Ανεξαρτήτως αθλήματος, η άφιξή του υπάρχει ζωηρή υποψία πώς γίνεται «για τα τελευταία ένσημα».
Και όντως:
Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα «παλτών» που επιβεβαιώνουν ότι η απόφαση ενός γνωστού αθλητή να περάσει από τη χώρα μας αφότου είχαν περάσει τα παραγωγικά του χρόνια, ελήφθη με τη λογική της… αρπαχτής.
Όπως συμβαίνει όμως με κάθε κανόνα, έτσι κι αυτός έχει τις εξαιρέσεις του. Και μια από τις πιο φωτεινές στο ελληνικό μπάσκετ υπήρξε ο Μίτσελ Ουίγκινς!
Έχοντας πίσω του μια αξιοσημείωτη προσπάθεια να σταθεί στο ΝΒΑ (την οποία υπονόμευσε ο ίδιος με τιμωρία για χρήση κοκαΐνης) ο Αμερικανός γκαρντ έφτασε στην Ελλάδα στα 34.
Και αποδείχθηκε μια «καλαθομηχανή» που όχι μόνο δεν ήθελε… λάδωμα (λόγω ηλικίας), αλλά λειτουργούσε σε στροφές που καμία άμυνα δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει!
Με το περίεργα νωχελικό του στιλ και τα αθλητικά προσόντα εφήβου να ενισχύουν το τεράστιο ταλέντο του, κάθε διείσδυση του Ουίγκινς ήταν τεράστια έκπληξη να ΜΗΝ ολοκληρωθεί με… «χλατς».
Συνυπολογίζοντας λοιπόν ότι αποτελούσε εξαιρετικό σουτέρ από μέση απόσταση και διατηρούσε αξιοπρεπέστατα ποσοστά πίσω από τη γραμμή του τριπόντου, μόνο περίεργο δεν ήταν που από την πρώτη του κιόλας σεζόν (1993-94) στον Μίλωνα αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ (με 31,4 πόντους κατά μέσο όρο).
Στο απόγειό του όμως έφτασε στον θρυλικό Σπόρτιγκ! Γιατί δεν ήταν μονάχα ότι ανακηρύχθηκε εκ νέου με τη φανέλα του πιο… βαρύ πυροβολικό της Α1 (με 29,4 πόντους κατά μέσο όρο τη σεζόν 1994-95).
Ήταν ότι πάνω του στηρίχθηκε μια ομάδα που έγραψε τη δική της ιστορία, πανηγυρίζοντας μεγάλες νίκες επί Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού, ΑΕΚ και Άρη και τερματίζοντας έκτη τη σεζόν 1995-96.
Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ένα περιστατικό της εποχής, που είχε καταγραφεί σε συνέντευξή του στο «Τρίποντο».
Τότε ο Ουίγκινς προερχόταν από μια εμφάνιση 35 πόντων και παρόλο που ετοιμαζόταν να φύγει με ολιγοήμερη άδεια για τον Καναδά, γυμναζόταν σαν… παλαβός στο υπόγειο του κλειστού των Πατησίων.
Προκαλούσε λοιπόν την… απορία συμπαικτών του, όπως οι Κασουρίδης, Μωραΐτης, Γάκης, Παπασαράντου και Αβδάλας, με τον τελευταίο να λέει χαρακτηριστικά:
«Να, δες τον. Φεύγει, θα γυρίσει και από το αεροπλάνο θα βάλει καμιά σαρανταριά και θα ξαναφύγει. Τι περίπτωση είναι αυτός»!
Και ήταν όντως περίπτωση!
Διότι σε μια εποχή που η Α1 χαρακτηριζόταν (χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής) το κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ της Ευρώπης, η… γεροντάρα καθόλου δεν δυσκολευόταν ν’ ανταγωνιστεί παιχταράδες που συμμετείχαν σε αυτή.
Οι αριθμοί του και μόνο στην πενταετία που έπαιξε στα μέρη μας (φορώντας τη φανέλα και του Πανιωνίου τη σεζόν 1996-97) αποδεικνύουν τι… παπάδες έκανε:
Σε σύνολο 123 αγώνων, έγραψε 25,78 πόντους κατά μέσο όρο (με 48,5% στα δίποντα, 31,09% στα τρίποντα και 78,36% στις ελεύθερες βολές).
Παράλληλα μάζευε κατά μέσο όρο 6,06 ριμπάουντ, έδινε 1,34 ασίστ κι έκανε 1,95 κλεψίματα.
Και χωρίς να δυσκολευτεί ιδιαίτερα, έγινε ο τρίτος ξένος σκόρερ στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος (πίσω μονάχα από τους επίσης μεγάλους Γουόλτερ Μπέρι και Αλφόνσο Φορντ).
Τα μισά… γονίδια του λοιπόν ήταν αρκετά ώστε ο γιος του, Άντριου, ν’ ακολουθήσει τα βήματά του:
Να γίνει νο1 στο ντραφτ του 2014, να παίξει μια εξαετία στους Μινεσότα Τίμπεργουλβς και να φορά πλέον τη φανέλα των Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς.
Ελπίζοντας ότι εκείνος θα κάνει την καριέρα στο ΝΒΑ που δεν έκανε ο πατέρας του, παρόλο που τα… όργια του στη χώρα μας απέδειξαν αναμφίβολα ότι άξιζε και μπορούσε!