Σωφρόνης καλεί.... ΦΑΜΠΙΑΝΟ!
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός θέλει τον Φαμπι στην Εθνική
Ακολουθήστε μας στο Google news
Καθισμένοι στις θέσεις τους στα αποδυτήρια, οι Ιταλοί διεθνείς κοιτάζονται μεταξύ τους. Μέσα από μισόκλειστα στόματα ακούγεται «στα τρίποντα», «στα ριμπάουντ». Ο Τζιανμάρκο Ποτσέκο κάνει νόημα πως όχι, την ώρα που οι έξι συνεργάτες του, όρθιοι από πίσω του, κρατιούνται να μην ξεσπάσουν σε γέλια.
«Καλύτερη άμυνα», ακούγεται ξαφνικά, με πιο δυνατή φωνή, ο Αμεντέο Τεσιτόρι. Ο προπονητής του τον πλησιάζει, του δίνει τα λεφτά, μαζί και ένα τρυφερό χάδι, και παίρνει εκείνος πάλι τον λόγο. «Είναι αλήθεια, έχουμε το μικρότερο παθητικό στη διοργάνωση. Άρα, παιδιά, και σήμερα παίζουμε αμυνάρα, ώστε να το διασκεδάσουμε στην επίθεση. Αndiamo»!
Και… πήγαν στη μάχη με τους Σέρβους οι «Azzurri». Κέρδισαν 94-86 στο νοκ άουτ παιχνίδι των «16» του Ευρωμπάσκετ 2022, έστειλαν τον Νίκολα Γιόκιτς πρόωρα σπίτι του, είδαν κι έπαθαν να συγκρατήσουν τον τεχνικό τους εκτός αγωνιστικού χώρου.
Όλοι θυμούνται το σόου που έδωσε, όταν αποβλήθηκε στο δεύτερο ημίχρονο. Για να φύγει, πρώτα πέρασε από τους δύο πάγκους, φιλώντας μέχρι και τους παίκτες του Σβέτισλαβ Πέσιτς, προτού πέσει, κλαίγοντας, στην αγκαλιά του Προέδρου της Σερβικής Ομοσπονδίας (και παλιού του αντιπάλου στα ιταλικά γήπεδα), Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς.
Τον θυμούνται δευτερόλεπτα πριν τη λήξη να θέλει να μπουκάρει μέσα και τον (παίκτη του) Νικολό Μέλι να του λέει να φύγει, εμείς στην Ελλάδα τον θυμόμαστε στον διάδρομο για τη σάλα της Mercedes-Benz Arena να δίνει ένα σάλτο και να χάνεται και σε άλλη, πιο μεγάλη αγκαλιά. Του εμβρόντητου Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος ετοιμαζόταν για το ματς της Ελλάδας με την Τσεχία που ακολουθούσε.
Αυτός είναι ο Ποτσέκο. Ένας τρελός όχι με περικεφαλαία αλλά με υπολογισμένα ξεσπάσματα (και καλά) θυμού έως οργής. Ένας σόουμαν που δεν μένει στο «φαίνεσθαι» κατά τη διάρκεια των αγώνων, μα έχει κάνει πιο πριν τη δουλειά του και στο… «είναι».
Ναι, είναι υπερβολικός και ενίοτε από διασκεδαστικός καταντάει κουραστικός. Είναι ένας καλός προπονητής και ακόμα καλύτερος ηθοποιός. Και ήταν, πριν από όλα αυτά, ένας εξαιρετικός παίκτης…
Ένα Renault 4 στην Camionale γέρνει προς την αριστερή πλευρά. Οδηγός ο δίμετρος και 150 κιλών μπαμπάς Ποτσέκο. Στον περιφερειακό της Τεργέστης, πηγαίνοντας τον Τζιανμάρκο μακριά από το κέντρο της πόλης, στην προπόνηση. Ποδοσφαιρικής ομάδας.
Της υπομονής η διαδρομή. Με τρίτη, μια και το αμάξι είναι από τα τελευταία που έχουν μείνει να κυκλοφορούν με κιβώτιο τεσσάρων ταχυτήτων. Ο μικρός είναι τέτοιος και στο δέμας. Δεν έχει πάρει από τον πατέρα του. Παίζει στην επίθεση, αλλά δεν τινάζει με συνέπεια τα δίχτυα. Θα το γυρίσει στο μπάσκετ, για να ξετινάζει τα διχτάκια.
«Ένα πράγμα δεν μπορούσα στα μονά. Τα καλάθια χωρίς διχτάκια. Να ευστοχείς και να μην υπάρχει η αίσθηση της επιτυχίας. Άσε που κινδύνευες να φας την μπάλα στο κεφάλι, σαν πέτρα».
Γεννηθείς στις 15 Σεπτεμβρίου 1972 στην Γκορίτσια, κατοπινό μπασκετικό… θέρετρο κορυφαίων ελληνικών συλλόγων (για καλοκαιρινές προετοιμασίες), ο Ποτσέκο δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τα σύνορα με τη Σλοβενία. Η καταγωγή του βαστάει από τη γειτονική Τεργέστη, όπου και έζησε αρκετά χρόνια, η ανάδειξή του ως μπασκετμπολίστα έλαβε χώρα στο Ούντινε.
Μέχρι τα 181 εκατοστά έφτασε, αρκούσαν ωστόσο για να γίνει ένας διαβολεμένος πόιντ γκαρντ. Ταχύς, με τις μπούκες του, με τα τρίποντά του, πάνω απ’ όλα με τις τελικές πάσες που μοίραζε αφειδώς. Στην άμυνα σημάδευαν το ισχνό σκαρί του, με την μπάλα στα χέρια εντούτοις ζάλιζε αντιπάλους με τις ραχιαίες και σταυρωτές ντρίμπλες, έκοβε στη μέση τις αντίπαλες άμυνες με τις κάθετες πάσες του.
Ντεμπούτο τη σεζόν 1991-1992. Στην περιφέρεια της Ρεξ Ούντινε ολόκληρος Άντριου Γκέιζ, εκ των κορυφαίων σκόρερ παγκοσμίως σε εθνικό επίπεδο, μα υποβιβασμός από την Α2 στην τρίτη τη τάξει κατηγορία. Εκεί βρήκε σημαντικό χρόνο συμμετοχής, πήρε μεταγραφή στη Λιβόρνο, νέος υποβιβασμός. Από την Α1 στην Α2 τούτη τη φορά, με άλλη μια ομάδα καταχρεωμένη, η οποία σύντομα επίσης θα διαλυόταν.
Στο Λιβόρνο έμαθε κι άλλα κόλπα της θέσης του από τον Στέφανο Ατρούια, τον οποίον είδαμε στην ΑΕΚ του Γιάννη Ιωαννίδη. Πρωτίστως χάζεψε εκείνα του σκοραρίσματος από έναν εκ των ποιοτικότερων Αμερικανών που πάτησαν ποτέ ευρωπαϊκά παρκέ. Τον -βετεράνο τότε- Μάικλ «Σούγκαρ» Ρέι Ρίτσαρντσον.
Στη Βαρέζε ήταν πλέον έτοιμος να ηγηθεί. Κορυφαίος πασέρ της ιταλικής Α1 επί σειρά ετών, συνέθεσε σούπερ περιφερειακό δίδυμο με τον κολλητό του και εκτός παρκέ, Αντρέα Μενεγκίν. Με τον γιο του Ντίνο σκάρωναν φάρσες μέχρι και σε εκκλησίες, όταν δεν σκάρωναν χουνέρια στους μεγάλους της ιταλικής λίγκας.
Ο Τζιανμάρκο έβαφε το μαλλί του σε διάφορα χρώματα. Κίτρινο, πράσινο, εμπριμέ… Πιο χαρακτηριστικό όλων, το οποίο συνδέθηκε με τον θρίαμβο, το φούξια.
Σε έναν παρκημασμένο σύλλογο που ζούσε με τα μεγαλεία των ’70s, όταν σάρωνε εγχώριους και ευρωπαϊκούς (πέντε Πρωταθλητριών!) τίτλους, έδωσαν πνοή. Και ένα Πρωτάθλημα! Το 1999 το σήκωσαν, 21 ολόκληρα χρόνια μετά το προηγούμενο. Με προπονητή αυτόν-που-θα-γινόταν-ο-μέντοράς-του. Τον Τσάρλι Ρεκαλκάτι.
Πρωταθλητής Ιταλίας έγινε και το 2005, με την Φορτιτούντο Μπολόνια. Ακμάζουσα εκείνη ακόμη, αλλά έχοντας προπονητή κάποιον με τον οποίον δεν ταίριαζαν τα χνώτα του. Τον Γιασμίν Ρέπεσα.
Έχοντας ζήσει και τελικό Ευρωλίγκας, την τραυματική εμπειρία του Τελ Αβίβ το 2004 (θετικός και διψήφιος ο ίδιος, συντριβή 118-74 από τη Μακάμπι η ομάδα του, μεγαλύτερη διαφορά ever…), το 2005 τα σπάει οριστικά με τον Ρέπεσα και ξενιτεύεται.
Σαραγόσα, δύο χρόνια στη Χίμκι, Κάπο Ντ’ Ορλάντο και φινάλε το 2008. Μέσα σε θερμό χειροκρότημα από ένα ολόκληρο γήπεδο στο Αβελίνο, με τον αγώνα των πλέι οφ να διακόπτεται λίγο πριν το τέλος, ώστε να αποθεωθεί ο Ποτσέκο. Το σαράκι τον τρώει, το 2009 “κατεβαίνει” στην τέταρτη κατηγορία ώστε να ενισχύσει τα πατριωτάκια του της Τριέστε, το 2010 κάνει και μια γκεστ σταρ εμφάνιση με τα άλλα φιλαράκια του από την (πεσμένη επίσης στα ερασιτεχνικά τάρταρα) Κάπο Ντ’ Ορλάντο.
Βέβαια τις πιο όμορφες στιγμές του τις ζει με μια άλλη ομάδα. Την Εθνική Ιταλίας.
Το 1997 καλείται στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα από έναν άλλο δάσκαλό του, τον Έτορε Μεσίνα. Κόβεται, χάνει το Αργυρό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ. Η πρώτη του μεγάλη διοργάνωση είναι το Παγκόσμιο του ’98. Στην Αθήνα. Σε ρόλο αναπληρωματικού βάζει 6.8 ποντάκια, η παρέα του τερματίζει στην τιμητική έκτη θέση. Είναι όμως η παρέα του, άραγε;
Νέο μετάλλιο, Χρυσό μάλιστα, στο Ευρωπαϊκό του 1999, νέα απουσία της «ατομικής μύγας», όπως είναι πια το παρατσούκλι του, έτσι μικρόσωμος, γρήγορος κι ενοχλητικός για τους αντιπάλους που είναι. Στην προεπιλογή βέβαια δίνει κανονικά το «παρών».
Έρχεται και στην… αναπόφευκτη Αθήνα για το Ακρόπολις, είναι ο πρώτος σκόρερ στην ήττα της πρεμιέρας από την Ελλάδα στο ΣΕΦ, μα απέναντι στη Ρωσία παίζει ελάχιστα και απέναντι στην Αυστραλία καθόλου.
Τσακώνεται με τον Μπόγκνταν Τάνιεβιτς, ο οποίος κάνει το τρικ με τη χρησιμοποίηση του δίμετρου Μενεγκίν στο “1”, βλέπει από τον καναπέ και τους άλλους φίλους του και Πρωταθλητές με τη Βαρέζε, Σάντρο Ντε Πολ και Τζάκομο Γκαλάντα, να στέφονται και Πρωταθλητές Ευρώπης.
Χάνει μερικά ακόμα εθνικά ραντεβού, ξαναβάζει το εθνόσημο την κατάλληλη στιγμή. Ολυμπιακοί Αγώνες 2004, ναι, στην Αθήνα. Προπονητής πια ο Ρεκαλκάτι, μέσα ο τρελός. Σε ένα σύνολο με λιγοστό ταλέντο, στη μετά Μάιερς και Φούτσκα εποχή, το οποίο δείχνει περιορισμένων δυνατοτήτων: Μπαζίλε και Μπουλέρι ηγέτες; Κιάτσιγκ βασικός ψηλός; Κάτι Ρομπαλντόνι, Ριγκέτι, Μιαν και Γκάρι να έρχονται από τον πάγκο;
Ε λοιπόν, αυτή η ομάδα κάνει την έκπληξη και φτάνει μέχρι τον Τελικό. Επειδή ο Ποτσέκο, ο οποίος έχει προειδοποιήσει από την προετοιμασία με μία ματσάρα απέναντι στους Αμερικανούς (νίκη 95-78, κόντρα σε Άιβερσον και Μάρμπουρι), βρίσκει ρυθμό στα τελευταία ματς.
Παίζει λίγο στα τρία πρώτα, ηγείται με 17 πόντους στη νίκη επί της Αργεντινής των παικταράδων στο φινάλε του ομίλου. Σημειώνει άλλους τόσους σε 21 λεπτάκια στον ημιτελικό με τη Λιθουανία, Τελικός! Κι εκεί πρώτος σκόρερ, αλλά οι Αργεντινοί του Σκόλα και του Τζινόμπιλι δεν αστειεύονται ξανά.
Αργυρό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς είναι βέβαια δαύτο. Στα 32 του, η δικαίωση και σε εθνικό επίπεδο. Κλείνει την «azzurra» παρουσία του ένα έτος μετά. Στο Ευρωμπάσκετ που κατακτά η… Ελλάδα.
Γίνεται ένας τόσο αλέγκρος παίκτης, (μη) μαθημένος να κάνει του κεφαλιού του και με τόσες κόντρες με κατά καιρούς προπονητές του, να γίνει προπονητής και ο ίδιος; Και μάλιστα στο τοπ επίπεδο; Γίνεται.
Βασικά, τα μεγαλύτερα σόου τα επιφυλάσσει στο ολοένα και μεγαλύτερο κοινό του, φορώντας κουστούμι. Εντάξει, αυτό το τελευταίο μην το παίρνετε και τοις μετρητοίς. Πανηγυρίζει την πρόκριση στα τελικά του Μουντομπάσκετ 2023 χωρίς παντελόνι, έχοντας μείνει με το σλιπάκι του, ενόσω ανοίγουν σαμπάνιες. Παλιότερα, ως τεχνικός πια της Βαρέζε, σκίζει εν ώρα αγώνα το πουκάμισό του. Εξού και το πιο νέο παρατσούκλι του, «Hulk Hogan».
Οι διαμαρτυρίες του προς τους διαιτητές, στην ημερήσια (όταν υπάρχει τέλος πάντων αγώνας) διάταξη. Κρίσιμο παιχνίδι χωρίς να φάει τεχνική ποινή δεν υπάρχει. Συχνά και δύο (τεχνικές), παίρνοντας την άγουσα για τα αποδυτήρια. Κάνοντας σαν παρλιακός, βάζοντας πάντα και τον κόσμο στην εξίσωση. Και παίρνοντας, τις περισσότερες φορές, αυτό που θέλει.
Κόουτς γίνεται το 2012. Κατηφορίζει μία ακόμα φορά στη Σικελία και την Κάπο Ντ’ Ορλάντο, την αναλαμβάνει με ρεκόρ 0-6 στην Α2, έχοντας μόλις προβιβαστεί στη συγκεκριμένη κατηγορία. Την σώζει άνετα, την επόμενη σεζόν την ανεβάζει στα “σαλόνια”. Λειτουργεί και ως recruiter, εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του και φέρνοντας στα… αλώνια τους παλιούς συμπαίκτες του στην Εθνική, Τζιανλούκα Μπαζίλε και Ματέο Σοράνια.
Στη Βαρέζε δεν βγάζει την επόμενη χρονιά, παραιτούμενος χειμωνιάτικα. Σε μια ακόμα αιφνιδιαστική (για το προφίλ που έχει φιλοτεχνήσει) κίνηση, επιλέγει να γίνει βοηθός. Του Βέλικο Μρσιτς, άλλου παλιού του συμπαίκτη.
Ο γκαρντ φόργουορντ της Βαρέζε (και του Ολυμπιακού μεταξύ πολλών άλλων συλλόγων στα νιάτα του) έχει αναλάβει την Τσεντεβίτα του Ζάγκρεμπ. Ο Ποτσέκο αποδέχεται την πρόσκληση, περνάει μια διετία στην Κροατία, κλείνει τη σεζόν 2017-2018 ως πρώτος προπονητής στη Φορτιτούντο.
Δεν είναι τυχαίο που τον καλούν όπου έχει βρεθεί ως παίκτης…
Τον Φεβρουάριο του 2019 υπογράφει στη Σάσαρι της Σαρδηνίας, προτού περάσει τρίμηνο κατακτά μαζί της το FIBA Euro Cup. Με τον Νταϊσόν Πιέρ που θα γίνει αργότερα ένας από τους συνεπέστερους φόργουορντ της Ευρωλίγκας, με τον κοντό Μάρκο Σπίσου και τον ψηλό Ακίλε Πολονάρα, οι οποίοι θα γίνουν -σε προχωρημένη ηλικία- πυλώνες μέχρι και της Εθνικής Ιταλίας. Της δικής του Εθνικής Ιταλίας.
Φτάνει τους Σαρδηνούς και στους τελικούς των πλέι οφ (!), παίρνει το Super Cup, αλλά η σεζόν 2020-2021 είναι ταραχώδης. Αναλώνεται σε τσακωμούς με τον Πρόεδρο, Στέφανο Σαρντάρα, ο οποίος δεν αντέχει τα πρόστιμα στο Champions League που μαζεύονται εξαιτίας της συμπεριφοράς του προπονητή του και τον στέλνει στο καλό. Στο Μιλάνο, δηλαδή. Πάλι ασίσταντ!
Στο πλάι τώρα του Μεσίνα, μαζεύει κι άλλες προπονητικές εμπειρίες για να γίνει έναν χρόνο μετά, το 2022, Ομοσπονδιακός προπονητής της Ιταλίας, αντί του απρόσμενα απολυθέντος Μέο Σακέτι, τεχνικού του κάποτε στην Κάπο Ντ’ Ορλάντο.
«Καταρρίπτει τον μύθο που θέλει τον προπονητή άτεγκτο στρατηγό. Παραμένει φίλος με τους παίκτες, αλλά εκείνοι τον στηρίζουν παθολογικά και παραμένουν και οι ρόλοι ανάμεσά τους διακριτοί», εξηγεί αργότερα ο Τζιάνι Πετρούτσι.
Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας θα του τραβάει ενίοτε το αφτί, όπως μετά τα καραγκιοζιλίκια του (με το συμπάθιο) και την αποβολή στο ματς με τη Δομινικανή Δημοκρατία στο Μουντομπάσκετ 2023, ο ίδιος θα κάνει πως συμμορφώνεται, όλα θα κυλάνε ωραία.
Πριν… Πετρούτσι φωνήσαι, για παράδειγμα, οι «Azzurri» θα νικήσουν για μία ακόμα φορά τους Σέρβους “πελάτες” τους. Οκτάδα στο Παγκόσμιο, πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια. Επί Ποτσέκο παίκτη, που λέγαμε, στην Αθήνα. Στο Ευρωμπάσκετ που έχει προηγηθεί, παραλίγο να αποκλείσει και τους Γάλλους στον προημιτελικό.
«Πιστεύει στον αμοιβαίο σεβασμό, τη συνεργασία. Είναι μοναδικός, δεν είχα ποτέ μου άλλον τέτοιο προπονητή. Συνήθως οι παίκτες φιλτράρουν όσα λένε μπροστά στον τεχνικό τους. Με τον Ποτσέκο δεν υπάρχει φίλτρο, υπάρχει κατανόηση και εμπιστοσύνη».
Τζίτζι Ντατόμε έφα, λίγες ημέρες προτού κρεμάσει τη φανέλα. Όταν εκφράζονται έτσι οι παλιές καραβάνες για πάρτη του, πώς να μην τον ακούνε οι νέοι, οι οποίοι δεν τον έχουν προλάβει να κάνει τις τρέλες του με βαμμένα μαλλιά;
Ακόμα κι αυτοί βέβαια ήταν μπροστά ή είδαν σε βίντεο τον Ποτσέκο το 2019 στο Παγκόσμιο, ως μέλος του τεχνικού τιμ της Εθνικής, να πανηγυρίζει νίκη σαν πελώριος μπεμπές, οδηγώντας ένα παιδικό αμαξάκι στα αποδυτήρια…
Τρελοκομείο κανονικό. Ως χεντ κόουτς πια των «Azzurri», έχει ως μέλος του σταφ τον θαλερό, παρότι πλησιάζει τα 80, Ρεκαλκάτι. Και δεν ιδρώνει με τις κακές γλώσσες που λένε ότι την περισσότερη δουλειά την κάνει ο δάσκαλός του ή, έτι περαιτέρω, ο πρώτος βοηθός, Εντοάρντο Καζαλόνε.
Δυστυχώς, η ευκαιρία να τον δούμε στην Αθήνα και ως… μόνιμο, όχι έκτακτο εργαζόμενο, χάθηκε. Την εποχή που ο Παναθηναϊκός έψαχνε τον διάδοχο του χαμένου στον κόσμο του, Ντέγιαν Ράντονιτς, έγινε πρόταση στον Ποτσέκο. Αν δεν είχε γεννήσει λίγες ημέρες νωρίτερα η γυναίκα του, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος θα είχε λάβει καταφατική απάντηση στην τηλεφωνική του επικοινωνία.
«Η γυναίκα μου δεν γουστάρει τη δουλειά μου. Επειδή δεν έχουμε πολλές ημέρες για διακοπές, επειδή μερικοί μαντράχαλοι μένουν μαζί επί καιρό και είναι αναγκασμένοι να ακούν έναν ηλίθιο σαν εμένα», λέει.
Μερικά στοιχεία για την χαμηλών τόνων Τάνια, διά στόματος Τζιανμάρκο. Η αγνώστων λοιπών στοιχείων Ισπανίδα νοικοκυρεύει τον Ποτσέκο, όπως δεν έκανε η (συμπαρουσιάστριά του στην «Candid Camera») Σαμάνθα Ντε Γκρένετ ή η Μαουρίτσια Κατσατόρι. Με την παλιά βολεϊμπολίστρια είχαν ορίσει και ημερομηνία γάμου. Τα πρώτα δώρα άρχισαν να καταφτάνουν, χώρισαν 10 μέρες πριν το μυστήριο.
Με την Τάνια Ρόμπλες από τη Βαλένθια 10 ήταν όλοι κι όλοι οι καλεσμένοι τους στον γάμο. Εκτός παρκέ τουλάχιστον δείχνει πιο ήρεμος. Τα χρόνια περνάνε, ο τύπος που κάπνιζε ένα πακέτο Marlboro μέσα σε δύο ώρες («μόνο όταν έπινα, και έπινα μία στο τόσο, όχι κοντά σε αγώνες») έχει κόψει τις έστω σπάνιες καταχρήσεις και γίνεται οικογενειάρχης άνθρωπος.
Μέσα στα γήπεδα βέβαια δεν πρόκειται να αλλάξει. Θα ωρύεται, θα σφίγγει τις προτεταμένες γροθιές του και οι φλέβες του θα πετάγονται από τον λαιμό, έτοιμος την ίδια ακριβώς στιγμή να φιλήσει τον πρώτο τυχόντα που θα περάσει από δίπλα του. Το έχει παραδεχτεί άλλωστε, σε ανύποπτη στιγμή.
«Ξέρω ότι διάφοροι με θεωρούν κλόουν. Να ξέρουν όμως ότι είμαι ο Νο1 κλόουν».