Νίκησε και ανέβηκε 4η η ΑΕΚ - ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ και συνέχεια...
Με μία αναμέτρηση έπεσε η αυλαία της 11ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος.
Ακολουθήστε μας στο Google news
«Τα κόρνερ τα εκτελούσα πάντα εγώ. Εκείνη την ημέρα όμως πετούσαν τα πάντα. Είχαν ήδη περάσει δύο χρόνια και πίστευα ότι αυτό θα είχε ξεφουσκώσει. Έκανα λάθος. Έπεσε δίπλα μου μία Coca Cola. Φοβερό, ήταν χορηγός μου. Έπιασα το μπουκάλι και σκέφτηκα “ελπίζω να με τραβάει κάποιος, θα είναι τέλειο για διαφήμιση”».
Ο Λουίς Φιλίπε Μαντέιρα Καρέιο υπήρξε πάντα ψυχρόαιμο ον, από εκείνα που σπάνια απαντώνται στη θερμοκέφαλη χερσόνησο της Ιβηρικής. Δεν θα τον επηρέαζε επομένως τίποτα. Άλλωστε, δύο χρόνια πριν αυτό που συνέβη στην πρώτη επιστροφή του στο Camp Nou δεν το είχε ματαδεί ο χώρος του ποδοσφαίρου. Μόνο που τώρα οι κραυγές είχαν μετατραπεί σε αντικείμενα. Πλάι στο πλαστικό και το μέταλλο θα φιγουράριζε ένα μπουκάλι ουίσκι J&B και για συνοδεία μία γουρουνοκεφαλή. Ήταν Νοέμβριος του 2002 και η πιο τρελή φωτογραφία στην ιστορία των κόρνερ είχε μόλις είχε απαθανατιστεί.
Ο θρυλικός Γερμανός Καγκελάριος, Όττο Φον Μπίσμαρκ (1815-1898), ισχυριζόταν πως «Οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα όσα μετά το κυνήγι, στη διάρκεια του πολέμου και πριν τις εκλογές!». Και ο Φλορεντίνο Πέρεθ θεώρησε ότι βρήκε τον τρόπο να νικήσει στην καμπάνια του. Αντίπαλός του ο Λορένθο Σανθ, ο οποίος μόλις είχε πανηγυρίσει το δεύτερο Champions League (1998, 2000) της θητείας του στο Santiago Bernabéu.
Ο Πέρεθ γνώριζε λοιπόν ότι οι μάζες δεν διψούν για αλήθεια. Και πως όποιος μπορεί να τις προμηθεύσει με ψευδαισθήσεις γίνεται εύκολα ο κυρίαρχός τους. Κάπως έτσι βάσισε όλη την εκστρατεία του σε κάτι που δεν υπήρχε, τη συμφωνία του με τον Λουίς Φίγκο.
Μόνο που ένα επαναλαμβανόμενο ψέμα στο τέλος γίνεται αλήθεια. Και στην περίπτωση της ίσως πιο διαβόητης μεταγραφής ever, τα ψέματα που οδήγησαν στο να πραγματοποιηθεί ήταν τρία…
Ακούγεται ίσως περίεργο, αλλά το -μάλλον- πιο καταλυτικό άτομο σε αυτή την ιστορία ήταν ένας θρύλος της Ατλέτικο Μαδρίτης. Ο Πάουλο Φούτρε, ο οποίος αποτελούσε και το μέγιστο ίνδαλμα του Φίγκο, ήταν κολλητός του μάνατζερ του αστεριού της Μπαρτσελόνα.
Ο Πέρεθ τον κάλεσε στον γυάλινο πύργο της ACS, λέγοντάς του το σχέδιό του. Ο Φούτρε δεν ήξερε καν ποιος είναι αυτός με τον οποίο συνομιλούσε. Ο Πέρεθ του ζήτησε να τηλεφωνήσει στον μάνατζερ Ζοσέ Βέιγκα και να του πει ότι ήταν διατεθειμένος να πληρώσει στην Μπαρτσελόνα τη ρήτρα αποδέσμευσης του παίκτη (60 εκατ. ευρώ, δηλαδή 10 εκατ. ισπανικές πεσέτες της εποχής).
Ο Φούτρε έκανε την κλήση, αλλά ο Βέιγκα, θεωρώντας ότι τον κοροϊδεύει, ουσιαστικά του το έκλεισε. Ο Φούτρε ωστόσο λειτούργησε πονηρά και τελικά δικαιώθηκε. Αν και δεν υπήρχε κανείς πλέον στην άλλη γραμμή, έκανε πως μιλάει ακόμη.
Σε αυτά τα 30 δευτερόλεπτα μέχρι να κλείσει, σκέφτηκε να ζητήσει από τον Πέρεθ προμήθεια 10 εκατ. ευρώ για λογαριασμό του Βέιγκα. Ο Πέρεθ συμφώνησε στα πέντε εκατ. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Με έναν τηλεφωνικό διάλογο που στην ουσία δεν συνέβη ποτέ…
Στις 5 Ιουλίου του 2000 ο δεξιός μπακ της Ρεάλ, Μίτσελ Σαλγάδο, νυμφευόταν την κόρη του Προέδρου Σανθ, Μαλούλα. Μεταξύ των καλεσμένων βρισκόταν και ο Χοσέ Ραμόν Ντε Μορένα, ρεπόρτερ του δικτύου «Cadena Ser».
Την ώρα του γάμου δέχεται την τρελή πληροφορία. Δεν ξέρει τι να κάνει. Ανησυχώντας ότι θα το μάθει άμεσα και η εφημερίδα «Marca», τηλεφωνεί στον ραδιοφωνικό σταθμό και το ξεφουρνίζει στον αέρα στην εκπομπή «Larguero». «Ο υποψήφιος Φλορεντίνο Πέρεθ έχει συμφωνήσει ότι, εάν εκλεγεί, θα πάρει τον Φίγκο από την “Μπάρτσα”».
Μόνο που ο Ντε Μορένα το πάει από μόνος του ένα βήμα παρακάτω. Την ώρα που αραδιάζει το ρεπορτάζ, λέει ένα ψέμα για να το ενισχύσει. «Εάν ο Πέρεθ δεν πάρει τον Φίγκο, έχει δεσμευτεί να πληρώσει ο ίδιος τα διαρκείας των μελών της Ρεάλ (σ.σ.: ήταν 83.967)».
Το απίστευτο είναι ότι στο μπροστινό αυτοκίνητο βρίσκεται ο Σανθ και το ακούει στο ράδιο. Με το που φτάνουν στη δεξίωση, τον βρίζει και τον καταριέται ότι είπε ψέματα στον αέρα. Αμέσως μετά του τηλεφωνεί ο Πέρεθ που επίσης τον βρίζει ότι πάει να του χαλάσει τη μεταγραφή, μιας και ακόμη δεν έχει κανονιστεί. Κυρίως όμως τον μαλώνει για το ψέμα με τα διαρκείας.
Τελικά, δύο μέρες πριν τις εκλογές, για να πείσει τους εκλέκτορες, ο Πέρεθ ομολογεί δημόσια ότι θα το κάνει, θα πληρώσει για όλους, θέλοντας να δείξει ότι τα πάντα είναι κανονισμένα. Και αυτό ήταν το μυστικό, το κερασάκι που μέτρησε υπέρ της εκλογής του.
Αυτό είναι ξεκάθαρα το σημαντικό στοιχείο στην πολύκροτη μεταγραφή και που κανείς δεν θα μάθει ποτέ στο 100% τι πραγματικά συνέβη. Εκείνες τις ημέρες κυκλοφόρησε μία φήμη (λογικά από τον Πέρεθ) ότι έχει υπάρξει προσύμφωνο μεταξύ της ομάδας και του παίκτη. Η αλήθεια είναι ότι οι τρεις πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας συμφωνούν στην ύπαρξή του.
Διαφωνούν ωστόσο στο ποιος υπέγραψε και τι. Ο Φίγκο αρνείται ότι γνώριζε και ότι έδωσε τη συγκατάθεσή του στον Βέιγκα να υπογράψει εξ ονόματός του, κάτι για το οποίο ούτως ή άλλως δεν είχε δικαιοδοσία. Ο Βέιγκα ισχυρίζεται ότι διάβασε στον Φίγκο τους όρους κι εκείνος του είπε να υπογράψει. Ο Πέρεθ πάλι νίπτει τας χείρας του και δεν θέλει να εκθέσει κανέναν. Απλώς θυμίζει ότι εκείνος έκανε μία συμφωνία κυρίων που δεν γινόταν να χαλάσει.
Αυτή η συμφωνία έστηνε βέβαια στον τοίχο τον Βέιγκα, ο οποίος θα έπρεπε να πληρώσει 30 εκατ. ευρώ, σε περίπτωση που χάλαγε η δουλειά. Και κάπως έτσι ο δαιμόνιος Πορτογάλος ατζέντης κατάφερε να πείσει τον πελάτη του να βάλει την υπογραφή του.
Αυτή η ρήτρα των 30 εκατ. μάλιστα ήταν που έπαιξε και έναν ακόμα θετικό ρόλο στην εν λόγω έκβαση. Και αυτό συνέβη, όταν ο Πέρεθ από κοντά εξήγησε στον Φίγκο ότι δεν τον απασχολούσαν τα χρήματα, αλλά ότι πραγματικά το μόνο που ήθελε ήταν εκείνον με τη φανέλα της Ρεάλ. Εκεί ήταν που τον έπεισε…
Η 25η Απριλίου του 1974 υπήρξε ίσως η σημαντικότερη ημερομηνία στη σύγχρονη ιστορία της Πορτογαλίας, σηματοδοτώντας την πολιτική, παιδαγωγική και γενικότερα την επανάσταση σε όλα τα επίπεδα. Επόμενο ήταν η μεγαλύτερη γέφυρα της χώρας να πάρει το όνομά της. Αυτή η τεράστια σιδερένια κατασκευή που ενώνει τη μία πλευρά του ποταμού Τάγου, όπου βρίσκεται η Λισαβόνα, με την Αλμάδα. Εκεί, και ειδικά στη γειτονιά Κόβα Ντα Πιεντάντε, όπου μετακόμισε η οικογένεια του Αντόνιο Καέιρο και της Μαρία Ζοάνα Πεστάνα Μαντέιρα, εδρεύει κυρίως η μικροαστική τάξη που δεν έχει τα χρήματα να ζήσει στην πρωτεύουσα.
Εκεί γεννήθηκε το 1972 και ο μικρός Λουίς, στον οποίο αμέσως έσπευσαν να δώσουν κλασικό παρωνύμιο. Είναι αυτή η συνήθεια που έχουν οι Βραζιλιάνοι και οι Πορτογάλοι πατρόνοι τους να βρίσκουν μία συντομογραφία και να ξεχνούν για πάντα τα ονοματεπώνυμά τους. Από τον Πελέ, τον Ζίκο, έως τον Ντέκο και τον Ροναλντίνιο, η λογική βασίζεται σε ένα γεγονός, σε κάτι που συνοδεύει την οικογένεια ή σε κάποιο φυσικό χαρακτηριστικό.
Ο Λουίς από μικρός ήταν δυνατός, δυναμικός, έντονος αλλά, σύμφωνα με τη μαμά του, και «πολύ γλυκός». Το Φίγκο επομένως του ταίριαξε ακριβώς, καθώς είναι το φρούτο σύκο, αλλά έχει και την έννοια του φοβερού, του φανταστικού, εκείνου που δεν φοβάται τίποτα και δεν σταματάει πουθενά.
Η επιτυχία της ονοματοδοσίας του Φίγκο άρχισε να επιβεβαιώνεται στα τσιμέντα της Κόβα Ντα Πιεντάντε. Αρχικά μάτωνε τα γόνατά του σε street football με την Μπαρόκας, την οποία είχαν φτιάξει με τα φιλαράκια του. Σε ηλικία 12 ετών ήδη ξεχώριζε στον δρόμο, όπου δεν μπορούσε κανείς συνομήλικός του να τον φρενάρει.
Στη γειτονιά έδρευε μία τοπική επιχείρηση που έφτιαχνε παστίλιες για τη χώνεψη. Τον είδε και ξετρελάθηκε. Η επιχείρηση ήταν local σπόνσορας σε μία παιδική ομάδα, στην οποία έπαιζαν τα μικρά των εργαζομένων της και που είχε το όνομά της. Οι Παστίλιες αποτέλεσαν το όχημά του και του έδωσαν ακόμα ένα παρατσούκλι που θα τον συνόδευε τουλάχιστον μέχρι το πραγματικό ξεκίνημα της καριέρας του με τους μεγάλους.
Χρειάστηκε μόλις ένας χρόνος για να αναδειχτεί η διαφορετικότητά του. Το 1985 εντοπίστηκε από την Σπόρτινγκ. Στα τμήματα υποδομής της ήταν ο καλύτερος όλων και το 1989 ήρθε η πρώτη μεγάλη κορυφή. Με την Εθνική U16 κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Στο τιμόνι της βρισκόταν ο μεγαλύτερος μέντορας της καριέρας του, ο Κάρλος Κεϊρόζ. Ο ίδιος αναβαθμίστηκε για την Εθνική U19 και πήρε τον Φίγκο κοντά του. Αν και ήταν ο νεότερος όλων, οδήγησε τη χώρα στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Δίπλα του είχε βέβαια σπουδαίους συμπαίκτες. Μαζί με τους Ρούι Κόστα, Πάουλο Σόουζα, Ζοάο Πίντο, Φερνάντο Κόουτο, Ρούι Μπέντο, Καπούτσο, Ζόρζε Κόστα έστησαν τη δεύτερη “Χρυσή Γενιά” του πορτογαλικού ποδοσφαίρου (η πρώτη ήταν η εποχή του Εουσέμπιο).
Το τρελό αυτό παρεάκι έφτασε επίσης στον χαμένο Τελικό του 1994 (1-0 η Ιταλία), για να δεχτεί και τη συνολική προώθησή του στην Εθνική των Ανδρών. Ο Λουίς Φίγκο πλέον ήταν ένα παγκοσμίου κλάσης ταλέντο, λαμβάνοντας το βραβείο του κορυφαίου του τουρνουά.
Ούτως ή άλλως βρισκόταν στην τρίτη γεμάτη σεζόν του με τα «Λιοντάρια» της Λισαβόνας.
Ήταν μόλις 22 ετών, αναδείχτηκε καλύτερος παίκτης στη χώρα και τον ήθελαν όλοι.
Εκείνη την εποχή το Campionato ήταν ό,τι καλύτερο στον κόσμο του ποδοσφαιρικού υπερθεάματος. Άπαντες ήθελαν να παίξουν εκεί. Η Πάρμα του Νέβιο Σκάλα είχε κάνει το ξεπέταγμά της. Με τους Τζόλα, Ασπρίγια, Μπρολίν, Σενσίνι, τερμάτισε πέμπτη, αλλά είχε παίξει σε δύο διαδοχικούς χαμένους ευρωπαϊκούς Τελικούς. Τα χρήματα και η προοπτική ταίριαζαν στον Φίγκο και μαζί με τη Σπόρτινγκ είπαν το «ok», αλλά με την προϋπόθεση αυτό να συμβεί την επόμενη σεζόν.
Μόνο που στη Γιουβέντους δεν είχαν σκοπό να το βάλουν κάτω. Οι «Bianconeri» είχαν χάσει τον τίτλο από τη Μίλαν στο νήμα και χρειάζονταν κάποιον να σερβίρει στη δυνατή επιθετική γραμμή των Μπάτζο, Ντελ Πιέρο, Βιάλι, Ραβανέλι. Ο Τζοβάνι Τραπατόνι επέμεινε και η «Γιούβε» έπεισε τον ίδιο τον παίκτη να υπογράψει και μαζί της.
Το πρώτο μεγάλο μεταγραφικό μπέρδεμα είχε μόλις συμβεί. «Εγώ ξέρω ότι έχω υπογράψει μόνο στην Πάρμα. Τα υπόλοιπα που συμβαίνουν δεν τα καταλαβαίνω», θα δηλώσει ο ίδιος στη «Gazzetta dello Sport», αλλά οι εξελίξεις θα τον διαψεύσουν και εκεί είναι που θα φανεί για πρώτη φορά ότι δεν είναι ειλικρινής.
Η Ιταλική Ομοσπονδία θα παρέμβει, καλώντας τις δύο ομάδες για λύση. Αυτή ήταν απόλυτη και αρνητική για όλες τις πλευρές. Θα απαγορευτεί και στις δύο να κάνουν δικό τους τον Πορτογάλο, ο οποίος για την επόμενη διετία δεν θα μπορεί να αγωνιστεί στη Serie A. Ουσιαστικά όμως θα ανήκει στην Πάρμα και η αρχική σκέψη είναι ο δανεισμός στη Μάντσεστερ Σίτι. Είναι η στιγμή που θα εμφανιστεί στο προσκήνιο ο Γιόχαν Κρόιφ και θα ανατρέψει τα πάντα.
Βρισκόμαστε στο 1995 και ο Κρόιφ επιχειρεί να δημιουργήσει τη δεύτερη εκδοχή της θρυλικής “Dream Team” του. Έπειτα από τέσσερα διαδοχικά Πρωταθλήματα (1990-1994), μία κατάκτηση Champions League (1992) και τον ντροπιαστικό Τελικό της Αθήνας (1994, 4-0 η Μίλαν), ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» έχει αποφασίσει να φτιάξει κάτι καινούργιο.
«Αυτόν θέλω και πάνω του θα αλλάξουμε και πάλι τα δεδομένα», θα πει στον θρυλικό Πρόεδρο, Τζουζέπ Γιουίς Νούνιεθ (στον θώκο από το 1978 έως το 2000). Ο τελευταίος θα πληρώσει διπλάσια από τη Σίτι και με 2.4 εκατ. ευρώ θα τον πάρει στη Βαρκελώνη. Ωστόσο, έπειτα από τον τίτλο της Ρεάλ (1995), ο Κρόιφ θα χάσει ακόμα έναν από την Ατλέτικο (1996) και αυτό θα οδηγήσει στο μεγάλο διαζύγιο.
Ο Φίγκο βέβαια δεν θα έχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Έχοντας ξεκινήσει εμφατικά, με τους Μπόμπι Ρόμπσον και Λουίς Φαν Χάαλ θα απογειωθεί. Στον Τελικό Κυπέλλου του 1997 θα σημάνει την ανατροπή κόντρα στην Μπέτις και θα βάλει και το δεύτερό του, νικητήριο, για το 3-2 στην παράταση. Το 1998, με τις σέντρες του να γεμίζουν συστημένα την περιοχή για τον Ρονάλντο, θα έρθει το Νταμπλ και ακόμα ένα Πρωτάθλημα. Ενδιάμεσα, θα μετρήσει ένα Super Cup Ισπανίας αλλά και την ευρωπαϊκή χαρά του Κυπελλούχων (1997, κόντρα στην Παρί) και του Super Cup Ευρώπης.
Το κοινό τον έχει λατρέψει και εκείνος είναι ο πρώτος στη γιορτή. «Ρεάλ, κλαψιάρα, χαιρέτησε τους Πρωταθλητές», θα φωνάξει το 1998 με το μαλλί βαμμένο στα χρώματα της «Μπάρτσα», σηκώνοντας το τρόπαιο στο Δημαρχείο της πόλης.
«Υπάρχουν μεγάλοι παίκτες. Και υπάρχουν κι εκείνοι που στα δύσκολα παίρνουν την μπάλα και λένε “εγώ είμαι εδώ, θα τα αλλάξω όλα”. Ένας από αυτούς ήταν και ο Λουίς». Για τον Πεπ Γκουαρδιόλα δεν υπήρξε ποτέ καλύτερος φίλος ή συμπαίκτης από τον Φίγκο. «Μοιραστήκαμε τα δωμάτια, τη φιλία, τις ζωές μας. Του βάφτισα το ένα κοριτσάκι. Πληγώθηκα πολύ με τον τρόπο που έφυγε. Δεν μπορούμε όμως να του φερόμαστε με αυτόν τον τρόπο. Ήταν δικαίωμά του», θα τον υποστηρίξει, μιλώντας όμως ακόμα με στενάχωρο ύφος για το τότε.
Σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο του club και μετέπειτα Πρόεδρο, Τζουάν Γκασπάρ, «Ο Φίγκο νοιαζόταν μόνο για τα χρήματα. Κάθε χρόνο ερχόταν και απαιτούσε καλύτερο συμβόλαιο. Οπότε, όταν συνέβη αυτό με τον Πέρεθ, ο ατζέντης του με επισκέφθηκε και μου είπε ότι, εάν δεν τετραπλασίαζα τις απολαβές του, θα δεχόταν την πρόταση άλλης ομάδας. Του εξήγησα ότι δεν υπήρχε περίπτωση».
«Στην αρχή εκνευρίστηκα. “Ποιος είναι αυτός Ζοσέ;”, ρώτησα τον Βέιγκα, όταν με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι κάποιος Φλορεντίνο Πέρεθ θα γίνει Πρόεδρος της Ρεάλ και θα πληρώσει για μένα τη ρήτρα των 60 εκατ. ευρώ. Γέλασα ειρωνικά. Κανείς δεν είχε πληρώσει ποτέ τόσα για κανέναν. Του είπα να με αφήσει ήσυχο, επειδή ήμουν στο Euro, και δεν έδωσα σημασία. Εκείνος όμως επέμεινε. Τελικά τον άφησα να μιλήσει και με τις δύο ομάδες πιο διεξοδικά. Τότε ήταν που θύμωσα με την “Μπάρτσα”. Το πρόβλημα ήταν ότι για πρώτη φορά στην ιστορία τους Μπαρτσελόνα και Ρεάλ είχαν ταυτόχρονα εκλογές. Ο Γκασπάρ μου είπε ότι κανείς υποψήφιος δεν μπορούσε να εγγυηθεί αύξηση απολαβών και πως είχα ήδη συμβόλαιο. Οπότε να έκανα ό,τι ήθελα».
Για τον Φίγκο ήταν θέμα αρχών. «Το πρόβλημά μου με την “Μπάρτσα” ήταν ότι ένιωθα πως δεν εκτιμούσαν την προσφορά μου»!
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την στιγμή ήταν ο κορυφαίος στον κόσμο. Η επιβεβαίωση ήρθε άλλωστε με την βράβευση της Χρυσής Μπάλας στο φινάλε του 2000. Ένα βραβείο που έλαβε για όσα κατάφερε με την Μπαρτσελόνα και την Πορτογαλία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Πλέον η ιστορία είχε πάρει τον δρόμο της με τα τρία ψέματα που οδήγησαν στην πιο θορυβώδη μετακίνηση που είδαμε ποτέ.
Δύο ημέρες νωρίτερα η καταλανική «Sport» κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδη δήλωσή του ότι δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από την «Μπάρτσα». Την επόμενη μέρα, και έπειτα από υπόδειξη του έξαλλου Πέρεθ, ο Φίγκο βρίσκεται στο εξώφυλλο της «Marca», αφήνοντας ανοικτό κάθε ενδεχόμενο. Για ακόμα μία φορά τα έχει χειριστεί όλα λάθος. Θα ενδώσει και θα παρουσιαστεί από τη Ρεάλ μία μέρα μετά.
Αλήθειες και ψέματα. Κατηγορίες και επιθέσεις θα συνεχιστούν από κάθε πλευρά και κυρίως από τον πληγωμένο Γκασπάρ. Ο τελευταίος έχει εκλεγεί Πρόεδρος και την ώρα του πάρτι του θα ισχυριστεί ότι ο Φίγκο του τηλεφώνησε,αξιώνοντας εγγυητικές επιταγές, ώστε να μην υπογράψει στους εχθρούς. Ο παίκτης το αρνείται ακόμη και σήμερα.
Η παρουσίασή του είναι κάθε άλλο παρά συνηθισμένη. Ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο είναι χαρούμενος, ο Πέρεθ λάμπει και ο Φίγκο είναι λες και βρίσκεται σε κηδεία. «Δεν καταλάβαινα πού βρισκόμουν και τι έκανα. Όλα συνέβησαν γρήγορα και ένιωθα ότι έχω κάνει λάθος», θα παραδεχτεί μετά από χρόνια.
Λίγους μήνες αργότερα θα πρέπει να πατήσει το χορτάρι του Camp Nou. Θα χρειαστεί να επιστρατευτεί ακόμα και η πολιτοφυλακή της Βαρκελώνης, ενώ, καθώς κατεβαίνει από το λεωφορείο, συνοδεύεται από ειδικές δυνάμεις, μέχρι να μπει στο ξενοδοχείο.
Στο γήπεδο μυρίζει αίμα. Παντού υπάρχουν υβριστικά πανό και ακούγονται στιχάκια για την οικογένειά του, «Φίγκο, να δώσεις χαιρετίσματα στη μαμά σου. Εάν βέβαια ξέρεις ποια είναι», ουρλιάζουν, πετώντας ασύλληπτο αριθμό χαρτονομισμάτων με την εικόνα του και τον χαρακτηρισμό που θα τον συνόδευε για πάντα. Το «Pesetero» (σ.σ.: κατά το δικό μας «Φραγκοφονιάς», από τις πεσέτας που ήταν το εθνικό νόμισμα) δεν θα φύγει ποτέ από πάνω του. Ούτε και το «Προδότης» και «Ιούδας», με την εικόνα του κρεμασμένη με σχοινί.
Ο ίδιος δεν θα δείξει ούτε τότε έστω ένα ψήγμα αδυναμίας. «Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Θα παίξω ποδόσφαιρο κι εκείνοι ας κάνουν ό,τι θέλουν. Μόνο που εμπλέκουν την οικογένειά μου, και αυτό πλέον μας βάζει σε θέση αντιπαλότητας», θα πει μετά το ματς, όπου θα ηττηθεί (2-0).
«Όταν ήταν να παίξουμε εναντίον τους, δεν κοιμόμουν το βράδυ. Και στο γήπεδο με έκανε να υποφέρω. Ενώ ήξερα τι να κάνω, ήταν σχεδόν αδύνατο να τον σταματήσω». Για τον Ρομπέρτο Κάρλος δεν υπήρξε πιο καθοριστικός αντίπαλος στα μεταξύ τους «clásicos». Ήδη μάλιστα ο Φίγκο τον είχε νικήσει στον Τελικό του Μουντιάλ Νέων το 1991. Ο Κάρλος είχε την ατυχία να τον βρίσκει από την πλευρά του. «Τώρα επιτέλους θα ηρεμήσω. Οφείλω να πω ένα ευχαριστώ στον Πρόεδρο», θα δηλώσει μεταξύ σοβαρού και αστείου το 2000, μετά την ανακοίνωση της μεταγραφής. Πλέον ο Πορτογάλος αστέρας θα κάνει τις επελάσεις του από τα δεξιά της επίθεσης των «Merengues».
Στο Santiago Bernabéu θα παραμείνει όσο και στη Βαρκελώνη. Θα βιώσει ακόμα μία υπέροχη ποδοσφαιρική πενταετία, με το άστρο του να παραμένει λαμπερό. Κάθε χρόνο ο Πέρεθ θα προσθέτει δίπλα του και από έναν ακόμα παγκόσμιο αστέρι. Πρώτα θα έρθει ο Ζινεντίν Ζιντάν και θα ακολουθήσουν οι Ρονάλντο, Ντέιβιντ Μπέκαμ, Μάικλ Οουεν.
Στην πρώτη κιόλας σεζόν του θα σπάσει την κυριαρχία της «Μπάρτσα» και θα οδηγήσει τους Μαδριλένους στο Πρωτάθλημα (2001, 2003) και ισάριθμα Super Cup. Κυρίως όμως μαζί τους θα κατακτήσει το Champions League (2002), το Super Cup Ευρώπης και το Διηπειρωτικό.
Το 2005 θα είναι 33 ετών και θα πέσει θύμα της πολιτικής των μονομερών ανανεώσεων του Πέρεθ. Ζητάει διετές και δεν τα βρίσκουν. Πρέπει να φύγει. Θα το κάνει ως ελεύθερος, αφήνοντας παρακαταθήκη που θα εκτιμηθεί από τους αναγνώστες της «Marca», οι οποίοι θα τον ψηφίσουν στην κορυφαία 11άδα των μη Ισπανών που φόρεσαν ποτέ τα λευκά της «Βασίλισσας».
«Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ήμουν ανέκαθεν ερωτευμένος μαζί του. Με το που έμαθα ότι θα μείνει ελεύθερος, του τηλεφώνησα ο ίδιος. Και όλα συνέβησαν με τον πιο υπέροχο τρόπο». Ο Μάσιμο Μοράτι έτρεξε να τον πάρει στην Ίντερ, όπου ο Φίγκο θα έκανε το τέλειο κλείσιμο της εκπληκτικής καριέρας του.
Όταν έφτασε στο Μιλάνο (2005), η Γιουβέντους ήταν το μεγάλο αφεντικό και οι «Nerazzurri» δεν είχαν δει χαρά για πάνω από μία δεκαετία. «Έχω δει τον Λουτσιάνο Μότζι στα αποδυτήρια των διαιτητών και αυτήν την ντροπή δεν την έχω βιώσει ποτέ ξανά στο ποδόσφαιρο», θα καταγγείλει λίγους μήνες αργότερα. Και θα είναι σαν προφητεία, μιας και θα ακολουθήσει το σκάνδαλο «Calciopoli».
Ο Πορτογάλος σούπερ σταρ αναμφίβολα έχει μεγαλώσει, αλλά θα καταφέρει να αφήσει το στίγμα του και στο Giuseppe Meazza. Ο παρουσιαστής της Ίντερ θα τον αποκαλέσει «Il passo doble» («Το Διπλό Πέρασμα») για την ικανότητά του να λειτουργεί το ίδιο και με τα δύο πόδια και πλέον αυτό θα τον συνοδεύει στην τετραετία του στην Ιταλία.
Η Ίντερ μετά το σκάνδαλο θα βρεθεί Πρωταθλήτρια και ο Φίγκο με τέσσερα διαδοχικά scudetti. Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι θα αρχίσει να τον χρησιμοποιεί περισσότερο ως “δεκάρι” και στην τελευταία σεζόν του θα βρεθεί υπό τις οδηγίες του Ζοσέ Μουρίνιο, προσφέροντας λύσεις επίσης ως επιτελικός. Το 2009 είναι 38 ετών και γεμάτος ποδοσφαιρικές απολαύσεις. Θα αποσυρθεί για πάντα και θα το κάνει ως αρχηγός, σηκώνοντας την κούπα.
«Ποια είναι η πιο στενάχωρη στιγμή της καριέρας μου; Όχι, δεν είναι η υποδοχή στη Βαρκελώνη. Θα ήθελα να μπορούσα να ξαναπαίξω εκείνον τον Τελικό του Euro με την Ελλάδα το 2004. Αυτό μου λείπει από την καριέρα μου. Εκείνη η εικόνα, στη χώρα μας μέσα. Νιώθαμε ότι θα ήταν δικό μας και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί το χάσαμε. Ήμασταν εκείνη η “Χρυσή Γενιά” και αυτό θα ήταν το επιστέγασμά μας».
Το κεφάλαιο της Εθνικής υπήρξε επίσης σπουδαίο για εκείνον.
«Όταν ξεκίνησα να αγωνίζομαι με την Πορτογαλία, αρχικά παίζαμε για να μην χάσουμε. Σταδιακά μάθαμε να νικάμε και έπειτα να πρωταγωνιστούμε στις μεγάλες διοργανώσεις. Πιστεύω θέσαμε τις βάσεις για την κατάκτησή του το 2016».
Όταν έβγαλε τη φανέλα με το εθνόσημο, το έκανε με τον τέλειο τρόπο, ως μέλος της All Star 11άδας του Μουντιάλ 2006, φτάνοντας στα ημιτελικά. Εκείνην την στιγμή ήταν ο πρώτος σε συμμετοχές (127/ 32 γκολ) και είχε βρεθεί στην καλύτερη 11άδα στα δύο Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα που έπαιξε (2000 ημιτελικά, 2004 Τελικός).
Και τελικά; Ποια εκδοχή του υπήρξε καλύτερη στο γήπεδο; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ακριβώς το ίδιο. Με την «Μπάρτσα» (249 ματς, 45 γκολ, 80 ασίστ) συστήθηκε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και έφτασε στην κορυφή. Με τη Ρεάλ (245 ματς, 57 γκολ, 76 ασίστ) ανήγαγε τον εαυτό του στην κατηγορία των legends. Ακόμα και η Χρυσή Μπάλα τού δόθηκε την χρονιά (2000) που έπαιξε και με τις δύο φανέλες.
Ο ίδιος το σκέφτηκε αρκετά, όταν ρωτήθηκε ποιος θέλει να νικάει στα «clásicos». «Θα πω η Ρεάλ», μονολόγησε σιγανά στην κάμερα του ντοκιμαντέρ του «Netflix», δίχως να φαίνεται σίγουρος γι’ αυτό.
Περισσότερο είχε εκείνο το ύφος με το οποίο παρουσιάστηκε από τους Μαδριλένους στην τρελή μεταγραφή του. Ο ίδιος βέβαια θεωρεί ότι υπήρξε ο απόλυτος game changer. «Με εμένα η Μπαρτσελόνα επέστρεψε στους τίτλους και το ίδιο έκανε και η Ρεάλ, όταν πήγα εκεί».
Ο Φλορεντίνο Πέρεθ όμως έχει την απάντηση πιο ξεκάθαρη. «Ο Φίγκο της Ρεάλ ήταν μοναδικός. Βέβαια, για εμένα ήταν και ο πρώτος που πήρα στην ομάδα. Μαζί του χτίστηκε η εποχή των “Galacticos”. Πάνω του βασίστηκαν για να συμβούν τα πάντα και να φτάσουμε εδώ όπου είμαστε τώρα με τη Ρεάλ».
Τον Αύγουστο του 2022, σε ένα διαφημιστικό της Mastercard, σε μία ειδικά διαμορφωμένη πτήση, στην οποία δημιουργήθηκαν συνθήκες μηδενικής βαρύτητας, έπαιξε ποδόσφαιρο και μπήκε στο βιβλίο των ρεκόρ Guinness. Ακόμα κι εκεί κανείς δεν μπόρεσε να τον σταματήσει από το να σκοράρει ένα εντυπωσιακό γκολ. Στα 50 του το έκανε με τον ίδιο τρόπο που του άρεσε να κάνει πλάκα στους αντιπάλους. Η μπάλα να περνάει από πάνω τους, να αλλάζει κατευθύνσεις, κανείς -ποτέ- να μην ξέρει με ποιο πόδι θα εξαπολύσει τον κεραυνό ή τα curler του.
Γίνεται κουβέντα για ανθρώπους που προδίνουν την πατρίδα τους, τους φίλους τους, την αγαπημένη τους. Πρέπει καταρχήν να υπάρχει μια ηθική δέσμευση. Ωστόσο, το μόνο που μπορεί να προδώσει ένας άνθρωπος είναι η συνείδησή του. Για τον Λούις Φίγκο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα εάν το έκανε. Τι είναι άλλωστε η προδοσία; Σύμφωνα με τον ίδιο πάντως, τα πράγματα ήταν πάντοτε κάπως πιο ανάλαφρα.
«Στην καριέρα μου έκανα αναμφίβολα αρκετά λάθη. Ποτέ όμως δεν έβλαψα κανέναν. Άλλωστε, κανείς δεν ξέρει εξαρχής προς τα πού πρέπει να προχωρήσει. Εάν γνωρίζαμε τον δρόμο για την ευτυχία, θα τον επιλέγαμε εξαρχής. Και εγώ, στο τέλος της ημέρας, θεωρώ πως θα επέλεγα και πάλι την ίδια διαδρομή».
“Ιούδας Ισκαριώτης” ή ένας σκληρός επαγγελματίας που πρόταξε το επαγγελματικό συμφέρον του; Τελικά πώς επιλέγει ο καθένας να τον θυμάται; Και πού τον τοποθετεί η ιστορία του παιχνιδιού; Όποια κι αν είναι η απόψή μας, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Λουίς Φίγκο έπαιξε μαζί της, αγάπησε και φίλησε την μπάλα με τον πιο υπέροχο τρόπο…
Και αυτή σίγουρα δεν την πρόδωσε ποτέ…