Όπως διάβασες παραπάνω, ο Sven-Göran Eriksson έζησε συντριπτικά μεγάλο μέρος της καριέρας του εκτός της Σουηδίας. Παρ’ όλα αυτά, την ποδοσφαιρική του καριέρα καθώς και τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε όλα στην πατρίδα του.
Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1948 και μεγάλωσε στο Τόρσμπι, όπου και ξεκίνησε και την ποδοσφαιρική του καριέρα. Όταν ήταν μικρός, ο αδερφός του δυσκολευόταν να προφέρει το όνομά του και του έβγαλε το παρατσούκλι “Svennis”, το οποίο έμελλε να τον συνοδεύει μια ζωή.
Η ποδοσφαιρική του καριέρα ήταν λειψή και βασικά αγωνιζόταν στην τοπική ομάδα της περιοχής που ζούσε κάθε φορά, εντελώς ερασιτεχνικά. Πρώτα έπαιξε στην Τόρσμπι όπου μεγάλωνε, μετά στην Σιφχάλα στην περιοχή όπου σπούδαζε οικονομικά και στη συνέχεια στην Καρλσκόγκα, ομάδα της δεύτερης κατηγορίας. Στα 27 του αποσύρθηκε, αλλά το μικρόβιο της προπονητικής, πρόλαβε να του κολλήσει. «Ήμουν ένας πραγματικά μέτριος αμυντικός, που ωστόσο έκανε σπάνια λάθη» ανέφερε μετά από χρόνια για να περιγράψει τον εαυτό του ως παίκτη.
Το αγωνιστικό στυλ και η φιλοσοφία του τελευταίου του προπονητή, Tord Grip, ήταν πολύ κοντά σε εκείνο του Roy Hodgson και ο Eriksson που στο μεταξύ σπούδασε και στη γυμναστική ακαδημία, άρχισε να ασχολείται με την προπονητική. Ο Tord Grip το 1977 του έδωσε την ευκαιρία να βρεθεί δίπλα του στον πάγκο της Ντέγκερφορς, ομάδα τότε της τρίτης κατηγορίας. Την επόμενη χρονιά ο Grip κλήθηκε ως βοηθός στην Εθνική Σουηδίας και τότε ξεκίνησαν όλα για τον Sven-Göran Eriksson.
Αμέσως κατέκτησε το πρωτάθλημα της τρίτης εθνικής της Σουηδίας και η Γκέτεμποργκ που είχε ανάγκη από ένα νέο ξεκίνημα εκείνη την εποχή, έδωσε στον 30χρονο ελπιδοφόρο τεχνικό τα κλειδιά της ομάδας. Μέσα σε 3 χρόνια ο Eriksson κατέκτησε δύο φορές το Κύπελλο και το 1982 έγραψε ιστορία με το Κύπελλο UEFA και το Πρωτάθλημα Σουηδίας.
Μετά ήρθε η ώρα της ομάδας που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του. Η Μπενφίκα τον εμπιστεύτηκε για πρώτη φορά το 1982 και ο Eriksson λίγο έλειψε να κατακτήσει το Κύπελλο UEFA για δεύτερη συνεχόμενη φορά, με διαφορετική ομάδα, καθώς έφτασε ως τον τελικό. Με την Μπενφίκα κατέκτησε το νταμπλ στην πρώτη του χρονιά και το πρωτάθλημα τη δεύτερη και το 1984 η Ρόμα τον έφερε για πρώτη φορά στην Ιταλία.
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι από το 1978 ως το 2019 ο Sven-Göran Eriksson δεν έμεινε ποτέ άνεργος. Στην Ιταλία έμεινε 5 χρόνια (Ρόμα – Φιορεντίνα) κατακτώντας ένα Κύπελλο, για να επιστρέψει στη συνέχεια στην Μπενφίκα. Η δεύτερη θητεία του στη Λισαβόνα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή. Κατέκτησε ακόμη μια φορά το πρωτάθλημα και έφτασε ως τον τελικό του Champions League το 1990, όπου και ηττήθηκε από τη Μίλαν. Ήταν μόλις 42 ετών αλλά είχε προλάβει να γίνει «όνομα» σε όλη την Ευρώπη.
Από το 1992 ως το 2001 η Serie A θα τον καλούσε ξανά. Πέντε χρόνια στη Σαμπντόρια, κατά τη διάρκεια των οποίων η ομάδα κατέκτησε τον τελευταίο της τίτλο μέχρι και σήμερα (Κύπελλο Ιταλίας 1994) και ακόμα τέσσερις σεζόν στη Λάτσιο. Μια δεκαετία μετά την τελευταία του σεζόν στη Ρόμα, ο Eriksson πήγε στην αιώνια αντίπαλο και έγινε αμέσως αγαπητός από όλους, καθώς την πρώτη του χρονιά πήρε το Σούπερ Καπ Ιταλίας και το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ.
Η μεγαλύτερη όμως μέχρι σήμερα επιτυχία του ήταν το Σκουντέτο του 2000. Ήταν το δεύτερο πρωτάθλημα στην ιστορία της Λάτσιο και το τελευταίο ως και σήμερα. Την ίδια χρονιά κατέκτησε και το Κύπελλο, πετυχαίνοντας το μοναδικό νταμπλ στην ιστορία της ομάδας.
Στις αρχές της Χιλιετίας ήρθε η πιο σημαντική στιγμή για τον Eriksson, καθώς η Αγγλική Ομοσπονδία τον κάλεσε να αναλάβει τα «Λιοντάρια». Προπόνησε μια σειρά από κορυφαίους Άγγλους διεθνείς (Beckham, Rooney, Owen, Gerrard, Ferdinand, Scholes, Heskey, Southgate κ.α.) όμως δεν κατάφερε να σπάσει την κατάρα, φτάνοντας ως τα προημιτελικά στο Μουντιάλ το 2002 στο EURO το 2004 και στο Μουντιάλ του 2006.