παραστάσεις του μπροστά στο κοινό, απολαμβάνουν την αξία του χειροκροτήματος από φίλους και αντιπάλους. Πάντοτε όμως συναρπάζουν τα παιδιά.
Στον τοίχο του δωματίου του μικρού Αλεσάντρο δέσποζε το μεγάλο πόστερ του Μισέλ Πλατινί. Στην αρχή απλό είδωλο, μετά παράδειγμα προς μίμηση, στο τέλος στόχος.
Ο Τζίνο, ο πατέρας του μικρού «Άλε», πάντοτε, όταν επέστρεφε από τη δουλειά του στην Enel (η ιταλική ΔΕΗ), περνούσε φευγαλέα από το δωμάτιο του γιου του και τον παρατηρούσε να κοιτάζει το πόστερ του Γάλλου αρτίστα.
Κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι αυτό είναι το πεπρωμένο του παιδιού του, φρόντισε να διαμορφώσει την αυλή του σπιτιού με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε να βοηθήσει το παιδί να βελτιώνει συνεχώς τις αδυναμίες που εντόπιζαν οι προπονητές στις αλάνες.
Μια φορά μάλιστα είχε ανάψει και τα φώτα του αυτοκινήτου για να παίξει το παιδί, πάντοτε χωρίς “ανταποδοτικότητα”. Από τη διακριτική παρουσία της οικογένειας ξεκίνησε το ταξίδι του Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο στο ποδόσφαιρο. Από την αντίληψη του πατέρα του πως το παιδί έχει όλα τα φόντα «να γίνει Πλατινί».
Η οικογένεια ήταν ο οδηγός για να μεγαλώσει ο Αλεσάντρο με τις σωστές αξίες, αυτό το περιβάλλον τού εξασφάλισε μια ομαλότητα και τις δυνατότητες να κυνηγήσει το όνειρό του.
Ο μικρός Άλεξ ανταπέδωσε με το πτυχίο λογιστικής που κρέμασε δίπλα σε εκείνη την αφίσα το μίνιμουμ, όπως λέει σήμερα, για τις δεκάδες σκανδαλιές της νιότης του.
Δεν ήταν μια νιότη που ξεπέρασε τα εσκαμμένα. Δυο-τρεις ζημιές στο σπίτι, μια-δυο ερωτικές απογοητεύσεις, τα σκισμένα γόνατα στο ορατόριο Saccon στο Σαν Βεντεμιάνο, τη γειτονιά που μεγάλωσε και πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο.
Όταν ο μικρός “προσγειώθηκε” στην Πάντοβα στα 16 του, μπορεί να ήταν μικρός το δέμας, αλλά ήταν ήδη πολύ καλά ψημένος, γι’ αυτό έπεσε στον λάκκο των λεόντων της Serie B σχεδόν αμέσως.
Αν δεν ήταν (τόσο) καλός, δεν θα έπαιζε ποτέ. Αν δεν ήταν (τόσο) καλός, δεν θα είχε γίνει ποτέ εκείνο το τηλεφώνημα στον Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι για να πάει στην Πάντοβα να τον δει.
Λίγους μήνες μετά το αγόρι μετακόμιζε στο Τορίνο και η Πάντοβα είχε βάλει στο ταμείο της 5 δισεκατ. λιρέτες. Το αγόρι έπρεπε να γίνει άντρας.
Πρωτόφτασε ψαρωμένος στο Τορίνο και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κόψει τα μακριά μαλλιά, «όπως πρότεινε ο κύριος Τζιαμπιέρο».
Σήμερα κάτι τέτοιο σίγουρα δεν θα γινόταν, τότε ήταν κάτι σαν ένδειξη σεβασμού απέναντι στον σύλλογο και την εικόνα του. Η «Γιούβε» ήταν και είναι ένα club πάρα πολύ “δύσκολο”, διέπεται από δικές της σταθερές και δικούς της κανόνες.
Η μεταγραφή ασφαλώς δεν απασχόλησε κανέναν, παρά το γεγονός ότι δαπανήθηκαν τόσα χρήματα. Το ίντερνετ ήταν σε πολύ πρώιμο στάδιο για να ασχοληθούν τα εξειδικευμένα sites, η ιστορική εφημερίδα «Tutto Sport» προτιμούσε δικαίως να προβάλλει πιο σίγουρα χαρτιά στις σελίδες της.
Δεν ξέρω αν ήταν ευχή ή κατάρα, αλλά με τον Άλεξ στο ξεκίνημα της καριέρας του δεν είχε ασχοληθεί κανείς.
Αυτό το ταξίδι στον χρόνο και η τεράστια αλλαγή στις εποχές, όσον αφορά στην τεχνολογική κυρίως εξέλιξη, είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο για να εξηγηθεί η σημασία του «Άλε». Δεν άλλαξε πολύ το ποδόσφαιρο, αλλάξαμε εμείς, οι προτεραιότητές μας, το περιβάλλον και οι “ευκολίες” στη ζωή μας.
Σήμερα όλα γίνονται γρήγορα, όλα γεννιούνται γρήγορα, όλα ξεχνιούνται γρήγορα. Υπάρχουν παιδιά που δεν ήξεραν το ποδόσφαιρο πριν από εκείνον, υπάρχουν παιδιά που μεγάλωσαν με εκείνον, άλλα που τον γνώρισαν απλώς μέσα από βίντεο στο ίντερνετ και διηγήσεις των μεγαλυτέρων.
Πατεράδες που σηκώθηκαν από την καρέκλα να χειροκροτήσουν, παππούδες που τον θεώρησαν εμβληματική φιγούρα για ένα ποδόσφαιρο που σιγόσβηνε και δεν υπάρχει πια.
Σε όλους άφησε εκείνο το αίσθημα του κενού, όταν σταμάτησε, συνειδητοποίησαν ότι ο χρόνος είναι αμείλικτος ακόμα και μ’ εκείνους που πρεσβεύουν ένα τεχνικό ποδόσφαιρο συναισθημάτων και πάθους.
Η διαδρομή του «Άλε» συναρπάζει ακριβώς γι’ αυτό. Επειδή το κοινό ξέρει να εκτιμά την τέχνη, μα πάνω απ’ όλα αναγνωρίζει εκείνους που πέφτουν και κατορθώνουν να ξανασηκωθούν. Ειδικά όταν οι πτώσεις είναι αναπάντεχες, ξαφνικές και πολύ επίπονες.
Ταξίδεψε πολύ ο Ντελ Πιέρο για να φτάσει στον προορισμό του. Από τις πρώτες του στιγμές στη «Γιούβε» κατάλαβε ότι ο Τραπατόνι εκτιμά τους εργατικούς μπαλαδόρους.
Ο «Τραπ» με κάθε ευκαιρία τον επιβράβευε, του έδινε χρόνο συμμετοχής, γιατί διαπίστωνε συνέχεια ότι δεν τον χωρούσε πια η ομάδα Νέων, η «primavera», όπως την αποκαλούν οι Ιταλοί.
Ανταπέδωσε ο «Άλε». Τη δεύτερη φορά που τον εμπιστεύτηκε ο Τραπατόνι ήρθε και το πρώτο χατ τρικ της καριέρας του, σε ένα αδιάφορο παιχνίδι με την Πάρμα τον Μάρτιο του ’94.
Κανείς δεν είχε δώσει (πάλι) σημασία, η σεζόν της «Γιούβε» ήταν κακή και η ανάγκη για αλλαγές επιτακτική.
Η οικογένεια Ανιέλι είδε στο πρόσωπο του Μαρσέλο Λίπι τον κατάλληλο άνθρωπο για να αναλάβει την ανοικοδόμηση.
Ο “Πολ Νιούμαν” από το Βιαρέτζιο αποφασίζει ότι η Γιουβέντους πρέπει να πορευθεί με συγκεκριμένο αγωνιστικό πλάνο: τριάδα στην επίθεση και έμφαση στη δημιουργία.
Οι βασικές επιλογές μπροστά ήταν ο Τζιανλούκα Βιάλι, ο Φαμπρίτσιο Ραβανέλι και στη μέση εκείνος, ο Ρομπέρτο Μπάτζο.
Ο Λίπι υπέδειξε ως ρεζέρβα του «Ρόμπι» τον πιτσιρικά από την Πάντοβα και ο Ντελ Πιέρο δεν τον απογοήτευσε ποτέ, ούτε καν όταν χτύπησε ο Μπάτζο και χρειάστηκε να τον αναπληρώσει για ένα τρίμηνο σερί.
Λίγο πριν κλείσει τα 20 του χρόνια, ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο βρέθηκε με το νούμερο «10» στην πλάτη, εκείνο που κοίταζε αποσβολωμένος στην αφίσα του δωματίου του και φορούσε ο Πλατινί.
Είναι καταπληκτικό, αλλά μια βδομάδα μετά τον τραυματισμό του Μπάτζο που είχε βυθίσει τον σύλλογο στην εσωστρέφεια και γεννούσε συζητήσεις για «ακόμα μια χαμένη σεζόν», ο Ντελ Πιέρο πέτυχε το γκολ της ζωής του.
Ένα καταπληκτικό μυτάκι με τη μπάλα να μην αγγίζει το έδαφος μετά από ένα “τυφλό” γέμισμα του ξεχασμένου Ορλάντο από το κέντρο του γηπέδου. Ένα γκολ ποίημα, ένα γκολ που επισφράγισε τη μεγάλη αντεπίθεση της «Γιούβε» και την πορεία της προς το πολυπόθητο scudetto.
Αυτό το γκολ είδε ο μεγάλος Τζιάνι Ανιέλι και παρομοίωσε τον βενιαμίν της ομάδας με τον Πιντουρίκιο, τον πιο αφηγηματικό και ευχάριστο ζωγράφο της Αναγέννησης, έναν καλλιτέχνη που συνδύαζε με εξαιρετικό τρόπο την ουσία με τη λεπτή διακοσμητική καλαισθησία.
Χωρίς αυτό το γκολ, ο Λίπι και ο Μότζι δεν θα είχαν μπει ποτέ στη διαδικασία να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο καλλιτέχνες. Για να βρει χώρο ο «Πιντουρίκιο» (Άλεξ Ντελ Πιέρο), έπρεπε να πουληθεί ο «Ραφαέλο» (Ρομπέρτο Μπάτζο).
Όταν ο 20χρονος «Άλε» ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε με τεράστιο τακτ: «Ομολογώ ότι δεν γνώριζα την ύπαρξη αυτού του μεγάλου ζωγράφου, αντίθετα τον Ραφαέλο τον γνωρίζουμε όλοι. Πιστεύω ότι ο Avvocato με παρομοίασε μαζί του για να καταδείξει μια μετεξέλιξη».
Άφωνοι οι ρεπόρτερ, ενώ ο Ανιέλι, εμφανώς ικανοποιημένος, χαμογελούσε για την επιλογή του.
Η μετεξέλιξη πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας.
Η Γιουβέντους από φτωχή συγγενής έγινε διεκδικήτρια του Champions League, στο ευρωπαϊκό παλκοσένικο ο «Άλε» εισήγαγε τα «γκολ αλά Ντελ Πιέρο»: υποδοχή της μπάλας στα αριστερά, “κόψιμο” προς τα μέσα, γλυκό πλασέ με εσωτερικά φάλτσα και η μπάλα ψηλά στο πλαϊνό διχτάκι, συνήθως στη ραφή.
Το έκανε με τη Ντόρτμουντ, το έκανε με τους Ρέιντζερς, το έκανε με τη Στεάουα. Η Γιουβέντους κατακτά την Ευρώπη, ο Ντελ Πιέρο γίνεται η αφίσα στο δωμάτιο του επόμενου πιτσιρικά που ονειρεύεται.
Το γκολ του στα προημιτελικά με απευθείας εκτέλεση φάουλ εναντίον της «Βασίλισσας» Ρεάλ είναι το πρώτο μεγάλο μήνυμα στο ποδοσφαιρικό κοινό ότι ο επόμενος μεγάλος Ιταλός ποδοσφαιριστής είναι εδώ.
Στον Τελικό της Ρώμης εναντίον του Άγιαξ (παρ’ ολίγον εναντίον του Παναθηναϊκού) θα εκτελούσε το πέμπτο και τελευταίο πέναλτι της ομάδας του. Δεν χρειάστηκε, η «Γιούβε» κατέκτησε το μεγάλο κύπελλο νωρίτερα και πίσω στο Σαν Βεντεμιάνο ο Τζίνο με τη Μπρούνα αγκαλιάστηκαν το ίδιο ευτυχισμένοι, γιατί ο γιος τους μπήκε στην πολύ μικρή λίστα με τους εκλεκτούς.
Στο τέλος εκείνης της σεζόν ο Ντελ Πιέρο ντεμπουτάρει στους υποψηφίους για τη Χρυσή Μπάλα. Είναι 12ος, χαμογελά και λέει στο κόκκινο χαλί της εκδήλωσης ότι «είναι μόνο η αρχή και για αρχή δεν πήγα καθόλου άσχημα».
Συνεχίζει με φρενήρεις ρυθμούς, το γκολ του που χαρίζει το Διηπειρωτικό εναντίον της Ρίβερ Πλέιτ στο Τόκιο είναι ακόμα ένα γκολ-ποίημα και στο πλάι του έχει ακόμα καλύτερους ποδοσφαιριστές, Ζιντάν, Βιέρι, Μπόκσιτς, Αμορούζο.
Η Γιουβέντους έχει δημιουργήσει ένα αμάλγαμα αστέρων στην επίθεση και ο 22χρονος «Άλε» είναι ευτυχισμένος, γιατί ο σύλλογος τον έχει τοποθετήσει ψηλότερα απ’ όλους.
Τη “δική του” Γιουβέντους δεν μπορεί να την σταματήσει κανείς. Πρωτάθλημα το 1997, Πρωτάθλημα το 1998 και μόνο δυο λάθη.
Δυστυχώς ωστόσο, τα λάθη έγιναν σε Τελικούς του Champions League και ειδικά ο τελικός του Μονάχου είναι για τον Άλεξ η επιτομή της τριπλής απογοήτευσης.
Η ήττα από την Μπορούσια εξαιτίας μιας σειράς τυχαίων γεγονότων, η επιλογή του Λίπι να μην τον ξεκινήσει βασικό και το καταπληκτικό του γκολ με τακουνάκι, το οποίο λόγω της έκβασης του αγώνα βυθίστηκε στη λήθη και το μνημονεύουν μόνο οι εραστές του σπορ.
Στο Άμστερνταμ η ήττα από τη Ρεάλ ήταν “κρύα”, ο ίδιος ήταν το λιγότερο μέτριος, παρά το γεγονός ότι θεωρείτο ο σταρ του Τελικού και συν τοις άλλοις αποχώρησε με προίκα έναν τραυματισμό που έθετε εν αμφιβόλω ακόμα και τη συμμετοχή του στο Μουντιάλ της Γαλλίας.
Γενικότερα, η σχέση του με τη «Squadra Azzurra» υπήρξε περίεργη, σχεδόν προβληματική, θα τολμούσε να παρατηρήσει κανείς.
Στο Euro του ’96 στην Αγγλία ήταν χαμένος, βυθισμένος στον τακτικό κυκεώνα του Σάκι που έψαχνε στην Εθνική ομάδα τη Μίλαν της νιότης του.
Το ’98, εκτός από τραυματίας, έμοιαζε εκτός κλίματος, σαν μην αισθανόταν ότι η ομάδα τον περιβάλλει με τη δέουσα εμπιστοσύνη και τον προσήκοντα σεβασμό. Μπροστά του είχε (πάλι) τον Ρομπέρτο Μπάτζο, μια φιγούρα που για τον μέσο Ιταλό ποδοσφαιρόφιλο απεικόνιζε τον προστάτη της πατρίδας.
Η Ιταλία του Τσέζαρε Μαλντίνι αποκλείστηκε στα πέναλτι από τη μετέπειτα Πρωταθλήτρια κόσμου, Γαλλία, όταν ο Τζίτζι Ντι Μπιάτζο αστοχούσε στο κρίσιμο πέναλτι, ο «Άλε» κρατούσε στον πάγκο το πηγούνι του με εκείνο το βαθύτατα μελαγχολικό βλέμμα που άρεσε πάντοτε στις γυναίκες.
Πάντοτε κουβαλούσε μια μελαγχολία στο βλέμμα ο Ντελ Πιέρο, άγνωστο γιατί, μάλλον ήταν θέμα χαρακτήρα και λόγω γενικότερης θεώρησης των πραγμάτων.
Η μελαγχολία έγινε ακόμα πιο ορατή, όταν παραμονή των γενεθλίων του σε ένα παιχνίδι με την Ουντινέζε υπέστη την πρώτη ρήξη συνδέσμων στο αριστερό του γόνατο και μάλιστα σε συνδυασμό με ρήξη στον πρόσθιο χιαστό. Τραυματισμός σχεδόν καταστροφικός, στο απόγειο της καριέρας του και με ελάχιστες πιθανότητες να επιστρέψει μέσα στη σεζόν.
Η Γιουβέντους τον προστάτευσε, προγραμμάτισε την εγχείρηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, από εξειδικευμένο ορθοπεδικό που εγγυήθηκε ότι ο ποδοσφαιριστής θα επιστρέψει μετά από εννέα μήνες χωρίς ενοχλήσεις.
Ο τραυματισμός τον επηρέασε σε τεράστιο βαθμό, όταν επέστρεψε, ήταν ένας πολύ διαφορετικός Ντελ Πιέρο, λιγότερο εκρηκτικός και ατίθασος, περισσότερο ομαδικός και ουσιαστικός.
Ήταν ένας Ντελ Πιέρο με σκαμπανεσβάσματα, γεμάτος ερωτηματικά και υποθέσεις. Η σεζόν της επιστροφής ήταν το ίδιο περίεργη και εν τέλει αλλοπρόσαλλη.
Η «Γιούβε», του Αντσελότι πια, έχασε ένα Πρωτάθλημα που δεν χανόταν με τίποτα, με τον «Άλε» να σκοράρει αποκλειστικά και μόνο από την άσπρη βούλα. Οι περισσότεροι άρχισαν να ψιθυρίζουν ότι τελείωσε.
Οι ψίθυροι μετατράπηκαν σε επιχειρήματα, όταν τελείωσε το Euro του 2000 και στον Τελικό του Ρότερνταμ ήταν ο μοιραίος. Το γκολ της ισοφάρισης του Βιλτόρ στις καθυστερήσεις και η χαριστική βολή του Νταβίντ Τρεζεγκέ στην παράταση άνοιξαν μια τεράστια συζήτηση στην Ιταλία και αναζητήθηκαν -ανοικτά- ευθύνες.
Για την Ομοσπονδία (και την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι) υπεύθυνος ήταν ο προπονητής, Ντίνο Τζοφ.
Για τον κόσμο και τους απανταχού τιφόζι, υπεύθυνος ήταν ο αρχηγός της Γιουβέντους, ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο.
Έκων – άκων, ο «Άλε» πλήρωνε και το μένος του κοινού για την εύνοια της Γιουβέντους του Μότζι. Με την ασφάλεια των ετών, εκτιμώ ότι εκείνη ήταν η κρισιμότερη καμπή στην καριέρα του και, δίχως τη μνημειώδη ατάκα και πάλι του Avvocato Ανιέλι, πιθανότατα δεν θα κατόρθωνε να επιστρέψει ποτέ.
«Περιμένοντας τον Γκοντό», απάντησε ο πανούργος Ιταλός μεγιστάνας και ιδιοκτήτης της Γιουβέντους, όταν ο Ίταλο Κούτσι τον ρώτησε ανοιχτά για «το θέμα Ντελ Πιέρο». Στο ομώνυμο θεατρικό του Μπέκετ, οι πρωταγωνιστές μιλούν συνεχώς και περιμένουν τον Γκοντό, έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ και άθελά του είναι πρωταγωνιστής σε ένα θέατρο του παραλόγου.
Ο «Άλε» αντιλήφθηκε πλήρως τη σκωπτική αναφορά του Ανιέλι και αποφάσισε να παραμείνει σιωπηλός και να μην συμμετέχει στο θέατρο του παραλόγου.
Συν τοις άλλοις, τον Φεβρουάριο του 2001 ήρθε και ο πραγματικός ανθρώπινος πόνος που κάνει τα ασήμαντα να φαίνονται ευτελή. Ο θάνατος του Τζίνο τον σημάδεψε, ο πατέρας του ήταν ο άνθρωπος που τον πίστεψε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο μοναδικός που είδε ψήγματα από το όνειρό του.
Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Τζίνο, ήρθε το εξαγνιστικό γκολ στο San Nicola του Μπάρι. Το κλάμα του επανένωσε τον δεσμό με τον κόσμο της «Γιούβε», λύγισε και τον πιο απαιτητικό επικριτή που έκανε πέρα στον ανθρώπινο πόνο. Η Γιουβέντους μπορεί να ξαναέχασε το Πρωτάθλημα στο νήμα από τη Ρόμα, αλλά ήταν βέβαιο πως είχε ξαναβρεί τον ηγέτη της.
Το καλοκαίρι του 2001, όταν επέστρεψε ο Λίπι, τον έχρισε πρώτο αρχηγό. Ήταν η πρώτη κίνηση του προπονητή, με το που επέστρεψε στο μουντό Τορίνο.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσουν ιδιαιτέρως, ο Άλεξ κατάλαβε και ανταπέδωσε με μια καταπληκτική σεζόν, πιθανόν την καλύτερη της καριέρας του.
Συνέθεσε ένα μοναδικό επιθετικό δίδυμο με τον Τρεζεγκέ, σκόραρε 21 φορές, με το ένα γκολ πιο όμορφο από το άλλο, και η «Γιούβε» κατέκτησε το scudetto στο τελευταίο λεπτό χάρις στην ήττα της Ίντερ από τη Λάτσιο στο Olimpico.
Η πλήρης αποτυχία της Εθνικής στο Mουντιάλ της Άπω Ανατολής δεν τον επηρέασε ούτε κατ’ ελάχιστο, ήταν πλέον σαφές ότι η σχέση με την Eθνική ήταν συνειδητά αποστασιοποιημένη. Δεν αρνείτο ποτέ να συμμετέχει, δεν αισθανόταν όμως ποτέ ότι η ομάδα είναι “δική του”.
Το δικό του σύμπαν ήταν η Γιουβέντους και για τη Γιουβέντους ήταν το πιο λαμπρό αστέρι του δικού της σύμπαντος.
Οι τίτλοι εξακολουθούν να έρχονται, αλλά ολόκληρη η σεζόν χαρακτηρίζεται από τον χαμό του Avvocato. Στις 23 Ιανουαρίου του 2003 η καρδιά του Τζάνι Ανιέλι σταμάτησε να χτυπά, η Ιταλία, η FIAT, η «Γιούβε» έχασαν το μεγαλύτερο σημείο αναφοράς τους.
Ο «Άλε» αφιερώνει το γκολ με το τακούνι στην Πιατσέντσα στον μεγάλο Avvocato, ήταν ένα γκολ «Πιντουρίκιο», όπως δήλωσε συγκινημένος στις κάμερες.
Θα ήθελε να κάνει το ίδιο και στον Τελικό του Μάντσεστερ εναντίον της Μίλαν, αλλά οι θεοί της μπάλας επέλεξαν τον Σεβτσένκο. Αν κατακτούσε εκείνο το Champions League, θα το έπαιρνε δικαιωματικά στο σπίτι του, οι εμφανίσεις του ήταν συγκλονιστικές, η απόδοσή του, ειδικά στους ημιτελικούς με τη Ρεάλ των «Galácticos», κάτι παραπάνω από απίθανες.
Ο Ντελ Πιέρο είχε επιστρέψει, ο κόσμος είχε υπαναχωρήσει, το ποδόσφαιρο είχε επανορθώσει το λάθος του.
Μεγαλώνοντας, έγινε πιο επικοινωνιακός σε σχέση με το πολύ κλειστό παρελθόν του. Φρόντισε την εικόνα του, πάντοτε στο πλαίσιο της ευπρέπειας και της ευγένειας που τον διέκριναν παιδιόθεν.
Ήταν πιο αυθόρμητος, λιγότερο διστακτικός με τον Τύπο και τους σπόνσορες, πιο εξωστρεφής. Τον λάτρευαν οι κάμερες, γιατί έγραφε υπέροχα, τον λάτρευαν οι δημοσιογράφοι, γιατί μιλούσε αρθρώνοντας λόγο, τον λάτρευαν οι γυναίκες, διότι ήταν το απόλυτο ιδανικό μοντέλο συζύγου και Πρωταθλητή.
Ποδοσφαιρικά, είχε κάποια προβλήματα με την έλευση του Καπέλο, ξεκινούσε από τον πάγκο, δίνοντας χώρο σε Τρεζεγκέ και Ιμπραΐμοβιτς, αλλά περίμενε στωικά τη σειρά του, υπηρετώντας τον ρόλο που του είχε ανατεθεί.
Ενοχλείτο αφάνταστα, αλλά δεν το έδειξε ποτέ, σεβάστηκε το club, τους θεσμικά διανεμημένους ρόλους, τους συμπαίκτες του. Και ασφαλώς, ανά τακτά διαστήματα, κραύγαζε με τον τρόπο του ότι ήταν “εκεί”.
Αξέχαστη η ασίστ με ανάποδο ψαλίδι μέσα στο San Siro για το γκολ του Τρεζεγκέ στη νίκη επί της Μίλαν, αξέχαστο και το γκολ με απευθείας εκτέλεση φάουλ στον ίδιο ναό του ποδοσφαίρου εναντίον της “σφετερίστριας” Ίντερ.
Η «Γιούβε» φτάνει στην κατάκτηση του έβδομου Πρωταθλήματος, αλλά, πριν κοπάσουν οι πανηγυρισμοί, σκάει σαν βόμβα ο τυφώνας calciopoli.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες και με τη γείτονα να τελεί σε παροξυσμό, η αθλητική δικαιοσύνη αφαιρεί το scudetto του 2005 από την Γιουβέντους, τιμωρώντας την με έναν εξευτελιστικό υποβιβασμό και μια ποινή παντοτινή ρετσινιά στην ιστορία της.
Ο Άλεξ ξανακλείνεται στον εαυτό του και αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να “μιλήσει” με τη μοναδική φανέλα που δεν υπηρέτησε πιστά, με εκείνη της Εθνικής.
Η κατάκτηση του Μουντιάλ της Γερμανίας από την Εθνική Ιταλίας το 2006 δεν ήταν ποδοσφαιρικό επίτευγμα. Η Ιταλία σε εκείνο το τουρνουά έδειξε σε όλον τον κόσμο τη σημασία της ομάδας, την αξία του γκρουπ, την επιρροή που έχει στις ζωές των ανθρώπων το κίνητρο.
Ο Ντελ Πιέρο στον ημιτελικό με την Γερμανία σκοράρει με τον δικό του τρόπο ένα γκολ συνώνυμο της μεσογειακής ψυχοσύνθεσης. Πανηγυρίζει πιο έξαλλα από ποτέ, αγκαλιάζει κι αγκαλιάζεται από ολόκληρη την Ιταλία, παρά το γεγονός ότι πίσω στην πατρίδα είναι χαμένος.
«Μου συμβαίνει συχνά στη ζωή μου να πρέπει να απομονωθώ, προκειμένου να αξιολογήσω καταστάσεις, να σκεφτώ και να παρατηρήσω γεγονότα, να συγκεντρωθώ στις αληθινές προτεραιότητες της ζωής μου. Σας ευχαριστώ που ενδιαφέρεστε για μένα, αλλά αισθάνομαι όπως ο Αχιλλέας που υποχωρεί από τη μάχη, γιατί δεν μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο. Αν με ρωτάτε αν μείνω, κακώς το κάνετε. Δεν θα έφευγα ποτέ, γιατί και σέβομαι τον σύλλογο και αισθάνομαι την υποχρέωση να βρίσκομαι εδώ, όταν επιστρέψουμε για την εκδίκησή μας».
Οι δηλώσεις του ήταν μουσική στ’ αυτιά των οπαδών της Γιουβέντους, οι οποίοι στη δυσκολότερη στιγμή βρήκαν τον ήρωα που δεν δίστασε να λερωθεί για να σπρώξει το κάρο στη λάσπη.
Κι όμως, ο Ντελ Πιέρο παρέμεινε και στη χαμηλότερη κατηγορία, αποδέχθηκε τη μείωση αποδοχών, αποφάσισε να ηγηθεί της αντεπίθεσης δίχως φανταχτερούς συνοδοιπόρους που δραπέτευαν ένας-ένας για άλλες πολιτείες.
Η «Γιούβε», παρά την τιμωρία αφαίρεσης βαθμών, επιστρέφει αμέσως, ο Άλεξ ανακηρύσσεται πρώτος σκόρερ στη Serie B, έναν τίτλο που πάντοτε φροντίζει να επισημαίνει σε όλους εκείνους που ξεχνούν να τον προσμετρήσουν στην ανασκόπηση της καριέρας του.
Το ίδιο καθοριστικός είναι και την πρώτη σεζόν της επιστροφής στη Serie A, όταν η «Γιούβε» τερματίζει τρίτη, εκείνος όμως είναι και πάλι πρώτος σκόρερ.
Τα χρόνια έχουν περάσει, το μάτι όμως γυαλίζει, ο επαγγελματισμός του είναι παροιμιώδης, γυμνάζεται και δουλεύει ακατάπαυστα για να αντέξει αθλητικά όσο περισσότερο γίνεται.
Τον βοήθησε πολύ ο αδερφός του, ο Στέφανο, εκείνη την περίοδο, η γυναίκα του, οι φίλοι του. Κι όταν το 2008 “σκοτώνει” την Ρεάλ στην Μαδρίτη, ολόκληρο το Bernabéu σηκώνεται στο πόδι χαρίζοντάς του ένα μοναδικό standing ovation, το οποίο ελάχιστοι ποδοσφαιριστές έχουν στο παλμαρέ τους.
Το ίδιο είχε συμβεί νωρίτερα στο Old Trafford, το ίδιο σε κάθε ευρωπαϊκό παλκοσένικο που είχε την ευτυχία να ζήσει το encore του μαέστρου. Δεν ήταν μια απλή ποδοσφαιρική αναγνώριση. Ο Ντελ Πιέρο δεν ήταν μόνο ποδοσφαιριστής, ήταν εικόνα, μοντέλο, είδωλο.
Φρόντιζε με τις -αφανείς- αγαθοεργίες του να γαληνεύει και την ψυχή του, προωθούσε πολλές δράσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα, πάνω απ’ όλα αποτίοντας φόρο τιμής στον Τζίνο και τη Μπρούνα.
Στο πλάι του είχε πάντοτε τη γλυκύτατη Σόνια, τη γυναίκα που παντρεύτηκε υπό απόλυτη μυστικότητα τον Ιούνιο του 2005 και του χάρισε τρία αξιολάτρευτα παιδιά, τον Τομπίας, την Ντοροτέα και τον Σάσα.
Με τα παιδιά του τρέχει με τον ίδιο ζήλο και την ίδια χαρά που έτρεχε και στις αλάνες, για τα παιδιά του συνέχισε σε δεύτερο ρόλο και στη «Γιούβε» που αναζητούσε την ταυτότητά της.
Κάνοντας εξαιρετική ατομική προπόνηση με τον Τζοβάνι Μπονοκόρε, τον έμπιστο προσωπικό γυμναστή του, άντεξε και το 2010 και το 2011 σε πολύ υψηλό επίπεδο, όντας ο αδιαμφισβήτητος leader μιας ομάδας που απλώς προετοίμαζε την τελική της αντεπίθεση.
Όταν ανέλαβε επιτέλους ο Αντρέα Ανιέλι και οι πλανήτες επανήλθαν στη θέση τους, ανανέωσε υπογράφοντας ένα τελευταίο συμβόλαιο ζωής με τη μοναδική ομάδα που του επέτρεψε να ζωγραφίσει στον καμβά της.
Κατέρριψε όλα τα ρεκόρ στην ιστορία του συλλόγου και τον Μάιο του 2012 αγωνίστηκε για τελευταία φορά με τη ριγωτή ασπρόμαυρη φανέλα κόντρα στην Αταλάντα, σκοράροντας το 290ο (!) του γκολ. Αντικαταστάθηκε στο 57ο λεπτό, όλο το γήπεδο ξέσπασε σε λυγμούς, μικροί μεγάλοι τραγουδούσαν το όνομά του.
Περιπλανήθηκε για λίγο σε Αυστραλία και Ινδία πιο πολύ ως πρεσβευτής του σπορ, αποχώρησε στην ηλικία των 40 ετών, όντας το ίδιο “στεγνός” και αθλητικός όπως στα ξεκινήματά του.
Χαμογελάει και φωτίζεται το πρόσωπό του, παραμένει πάντοτε κοντά στη Γιουβέντους, έχει τιμηθεί πολλάκις από την Ιταλική Δημοκρατία με παράσημα και μετάλλια, καλείται στις σημαντικότερες εκδηλώσεις ενός ποδοσφαίρου που τον κατάλαβε, πιθανότατα αργότερα από όταν έπρεπε.
Έτσι συμβαίνει πάντοτε όμως με τους μεγάλους ζωγράφους. Ο κόσμος αντιλαμβάνεται το μέγεθός τους, αφού αποχωρήσουν.